«…Και δαίμονας και άγγελος, έτσι γεννιέσαι,
να είσαι άνθρωπος το μαθαίνεις»
[Ελένη Βακαλό (1921-2001), “Του Κόσμου”, Αθήνα, 1971, σελ. 147)
Η ΟΓΔΟΗ του Μάρτη κάθε χρόνου θυμίζει την «Όγδοη Μέρα» του Θεού! Τη μέρα, δηλαδή, που, αφού ο Δημιουργός έπλασε τη γυναίκα και την τοποθέτησε ισότιμα δίπλα στον άνδρα -πανέμορφη για να τον γοητεύει και αδύναμη για να την προστατεύει- είπε να ξεκουραστεί!
ΜΟΝΟ που, για τη γυναίκα δεν υπάρχει… όγδοη μέρα στη ζωή της. Ίσως να υπάρχουν μερικά βράδια ξεκούρασης. Που όμως, αντί να αναπαύεται, πλένει, σιδερώνει, μαγειρεύει, καθαρίζει, κεντάει, πλέκει, ”διαβάζει” τα παιδιά της, γράφει. Ό,τι φτιάχνει η γυναίκα είναι “ποίημα” ζωής…
ΥΠΑΡΧΕΙ ένα παράδοξο στην Ελλάδα: πολλές γυναίκες που ασχολούνται με το γραπτό λόγο “αρνούνται” την ύπαρξη “γυναικείας” γραφής! Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη γυναικεία ποίηση, υπάρχει από πλευράς ανδρών μια υποτίμηση! Κατά την άποψή μας, αυτό οφείλεται στο ότι η δομή των ανθρώπινων κοινωνιών είναι “υποστηρικτική” του ισχυρού φύλου. Παντού. Ακόμη και η γλώσσα, το ύψιστο μέσο επικοινωνίας, αρρενοκρατείται.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ γραφή, κατά τη γνώμη μας, διαφοροποιείται από την αντρική, στο ότι εκφράζει περισσότερο συλλογικές εμπειρίες. Μέσω αυτών αναδεικνύεται συχνά μια “εσωτερική΅ ή “εξωτερική” συναισθηματική καταπίεση ή προβάλλεται η έλλειψη των δικαιωμάτων της γυναίκας. Αυτό συμβαίνει αιώνες τώρα, αφού η χειραφέτηση της γυναίκας, κι όταν ακόμη δεν είναι θέμα νόμων, μένει όνειρο: νοοτροπίες και στερεότυπα δεν αλλάζουν.
…Η ΠΟΙΗΣΗ εμπνέει το ίδιο άντρες και γυναίκες, όμως η “πρόσληψή” της γίνεται διαφορετικά στα δυο φύλα… Η γυναίκα ανέκαθεν βρίσκεται πιο κοντά στη φύση των πραγμάτων. Έτσι, οι ομορφιές και τα στοιχεία της φύσης (φυσιολατρεία), η απτή πραγματικότητα (ρεαλισμός), ο χώρος και οι μορφές του (μνήμη), οι απλές και δυνατές συγκινήσεις (συναισθήματα) κ.λπ., αποτελούν βασικά θέματα στη γυναικεία ποίηση. Αποτελούν τους μυστικούς κρίκους αέναων μετασχηματισμών της ζωής. Μα, η ίδια η γυναίκα δεν είναι πλασμένη για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους;
ΓΡΑΦΕΙ η Βικτωρία:
«Αφού είμαι γεννημένη απ’ την πλευρά του
του μοιάζω -με βήμα ριγηλό κι εγώ
στο τέλος μου πηγαίνω.
Ομοίως η Δήμητρα μ’ έχει ευλογήσει
γιατί συντήρησα το στάρι
κι όπως η γη ανανεώνομαι κι ελπίζω
στον κύκλο της Ταφής και Βλάστησης
και κάπου στα σιωπηλά βάθη μιας Βαϊκάλης
μέσα στ’ αδιαπέραστα πέδιλα των πάγων
τον παλμό διαισθάνομαι μιας απαρχής
και μιας ισορροπίας
που η Φύσις επιτάσσει.
