Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Χανιώτικες ιστορίες – Πρωτοχρονιά στο Κάτω Κουμ Καπί

Χαλούσαν το σπίτι του Αγγελάκη του έμπορα που τριγύριζε την πραμάτεια του μ’ ένα μακρύ αυτοκίνητο που ‘μοιαζε μ’ εκείνη τη μαύρη νεκροφόρα στα Κεράδικα. Θα έχτιζαν την πρώτη πολυκατοικία σ’ όλη την περιφέρεια του Κάτω Κουμ Καπί.

Θα ‘χε μεγάλα υπόγεια και πολλά διαμερίσματα κι από την ταράτσα θα μπορούσες να βλέπεις από τη μια άκρα της πολιτείας ίσαμε την άλλη. Όσοι θα έμεναν εκεί, δε θα χρειαζόταν να ανεβαίνουνε ούτε στην τάπια ούτε στον Κασαμπανέ… Ετσι έλεγαν οι εργάτες, που από το ξημέρωμα είχανε πιάσει δουλειά και γκρέμιζαν. Οταν ξεκίνησα για το σχολειό, είχανε κατεβάσει σχεδόν ολόκληρη τη σκεπή. Τα κεραμίδια ήτανε σωριασμένα στο πεζοδρόμιο του Σπερελάκη. Άλλοι εργάτες έβγαζαν τα πορτοπαράθυρα κι άλλοι με μεγάλες σκαλίδες, έριχναν τα ντουβάρια. Το νερό που έριχνε με το λάστιχο η κερά Αργυρώ η Λαμπράκαινα, η νοικάρα των Μοτάκηδων, δεν έφτανε για να συγκρατήσει τις σκόνες που έφταναν πέρα από το μπακάλικο του κυρ Μήτσου Τερεζάκη και ίσαμε του Μανωλάκη, στα στενά σκαλάκια να μη πω πως έφταναν…

Όλα τα γειτονάκια, στα διαλείμματα, κουβεντιάζαμε για την πολυκατοικία που θα έχτιζαν στο σπίτι του Αγγελάκη. Μερικά παιδιά, σαν κατεχάρηδες μηχανικοί, κάναμε και σχέδια πως έπρεπε να είναι η πολυκατοικία που να μας αρέσει…

-Θα έχει καλές κρυψώνες όσο θα ‘ναι γιαπί. Είπα μια μέρα στους φίλους μου Γιώργο και Στέλιο Παυλουδάκη.

-Και τι σε νοιάζει εσένα ρε; Μου απάντησε. Αφού εμείς παίζουμε μαζί στην αυλή μας που είναι μεγάλη και κρυβόμαστε σε όλες τις αυλές ίσαμε τη χωράφα του Σοϊλέ… Γιατί να πηγαίνουμε στο γιαπί του Αγγελάκη;

Ήταν ο καημός μας να βρίσκουμε μέρη να κρυβόμαστε, μιας κι από τα σπίτια μας δεν μας άφηναν να βγαίνουμε από τα όρια της γειτονιάς. Περισσότερο παίζαμε στην παραλία τα καλοκαίρια, στα Ανατολικά Χεντέκια*, όταν έλειπε ο Τραχανατζής, αν και από ‘κεί μας έδιωχνε και η Μανταλένα και ο Γιωργάκης που έμεναν σε τρύπες που είχαν σκάψει μέσα στο Βενετσιάνικο Τείχος, αλλά και έξω από το Πορτακαλάδικο του Παυλαντωνέα που ήτανε κάτω από την ταβέρνα του Πέτρου του Ξενάκη, προς το ζαχαροπλαστείο του Κόνιαλη. Εκεί τρώγαμε και τζάμπα πορτακάλια που τα πήγαιναν για χυμοποίηση.

Όταν σχολνούσαμε, τρέχαμε να δούμε τα χαλάσματα. Την τρίτη μέρα, αρχίσανε να ανοίγουνε τα θεμέλια. Έξι βαθιές τρύπες και μεγάλοι σωροί από αμμούτσα ανακατεμένη με κοκκινόχωμα.

-Να πάεις στου κυρ Μήτσου να μου φέρεις μερικά κρομμύδια να βάλω στο φαγητό. Είπε η μάνα μου.

