ΨΑΡΑ∆ΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΣΗΜΑ∆ΕΨΑΝ
∆ύσκολα ψαρέµατα, βλάβες, φουρτούνες και ζηµιές… πολλές οι ιδιαιτερότητες της θάλασσας έτσι όπως τις περιγράφουν οι άνθρωποι της, αυτοί που τη ζουν καθηµερινά. Όπως οι Χανιώτες ψαράδες µε τους οποίους συνοµιλήσαµε ζητώντας τους να θυµηθούν ιστορίες της καθηµερινότητάς τους, που τους έχουν σηµαδέψει.
Σκυλόψαρο, φάλαινα και… 8 Μποφόρ
Για δεκαετίες µέσα στα καΐκια και στο ψάρεµα, ο Μπάµπης Χατζηδάκης, από τη Χαλέπα, θυµάται αρκετές ιστορίες. Από τις πιο εντυπωσιακές ήταν όταν αντίκρισε µια… φάλαινα, αλλά και όταν έπιασε ένα σκυλόψαρο που δεν χωρούσε στη βάρκα!
Ο ίδιος, τη δεκαετία του ‘90, είχε εντοπίσει µία σορό να πλέει ανοιχτά του Αγίου Ονούφριου και, όπως διαπιστώθηκε, ήταν ενός τουρίστα που είχε πνιγεί και τον είχαν παρασύρει τα θαλάσσια ρεύµατα.
Ο κ. Χατζηδάκης είναι σήµερα 69 χρονών. Στο ψάρεµα ήταν από παιδί καθώς τόσο ο πατέρας του όσο και ο αδελφός του ήταν και εκείνοι αλιείς. Επίσης, είχε δουλέψει στα βυρσοδεψεία στα Ταµπακαριά.
«Εγώ ψάρευα µε τα δίχτυα. Ψάρευα από 9 – 10 χρονών, από τη δεκαετία του ‘60», µας λέει.
Ποιες είναι οι πιο έντονες αναµνήσεις του, τον ρωτάµε: «Το 1996-1997 είχα δει ένα πτώµα να πλέει, στον Άγιο Ονούφριο. Ειδοποίησα το Λιµεναρχείο και πήγαµε και το πήραµε. Ήταν ένας τουρίστας από τη Νορβηγία. Μάλλον στο λιµάνι είχε πνιγεί και τον παρέσυραν τα ρεύµατα», θυµάται.
ΣΚΥΛΟΨΑΡΟ ΚΑΙ 8 ΜΠΟΦΟΡ
Το 1997 είχε πιάσει ένα σκυλόψαρο! «Είχα βγάλει σκυλόψαρο το 1997. Το είδα στο πέλαγος, ανοιχτά του Σταυρού. Ήταν περίπου 4,5 µέτρα. ∆εν µπορούσαµε να το βάλουµε πάνω στο καΐκι και το δέσαµε στο πλάι. Είχε ουρά ένα – δυο µέτρα».
Από τις επικίνδυνες στιγµές ήταν όταν ο ίδιος µε 8 Μποφόρ πήγε να σύρει τα δίχτυα του ψαρέµατος. «Είχα πάει µε 8 Μποφόρ και έσυρα τα δίχτυα, στον Τερσανά», θυµάται. Στην ίδια περιοχή, θυµάται ότι πριν πολλά χρόνια, όταν ακόµα είχε το πρώτο µικρό σκάφος, είχε δει µια φάλαινα.
«Από τα πιο εντυπωσιακά ήταν όταν είδα µια φάλαινα, στον Τερσανά. ∆εν πήγα κοντά µη βουλιάξει το καΐκι. Ήταν και παλιό το καΐκι, το “Αγία Τριάς”», θυµάται.
Όταν το “Αγία Τριάς” πάλιωσε πήρε ένα καινούργιο σκάφος, το “Σοφία”, 9,5 µέτρα µε το οποίο ψάρευε τα επόµενα χρόνια.
«Παλιά πήγαινα στα ψάρια το βράδυ µε τον πατέρα µου. Ήταν ψαράς και πατέρας µου και ο αδελφός µου. Τα ψάρια τα πωλούσαµε, τα έπαιρνε και ο µανάβης», σηµειώνει.
Ο κ. Χατζηδάκης είναι βέρος Χαλεπιανός. «Η Χαλέπα παλιά είχε τα βυρσοδεψεία και είχα εκεί τη βάρκα, στα Ταµπακαριά. Στα βυρσοδεψεία τότε είχε πολλούς εργάτες. Η Χαλέπα έχει αλλάξει. Όλα έχουν αλλάξει», µας λέει.
Ο ίδιος ήταν και εργάτης στα βυρσοδεψεία. «∆ούλευα σε βυρσοδεψείο. Ήταν λίγο δύσκολα αλλά ήταν καλά. Είχε καλό µεροκάµατο. Από τη µεταποίηση δέρµατος φτιάχναµε παπούτσια, στιβάνια. Ήταν δύσκολο να τα φτιάξεις, ήταν χειροποίητα», συµπληρώνει.