Γιατί σ’ αυτήν ανήκει -παρά την έπαρσή μου-
η τελευταία λέξη η τελευταία πράξη» (1)
Η ΖΩΗ του καθενός μας είναι ένα σύνολο από σπασμένες εικόνες, “ατάκτως ερριμμένες” στην άβυσσο της μνήμης. Σε κάθε λύπη, όπως λέει η Ελένη, αναδύονται από τα έγκατα του υποσυνείδητού μας μορφές που προστίθενται σ’ ένα παζλ που, όμως, ποτέ δεν ολοκληρώνεται:
«Ετσι γίνεται/ με τις λύπες
Καμιά φορά/ κοιτάζεις το τζάμι
και βλέπεις είδωλα παλιά/ του εαυτού σου.
Τη μητέρα/ στη δεκαετία του ’60
με το ταγέρ της/ να περπατά/στο πεζοδρόμιο
τη θεία Ελληνίκη/ με τον βυθό στα μάτια
τον πατέρα/ με το γκρίζο κοστούμι/ να πετά σε μια πεδιάδα.
Τον Γιάννη/ να μαζεύει/ τη βρεγμένη άμμο
και να φτιάχνει/ πύργους
χάρτινους» (2)
Η ΜΟΝΑΞΙΑ πάλι, από την οποία οι γυναίκες ως περισσότερο συναισθηματικές πλήττονται τακτικότερα, παρομοιάζεται, από την Αγγελική, με ένα “μαύρο πουλί” που έρχεται και φτεροκοπά στην αυλή μας μεταμορφώνοντας τα πάντα:
«Η μοναξιά/ χτυπάει το φτερό.
Μικραίνει ο κόσμος,/ χανεται ο χρόνος.
Ο ήλιος ανεβαίνει/ πάνω απ’ τη γη
κουβαλάει τα χτεσινά/ πουκάμισα από αίμα
και η σιωπή απ’ τις/ ζωές που σβήσανε» (3)
ΟΣΟ για την τραγική έλλειψη της ανθρώπινης ζωντανής επαφής που στην εποχή της τεχνολογίας και των Wi-Fi, λιγοστεύει, να πως ευφυώς η Στέλλα την εικονοποιεί:
«Για να μη μάθεις ν΄αγκαλιάζεις/ γεμίσανε την κούνια σου παιχνίδια,
μετά τηλεκοντρόλ,/ κομπιούτερ στο γραφείο,
στο σούπερ-μάρκετ/ χαϊδεύεις φτηνές συσκευές.
Εύκολα/ που γαντζώνονται
τα χέρια σε κάθε απόληξη/ του περιττού!
Για να μη μάθεις ν’ αγκαλιάζεις,
βάλαν στα χέρια σου/ δερμάτινα τιμόνια,
γεμίσανε κουμπιά τις συσκευές,
τα καλοκαίρια ιστιοσανίδες,
ηλεκτρικές κουβέρτες, το χειμώνα.
Η σάρκα στέγνωνε σιγά-σιγά
φαγώθηκαν οι ιστοί, τα δάχτυλα…
Κοιτάς ένα πρωί/ κι απ’ τους ώμους κρέμονται
καλώδια γυμνά.
Και σταματάς/ ν’ αναρωτιέσαι πια
γιατί κανείς/ δε σ’ αγκαλιάζει…» (4)
Η ΒΙΚΤΩΡΙΑ, η Ελένη, η Αγγελική και η Στέλλα είναι 4 Χανιώτισσες ποιήτριες. Η επιλογή τους έγινε χωρίς αξιολόγηση, αυθαίρετα και τυχαία. Γράφουν θαυμάσια και δυνατά ποιήματα, με πανανθρώπινη θεματολογία. Οι μέρες αυτές τους ανήκουν, όπως ανήκουν και σε κάθε γυναίκα…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Βικτωρία Θεοδώρου, “Μειλίγματα”, Διάττων, σελ. 41, Αθήνα, 1990
-(2) Ελένη Μαρινάκη, “Εδώ στο Λίγο”, σελ. 27, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2007
-(3) Αγγελική Ροσμαράκη, α’ βραβείο, 2ος διαγωνισμός 1996-1997, “Ανθολογία Βραβευμένων Ποιητών”, “Κούρος Ευρωπού”, “Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας-Τέχνη” Κιλκίς, Κιλκίς 2012, σελ.32
-(4) ό. π. Στέλλα Γιανναράκη, 15ος Διαγωνισμός, “Κούρος Ευρωπού”, 2009-2010, “Γυμνά Καλώδια”, σελ. 147-148