Έτρεξα με χαρά, όχι για πάω στο μπακάλικο που ήτανε κάτω από το σπίτι των Δασαλάκηδων, πλάι στα φαρδιά σκαλάκια, μα για να δω πότε, επί τέλους, θα σηκωθεί η πολυκατοικία του Αγγελάκη… Πλησίασα, ανέβηκα απάνω στον πιο μεγάλο σωρό από χώματα και παρατηρούσα το βάθος που είχαν οι λάκκοι για να στήσουνε τα θεμέλια. Παρατήρησα και αίμα. Πολύ αίμα μέσα σ’ ένα από δαύτους «Θα σφάξανε τον κούκλη* για το γούρι» σκέφτηκα. Εκείνα τα χρόνια, όσοι έκτιζαν σπίτια, έσφαζαν ένα πετεινό πριν ρίξουν τα θεμέλια, για να ξορκίσει τα κακά και να φέρει τύχη στους ιδιοκτήτες.

Έκανα να κατεβώ αργά και προσεκτικά για να μη τσουρίσω μέσα σε καμιά από τις λακκούβες και μετά ποιος θα την άκουγε τη μάνα μου, άσε που θα έτρωγα το ξύλο της χρονιάς μου με την πλαστική παντόφλα που τσιβίδιζε* κιόλας, και ξαφνικά, σε μια γωνιά, είδα ένα κουρδιστό καφέ αλογάκι. Θα ‘ταν απομεινάρικο από τα πολλά παιχνίδια του Αντώνη, του γιού των Αγγελάκηδων.

Πήγα κοντά και ώρα πολλή το κοίταζα. Το ρέχτηκα πολύ αυτό το αλογάκι. Το πήρα στα χέρια μου. Το κρατούσα απαλά να μη το χαλάσω. Είχε και κλειδάκι που κουρδίζει. Διστακτικά του έδωσα μια στροφή, κι εκείνο πέταξε τα πόδια του μπροστά. Μου φάνηκε πως χλιμίντρισε… Δίχως να το πολυσκεφτώ, το έχωσα κάτω από το μπουφάν μου κι έτρεξα στο σπίτι μας. Η μάνα μου δεν πήρε χαμπάρι για το κουρδιστό καφέ αλογάκι. Δεν της είπα τίποτα.

Ήτανε Σάββατο μεσημέρι. Δεν είχα διάβασμα. Μα και πάλι, σε κάθε περίπτωση, τι ήταν πιο σημαντικό; Το αλογάκι ή το βιβλίο και τα μαθήματα που θα έπρεπε να μάθω καλά μιας και η κυρά Μάρθα η Καρδαμάκη ήτανε φιλενάδα της μάνας μου και θα με μαρτυρούσε αν δεν ήξερα να ξεχωρίζω τα φωνήεντα από τα σύμφωνα; Όχι. Πιο σπουδαίο από τα μαθήματα ήτανε το αλογάκι. Ένα παιχνίδι που πάντοτε ήθελα αλλά ποτέ δεν το είχα δικό μου. Όμως, γιατί το κρύβω; Σκέφτηκα. Δεν το έκλεψα. Το βρήκα στα χώματα του Αγγελάκη, προς το πεζοδρόμιο του Καραπάνου. Αν δεν το έπαιρνα εγώ, κάποιο άλλο παιδάκι δεν θα το άφηνε. Κι αν δεν το έπαιρνε, θα το ξανά έχωναν μαζί με τα χώματα, πάλι μέσα στα θεμέλια. Καλά έκανα και το πήρα. Εμ τι! Να μου το αρπάξει κάποιο άλλο γειτονάκι; Να έχει το αλογάκι που πρώτος είδα εγώ να το κρατά εκείνο το παιδί; Δεν θα ήταν δίκαιο! Και αφού δεν το έκλεψα, το έβγαλα στο σοκάκι μας, και έπαιζα περιχαρής στο πεζοδρόμιο, έξω από την πόρτα μας. Μόλις το αντίκρισε η μάνα μου ρώτησε:

-Τίνος είναι το παιχνίδι;

-Το βρήκα στα χώματα του Αγγελάκη. Δεν το έκλεψα. Της απάντησα.

