Ένα από τα βασικότερα θέματα της σύγχρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας που καλούνται να αντιμετωπίσουν και να φέρουν εις πέρας οι εκπαιδευτικοί, αφορά τη συμπερίληψη, τη συνύπαρξη τυπικών παιδιών – μαθητών, με παιδιά που έχουν κάποια αναπηρία ή διαγνωσμένη, ειδική ανάγκη.
Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιείται στα Χανιά διημερίδα για τη “Συμπεριληπτική Εκπαίδευση” που οργάνωσαν από κοινού, οι διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Χανίων, η σύμβουλος εκπαίδευσης Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης Χανίων Ρεθύμνου Ελένη Γκιργκινούδη και οι σύμβουλοι εκπαίδευσης της “Ομάδας Δράσης για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Ενδοσχολικής Βίας και του Εκφοβισμού” στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων.
Στόχος είναι να αντιληφθούν οι εκπαιδευτικοί, μεταξύ άλλων την αναγκαιότητα της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης και ταυτόχρονα τη διαχείρισης της, ώστε να λυθεί η σιωπή σε μαθητές, όπως εναλλακτικά λέγεται, το να σπάσει η βία στο σχολείο, σύμφωνα με την προϊσταμένη της Α’ βάθμιας Εκπαίδευσης νομού Χανίων Χρύσα Τεραζάκη, η οποία μιλώντας στα “Χανιώτικα νέα” είπε ότι: «πιστεύουμε πως μέσα από εισηγήσεις και βιωματικά εργαστήρια που υπάρχουν στις εργασίες της διημερίδας, με πρωταγωνιστές τους συμβούλους εκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικοί θα λάβουν πλούσια επιμόρφωση, σε ζητήματα θεωρίας αλλά και πρακτικής επί του θέματος».
Σε ότι αφορά την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία, η κα Τερεζάκη ανέφερε ότι «οι σύγχρονες κοινωνίες ολοένα και αλλάζουν, τα πράγματα είναι διαφορετικά από αυτά που γνωρίζαμε πριν από 2-3 και περισσότερα χρόνια και όλοι μας, εκπαιδευτικοί και γονείς, οφείλουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης. Για αυτό το λόγο βλέπουμε και την πολιτεία να δημιουργεί νόμους που αφορούν το συμπεριληπτικό σχολείο. Προφανώς εμείς έχουμε στο μυαλό μας πρακτικές που λειτουργούσαν μέχρι τώρα ή και δεν λειτουργούσαν τόσο καλά. Όμως με τα νέα δεδομένα, έχουμε νέα νομοθετήματα τα οποία μας προτείνουν καινούργια πράγματα, οπότε είναι στη βάσανο και στην προβληματική της επιστημονικής κοινότητας, τι από αυτά μπορούμε να κρατήσουμε, τι να αμφισβητήσουμε, αλλά και ποια είναι πάνω στο γράμμα του νόμου, γιατί δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά».
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση των μαθητών με ειδικές ανάγκες ή αναπηρίες που βρίσκονται στις σχολικές αίθουσες μαζί με τα τυπικά παιδιά, όπως ανέφερε ο Ιωάννης Μπουσδούνης, προϊστάμενος διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΥΠΑΙΘΑ.
Σύμφωνα με στοιχεία πάνω από 100.000 μαθητές με αναπηρία και ειδικές ανάγκες ή διάγνωση από αξιολογική έκθεση βρίσκονται στο σχολεία της γενικής εκπαίδευσης, όταν πριν από 3 χρόνια, αυτός ο αριθμός ήταν κάτω από 80.000. Την τελευταία τριετία, στα σχολεία της γενικής εκπαίδευσης διαπιστώνουμε αυτή την αύξηση, όμως παράλληλα υπάρχει, όπως είπε ο κ. Μπουσδούνης, ταυτόχρονη αύξηση των μαθητών που φοιτούν σε σχολεία καθαρά της Ειδικής Αγωγής και εκπαίδευσης. Πριν από 3 χρόνια οι μαθητές στα Ειδικά Σχολεία αριθμούσαν 12.000 με τα τελευταία στοιχεία να αναφέρουν ότι ο αριθμός σήμερα έχει ξεπεράσει τους 14.000 μαθητές σε νηπιαγωγεία ειδικής αγωγής, δημοτικά ειδικής αγωγής και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η συμπεριληπτική εκπαίδευση όπως επισήμανε ο κ. Μπουσδούνης αφορά στην «εκπαίδευση όλων των μαθητών τυπικών και εκείνων με ειδικές ανάγκες, σε μία ποιοτική εκπαίδευση, προσπαθώντας κάθε χρόνο να κάνουμε καλύτερη την καθημερινότητά τους, την εκπαίδευση τους, τόσο των μαθητών όσο και των οικογενειών τους. Πρόκειται για κατεύθυνση του υπουργείου παιδείας με την πολιτεία σήμερα πια να προβαίνει σε καλύτερες ενέργειες, που μπορούν να γίνουν σύμφωνα και με την εμπειρία που διαθέτω των 37 χρόνων που βρίσκομαι στην εκπαίδευση, 26 από αυτά στην ειδική αγωγή έχοντας δει όλη την πορεία επί του θέματος. Έχουμε κάνει πάρα πολλά βήματα προφανώς δεν είμαστε στο επίπεδο που και εμείς θα θέλαμε να είμαστε, όμως η προσπάθεια είναι σίγουρα στο να μην έχουμε πισωγυρίσματα, να μη μένουμε στάσιμοι αλλά πάντα, κάθε χρόνο να βελτιωνόμαστε ρεαλιστικά και στοχευμένα σε αυτά που υπάρχουν ως ανάγκες στα παιδιά που οφείλουμε να υποστηρίξουμε».
Τα σχολεία του σήμερα και ειδικά μετά την πανδημία, δεν έχουν καμία σχέση με τα σχολεία πριν από μία δεκαετία. Οι ανάγκες, οι απαιτήσεις, τα κίνητρα των μαθητών, το ενδιαφέρον για μάθηση είναι πολύ διαφορετικά, διότι ζούμε πλέον σε ένα κόσμο τεχνολογίας και σε κάτι που κάνει το σχολείο να μοιάζει παρωχημένο, τόνισε ο Πέτρος Γαλάνης, Ειδικός Παιδαγωγός μέλος στο Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ. «Οπότε ακόμα και στο πλαίσιο της ειδικής αγωγής, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι, πώς θα βελτιώσουμε τη Γενική Αγωγή ώστε να καταφέρουμε να εντάξουμε ποιο ουσιαστικά τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Αυτό θα συμβεί εάν βελτιώσουμε τη γενική αγωγή διότι στην ειδική αγωγή πιστεύω ότι, τα έχουμε εξαντλήσει όλα. Τεχνικές, ξέρουμε τα πάντα αλλά, όταν πας να τα εντάξεις στο γενικό σχολείο βρίσκεις μία κατάσταση που πολλές φορές προβληματίζει. Οι εκπαιδευτικοί μας χρειάζονται ενίσχυση στο ρόλο τους, καθώς και τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών που χρειάζονται μία αναδιάρθρωση για να αρχίσουν να τραβούν το ενδιαφέρον των μαθητών».
Ο κ. Γαλάνης πιστεύει πως σίγουρα χρειάζεται κάποια είσοδος, με μέτρο όμως, της τεχνολογίας, ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον τα παιδιών «αλλά χωρίς να πάμε σε ακραίας καταστάσεις διότι έχουμε παραδείγματα χωρών που έγιναν high tech στην εκπαίδευση και τώρα άρχισαν να το μαζεύουν διότι είδαν ότι οι μαθητές τους, δεν μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν».
Σχετικά με το αν υπάρχει σύγκριση μεταξύ των σχολείων και όλα όσα συνέβαιναν στις σχολικές τάξεις τα παλαιότερα χρόνια σε σχέση με το σήμερα, ο Ειδικός Παιδαγωγός ανέφερε πως: «δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια σύγκριση, διότι κάθε φορά βλέπουμε το σχολείο ή την αίθουσα με τις ισχύουσες κοινωνικοπολιτικές και άλλες καταστάσεις».
Εξήγησε ότι η κοινωνία που ζούμε είναι τελείως διαφορετική.
«Το αντιλαμβανόμαστε και στην καθημερινότητα τη δικιά μας, των μεγάλων, στη δουλειά μας πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα, πριν και μετά για παράδειγμα πανδημίας ή με την οικονομική κρίση που περάσαμε. Στην Ελλάδα έχουμε περάσει δύο απανωτές κρίσεις και αυτό έχει δημιουργήσει πολλές εντάσεις μέσα στην ελληνική οικογένεια αλλά και στην κοινωνία και αυτές οι εντάσεις περνάνε στα παιδιά, στους εκπαιδευτικούς, αφού κι εκείνοι είναι οικογενειάρχες, εργαζόμενοι. Οπότε αισθάνομαι στα σχολεία πως υπάρχει από όλες τις πλευρές μία πίεση. Κάποια στιγμή πρέπει να δούμε πολύ πιο σοβαρά, ποιο είναι το όραμα μας για την παιδεία, διότι υπάρχει αίσθηση ότι ως κοινωνία, ως χώρα, δεν έχουμε βάλει ποτέ σε προτεραιότητα τι θέλουμε να κάνουμε με την παιδεία και με τα παιδιά μας».
Η σύμβουλος εκπαίδευσης Ελένη Γκιργκινούδη, έκανε λόγο για την ενταξιακή κουλτούρα η οποία πρέπει να ενσωματωθεί στις σχολικές αίθουσες, στα σχολεία, διότι η αποδοχή της διαφορετικότητας, του άλλου, του διαφορετικού -όπως είπε- είναι αναγκαία προϋπόθεση για «το ενταξιακό σχολείο που δεν είναι πλέον ο στόχος, αλλά το μέσον για την αλλαγή της κοινωνίας. Δεν είμαστε τόσο σίγουροι ότι αποδέχονται το διαφορετικό τόσο εύκολα και για αυτό πρέπει να αναπτύξουμε κάποιες δεξιότητες όπως την ενσυναίσθηση και αυτό μπορεί να γίνει με την αλλαγή ακόμα και των προγραμμάτων. Όταν εργαζόμαστε πολλαπλά μέσα στην τάξη, τότε έρχεται και η αλλαγή και το συναίσθημα στα παιδιά. Δημιουργούμε δηλαδή, μία κοινωνία αλληλεγγύης».
Στη διημερίδα η Εντεταλμένη Σύμβουλος για θέματα Παιδείας και Πολιτισμού της Περιφέρειας Κρήτης Σοφία Μαλανδράκη είπε πως η συμπερίληψη αφορά σε «στοίχημα όλου του κόσμου. Γίνονται βήματα και είναι σημαντικό ότι όποιες αλλαγές γίνονται, είναι κάτω από το φάσμα της επιστημονικότητας. Αλλά αυτό που μας λείπει είναι να κατανοήσουμε μέσα από κοινές δράσεις, όχι μόνο στο σχολείο και σε τάξεις αλλά και σε πεδία όπως είναι ο αθλητισμός, όπως είναι στην οικογένεια ότι τα παιδιά πρέπει να συνυπάρχουν. Υπάρχει όμως ένα σοβαρό ζήτημα που λέει, τι γίνονται αυτά τα παιδιά μετά που ολοκληρώνουν τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Έχουμε πρόβλημα από τις δομές εκείνες που θα μπορέσουν τα παιδιά ώστε να μπορέσουν να υπάρχουν».