Χωρίς µηχανή και χωρίς βοήθεια…
Συνήθως οι ιστορίες των ψαράδων έχουν να κάνουν µε µεγάλα ψάρια, ωστόσο υπάρχουν και αυτές για τις δυσκολίες και τα καθηµερινά προβλήµατα που αντιµετωπίζουν στη δουλειά τους. Μια ιστορία από το 1998, που δείχνει ότι πολλές φορές η δουλειά του ψαρά µπορεί να γίνει ακόµα πιο δύσκολη, είναι στο µυαλό του Βαγγέλη Κοπάση. Αυτή θέλει να µας πει… «Ξεκινήσαµε από τα Χανιά για ξιφίες στα Αντικύθηρα, µε το που πάµε να περάσουµε τη Σπάθα το ακρωτήρι έρχεται ένα κύµα 7άρι ολοζώντανο, γιατί ήταν ο καιρός Οστριογάρµπης, τρώµε ένα “σκάµπιλι” και γυρίζουµε πίσω πάµε στις Μένιες όπου ψαρέψαµε καλαµάρια, βγάλαµε µια 15αριά κιλά. Το πρωί ξαναδοκιµάσαµε, είχε πέσει ο καιρός, και φτάσαµε στο Καραβοστάσι στη δυτική µεριά των Αντικυθήρων. Ρίχνουµε την άγκυρα, δολώνουµε παραγάδια µε καλαµάρι φρέσκο και µε το σουρουπώνει πάµε σε κάτι βραχονησίδες ανάµεσα σε Αντικύθηρα και Κύθηρα. Είναι εκεί το “Πορί”, ο “Λαγούβαρδος”, η “Ψείρα”, η “ξέρα του Πατακού” έτσι τις λένε, ένα πανέµορφο σύµπλεγµα βραχονησίδων. Ρίχνουµε τα παραγάδια και καθίζουν όλα “κουφέτο”. Έρχεται η ώρα να τα τραβήξουµε, βάζει ο Παυλής ο αδελφός µου τη µηχανή, ακούγεται ένα “γκουπ” και φεύγει πίσω ο άξονας και η προπέλα. Ανοίγουµε το µηχανοστάσιο, είχε πεταχτεί το “κόµπλεξ” της ραβέρσας και είχαµε µείνει καταµεσής της θάλασσας» θυµάται ο έµπειρος ψαράς.
Το πρώτο πράγµα που έκαναν ήταν να ζητήσουν βοήθεια. «Στο VHS (ασύρµατος) ακούγαµε πριν πολλούς στη γύρω περιοχή, αλλά όταν ζητήσαµε βοήθεια δεν ήλθε κανείς. Έκαναν “τουµπεκί” γιατί σου λένε “ήλθαµε να δουλέψουµε, σιγά µην τρέχουµε για αυτούς!” Ναι,έτσι είναι ο άνθρωπος! Κάποια στιγµή λέµε να πάρουµε τηλέφωνο τη µάνα µας στα Χανιά, να µισθώσει ένα καΐκι να έλθει να µας βοηθήσει. Πήραµε όντως τηλέφωνο µε το κινητό, συµφωνούµε µε τον ψαρά να πάρει 100.000 δρχ. για να έλθει να µας βοηθήσει, αλλά αυτός πήγε και ενηµέρωσε πρώτα το λιµεναρχείο Χανίων. Το λιµεναρχείο εδώ ενηµέρωσε τη Νεάπολη, το λιµενικό σταθµό εκεί και µας καλούν από εκεί και µας λένε πως έδωσαν εντολή σε ένα αλιευτικό µε το όνοµα “Αγ. Νικόλαος” που ήταν εκεί κοντά να έλθει να µας ρυµουλκήσει στο λιµάνι. “Ώφου” λέµε “µας έφαγαν το καΐκι” γιατί αν σε διασώσει άλλο σκάφος έχει δικαιώµατα επί του δικού σου σκάφους! Λέµε λοιπόν δεν γίνεται κάτι πρέπει να βρούµε. Κοιτάµε πάλι τη µηχανή και σκέφτεται ο αδελφός µου πως η προπέλα δεν πάει πίσω αλλά πάει µπρος, αν την “κοµπλάρουµε”, θα γυρίζει και θα µπορούµε να πηγαίνουµε µόνο µπρος, χωρίς µανούβρες και πίσω. Και το κάνουµε και όντως πιάνει! Ξεκινάµε σιγά-σιγά από τα Αντικύθηρα και µετά από 5 ώρες φτάνουµε στα Χανιά και µόλις µπαίνουµε στο λιµάνι πέφτει η µηχανή αλλά πια ήµασταν ασφαλείς. Χάσαµε βέβαια τόσα παραγάδια αλλά πάλι καλά», είναι η αφήγηση του Βαγγέλη Κοπάση που έχει να το λέει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι «κανένας δεν µας βοήθησε και αν έχουµε συµπαρασταθεί σε κόσµο». Όσο για τον πιο µεγάλο κίνδυνο που διέτρεξε ποτέ στη ζωή του θυµάται όταν εργαζόταν στο εµπορικό ναυτικό, µια µεγάλη κακοκαιρία στον Ινδικό Ωκεανό το 1980. «Τέτοια κακοκαιρία δεν έχω ξαναδεί, µπορεί να βούλιαξαν και 3-4 βαπόρια εκείνη την ηµέρα! Είχαµε ανέβει στη γέφυρα του πλοίου και κρατούσαµε την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Πάνω από 10 Μποφόρ, να έρχεται το κύµα µια από τα αριστερά, µια από τα δεξιά, µια από την πρύµνη και την πλώρη.
Ήµασταν φορτωµένοι µε κοντέινερ και κάτι τεράστιες µπουλντόζες και φορτηγά από τα µεγάλα που χρησιµοποιούν στα ορυχεία. Ήταν δεµένα στην κουβέρτα και ξέρεις που βρέθηκαν; Στον πάτο του ωκεανού! Κρατούσα το τιµόνι και ερχόταν το κύµα και έριχνε µια, έφευγε η µπολντόζα στη θάλασσα και έπαιρνε και τα συρµατόσχοινα µαζί της και έφευγε µέσα στη θάλασσα. ∆εν έµεινε τίποτα στην κουβέρτα! Έστελναν SOS αλλά ποιος να βοηθήσει ποιον; Μιλάµε για εποχή µουσώνα, πολλά βούλιαξαν και χάθηκε κόσµος εκείνη την ηµέρα γιατί η κακοκαιρία κράτησε έξι ώρες», θυµάται.
Το άγχος του ψαρά
«Το µεγαλύτερο άγχος των ψαράδων παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν καλά ψυγεία να διατηρηθούν τα ψάρια ήταν να προλάβουν να γυρίσουν για να καταφέρουν να τα πουλήσουν, να µην τους χαλάσουν και αναγκαστούν να τα πετάξουν!», λέει ο Μίµης Κωλέττης, χρόνια επαγγελµατίας ψαράς στη Νέα Χώρα.
∆εν µπορεί να µην θυµηθεί ένα συµβάν που έγινε το 1969, νέος τότε όταν µαζί µε τον πατέρα του ψάρευαν νότια των Χανίων. «Είχαµε κάνει µια καλή ψαριά, ροφούς, συναγρίδες, φαγκριά αλλά δεν µπορούσαµε να γυρίσουµε. Ηταν 8-9 Μποφόρ, κόντρα ο καιρός και δεν ανέβαινε το σκάφος. Κινδυνεύαµε να χάσουµε τα ψάρια, να βρωµίσουν και η ζηµιά θα ήταν µεγάλη. Ο µακαρίτης ο πατέρας µου ήταν κορυφαίος καπετάνιος, το σκάφος µας 18 µέτρα, µεγάλο, σιδερένιο παλεύαµε εκεί να καταφέρουµε να τα βγάλουµε πέρα µε τη κακοκαιρία και να πιάσουµε λιµάνι. Μεγάλο άγχος, να σκάει το κύµα µπροστά, να κάνουµε αργά, να “βουτήξει” το καΐκι, να ανεβάσουµε µετά στροφές για να βγούµε πάνω… Τεράστια ταλαιπωρία, µεγάλη δυσκολία, µεγάλος αγώνας που µόνο ένας ψαράς µπορεί να αντιληφθεί», είναι τα λόγια του κ. Κωλέττη.
Και φυσικά δεν µπορούσε να ξεχάσει και ένα ναυάγιο στην Κάσο πριν µερικά χρόνια. «Πέσαµε και τότε σε µεγάλη κακοκαιρία, όχι µακριά ευτυχώς από το λιµάνι της Κάσου. ∆εν άντεξε το σκάφος ναυάγησε, δεν είχαµε τότε ραντάρ και το χάσαµε το σκάφος, προλάβαµε και µπήκαµε σε µια σωσίβια λέµβο και βγήκαµε στο νησί. Φεύγοντας έδεσε ένα σκοινί στο σηµείο που βούλιαξε το σκάφος και την εποµένη γυρίσαµε µε τη βοήθεια και άλλων ψαράδων. ∆εν ήταν µακριά από την ακτή, το δέσαµε στα άλλα καΐκια το τραβήξαµε σιγά-σιγά φτάσαµε µέχρι το λιµάνι. Τότε έφτιαχναν την Κάσο το αεροδρόµιο και υπήρχαν συνεργεία και µηχανήµατα. Το σήκωσαν φορτωτές, το µπαλώσαµε και καταφέραµε και το επαναφέραµε. Το είχαν γράψει τότε οι τοπικές εφηµερίδες… Αξέχαστες ιστορίες», καταλήγει ο συνοµιλητής µας.