Δεν την είδα να της καλοφαίνεται. Άρχισε την ανάκριση… Δεν είναι δικό σου άρα δεν σου ανήκει, να λέει εκείνη. Το βρήκα πεταμένο και είναι δικό μου, να λέω εγώ. Να το γυρίσεις στο σημείο που το βρήκες να επιμένει η μάνα μου. Δεν το πάω να φωνάζω πιο δυνατά για να επιβληθώ, ώσπου νεύριασε, άρπαξε το παιχνίδι με το αριστερό χέρι, και το αφτί μου με το δεξί και πήγαμε στο σημείο που ήταν τα χώματα. Τραβούσε τ’ αυτί μου δυνατά, και με πονούσε πολύ. Μα πιο πολύ από το αφτί με πονούσε το άδικο. «Αφού δεν το έκλεψα. Αφού το παραιτήσανε, γιατί να με βάλει να το γυρίσω; Που θα το βρει ο Αντώνης του Αγγελάκη να το πάρει αφού αλλάξανε σπίτι;…»

Πάνω από μήνας πέρασε μα ο καημός μου για το κουρδιστό καφέ αλογάκι δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Τσακωνόμουνα με τη μάνα μου σχεδόν καθημερινά. Της έλεγα πως είναι άδικη. Πως αν ήταν δίκαιη, εγώ, τώρα που θα έκλειναν τα σχολειά για τα Χριστούγεννα, θα είχα ένα παιχνίδι να παίζω. Κι άλλα έλεγα. Έκλαιγα κιόλας όποτε το σκεπτόμουνα. Έκανα μάλιστα και απεργία πείνας. Όμως, για μιαν ημέρα, κι όχι ολόκληρη, αφού το απόγευμα πήγα στο σπίτι της Μαρίας της Μαρκουλάκαινας, κι έφαγα ένα τηγανίτη* που με κέρασε. Δεν άντεξα παραπάνω. Κακό πράμα η απεργία πείνας…

Οι μέρες περνούσαν. Έφταναν οι γιορτές των Χριστουγέννων, έφτανε και η πρωτοχρονιά, καληώρα. Ήταν οι μέρες που η μάνα μου είχε πάρει το δώρο από την Τράπεζα Ελλάδος που δούλευε και με ρώτησε τι θα ήθελα να μου φέρει ο Άγιος Βασίλης. Ακόμα, όμως, θυμόμουνα την αδικία που μου έκανε με το κουρδιστό καφέ αλογάκι και της απάντησα:

-Αν υπάρχει και είναι άγιος ο Αγιοβασίλης, ξέρει ο ίδιος τι θέλω να μου φέρει.

Και ο Άγιος Βασίλης που δεν έχει μια παραδιά να βγάζει λεφτά να αγοράζει δώρα, δεν ήξερε τι να μου φέρει.

Όμως η μάνα μου, η συχωρεμένη η κυρά Μαρία, μου αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια από το μαγαζί του Ραπανάκια στα Πεταλάδικα!

Χρόνια πολλά στα παιδιά όλου του κόσμου!

 

* Ο Ευ. Λεκάκης είναι Συγγραφέας, νομικός, ιστορικός ερευνητής

Λεξιλόγιο

Χεντέκια τα = ουσ. το χαντάκι, η τάφρος (Τουρκική λέξη hendek < Αραβική λέξη حلال (Ελληνική λέξη αντιδάνειο χάνδαξ)

Κούκλης ο = ουσ. ο πετεινός (< από το ουσιαστικό κούκλα/κούκλος < Λατινική λέξη cuculla)

Τσιβιδίζω = ρήμα, τσούζω, τσούξιμο ο λεπτός πόνος (Τουρκική λέξη Çivi – καρφί)

Τηγανίτα = επίπεδο, στρογγυλό και λεπτό σε πάχος έδεσμα που παρασκευάζεται με ένα είδος χυλού φτιαγμένο κυρίως από αλεύρι και νερό. Στον χυλό της τηγανίτας μπορούν επίσης να προστεθούν αυγά, γάλα και βούτυρο

Πεταλάδικα = Σημερινή οδός Τσουδερών


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. Πάρα πολύ όμορφη και συνάμα συγκινητική ιστορία!!!!
    Νομίζω, θα άξιζε τον κόπο να αναγνωστεί και στα σχολεία στα πλάίσια του μαθήματος των Νέων
    Ελληνικών!!!!!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα