Με ψυχραιμία, αίσθημα ευθύνης και με βασικό εφόδιο την εκπαίδευσή τους, πρόσκοποι κατάφεραν να απομακρύνουν παιδιά από τις κατασκηνώσεις στο Μάτι το απόγευμα της 23ης Ιουλίου.
Aνάμεσά τους και ένας Χανιώτης βαθμοφόρος των προσκόπων ο Νίκος Βόρδος που έζησε από κοντά τις προσπάθειες για τη σωτήρια απομάκρυνση των παιδιών από τις περιοχές που απειλούσε η φωτιά!
Ο νεαρός που σπουδάζει Πολιτικός Μηχανικός ήταν ανάμεσα στα στελέχη των προσκόπων που σε χρόνο μηδέν αποφάσισαν να εκκενώσουν τον χώρο της κατασκήνωσης και να οδηγήσουν τα 35 παιδιά σε ασφαλή χώρο!
Άνθρωπος σεμνός και χαμηλών τόνων ο Νίκος δέχθηκε να μιλήσει στα “Χ.ν.” για όλα όσα έζησε εκείνο το απόγευμα στο Μάτι.
«Πιστεύω ότι τα καταφέραμε γιατί τα παιδιά -τα “λυκόπουλα” όπως τα λέμε- έχουν μάθει από την εκπαίδευσή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς να είναι πειθαρχημένα, να λειτουργούν ψύχραιμα και παράλληλα να μας ακούν γιατί μας εμπιστεύονται», λέει ο Νίκος.
Η κατασκήνωση των προσκόπων ξεκίνησε την Κυριακή 22 Ιουλίου στον χώρο του “Οίκου του Ναύτη” στο Μάτι Αττικής.
ΚΑΠΝΟΙ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
«Τη Δευτέρα 23 Ιουλίου, φυσούσε πολύ έντονος αέρας, έβλεπες τις πευκοβελόνες να πέφτουν σαν βροχή. Aπό μακριά βλέπαμε αχνό, άσπρο καπνό και καταλαβαίναμε πως όχι και τόσο μακριά έχει ξεσπάσει φωτιά. Tα παιδιά του Δημοτικού -τα λυκόπουλα- ετοιμάζονταν για να πάνε στην παραλία και τα παιδιά του Γυμνασίου είχαν μόλις γυρίσει από εκεί όταν βλέπαμε τα ελικόπτερα να περνάνε πάνω από τα κεφάλια μας και να πηγαίνουν να σβήσουν τη φωτιά. Όσο περνούσαν τα λεπτά ο καπνός πύκνωνε πάρα πολύ και γινόταν κατάμαυρος. Επειδή κάθε φορά που πηγαίνουμε κατασκήνωση ενημερώνουμε την τοπική Αστυνομία και την Πυροσβεστική περιμέναμε κάποια ειδοποίηση που να μας λέει τι να κάνουμε, αν πρέπει να φύγουμε ή να μείνουμε. Όσο ήμασταν στην αναμονή είχαμε πει στα παιδιά να φορέσουν μακριά ρούχα και κλειστά παπούτσια, να πάρουν νερό, να έχουν μαζί τους μια πετσέτα. Περιμέναμε λοιπόν μια ειδοποίηση αλλά… μάταια. Γύρω στις 6, αν θυμάμαι καλά, αποφασίζουμε πως πρέπει να φύγουμε γιατί οι καπνοί πλησιάζουν πολύ, περνάνε από πάνω μας. Η αρχηγός της αγέλης που έχει και την τελική απόφαση είπε δεν μπορούμε να περιμένουμε να μας ειδοποιήσουν, πρέπει να φύγουμε», θυμάται ο Νίκος, που μαζί με άλλα δύο άτομα έμειναν στην κατασκήνωσή τους για να απομακρύνουν μπουκάλες γκαζιού που χρησιμοποιούσαν οι πρόσκοποι για το μαγείρεμα.
ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Φεύγοντας από την κατασκήνωση οι πρόσκοποι κινούνται προς το παραλιακό μέτωπο στο Μάτι.
«Βγήκαμε στη λεωφόρο Ποσειδώνος (παράλληλα της θάλασσας) όπου τα αυτοκίνητα ήταν σταματημένα. Ορισμένοι οδηγοί που κινούνταν προς τα νότια (σ.σ. προς Ραφήνα) καταλάβαιναν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν και έκαναν αναστροφή και γύριζαν πίσω. Στα δεξιά της Ποσειδώνος υπάρχει ένα μικρό, στενό δρομάκι, μια κατηφόρα από την οποία κατεβαίνεις στη θάλασσα. Στην περιοχή υπάρχουν γκρεμοί και δεν είναι εύκολη η πρόσβαση στη θάλασσα. Εμείς ξέραμε το μονοπάτι αυτό γιατί πηγαίναμε από αυτό στη θάλασσα για μπάνιο. Αν δεν ξέρεις την περιοχή δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να το βρεις. Φτάνοντας στην παραλία είδαμε ότι από πάνω μας ακριβώς ήταν πάρα πολλά δέντρα κάτι που σήμαινε πως αν η φωτιά έφτανε στο σημείο αυτό θα μας “πλάκωναν” οι καπνοί, θα παθαίναμε ασφυξία. Καπνοί που ήταν απίστευτα πυκνοί και κατάμαυροι. Φεύγουμε λοιπόν από εκεί, μπαίνουμε πάλι στην Ποσειδώνος που σε αυτό το σημείο γυρίζει προς τα πίσω, από όπου ερχόταν η φωτιά και ακολουθήσαμε ένα δρόμο προς τα δεξιά μας, που οδηγούσε στις στρατιωτικές κατασκηνώσεις στον Άγιο Ανδρέα. Εκεί συναντήσαμε και τον υπόλοιπο κόσμο από τις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων», αφηγείται ο Νίκος.
Τον ρωτάμε για τη στάση των παιδιών και τη δυσκολία του να διαχειριστείς ανήλικους, παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου τα περισσότερα. «Είμαστε τυχεροί γιατί τα παιδιά είναι πειθαρχημένα, έχουν μάθει να ακολουθούν τις οδηγίες, να μην πανικοβάλλονται. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα φύγαμε από τον χώρο της κατασκήνωσης και δεν μας έφτασε η φωτιά που την κατέστρεψε. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα παιδιά δεν ήταν φοβισμένα, κάποια είχαν συνειδητοποιήσει ότι κάτι γίνεται, κάποια άλλα πιθανόν να ανησυχούσαν ότι θα τελειώσει η κατασκήνωση. Στον Αγ. Ανδρέα αρχίσαμε να παίζουμε παιγνίδια, να λέμε τραγούδια για να ξεχαστούν για λίγο. Κάποια στιγμή έριξε και χοντρές ψιχάλες και αυτό βοήθησε και την ψυχολογική μας κατάσταση. Οι γονείς την ίδια ώρα αγωνιούσαν όπως είναι φυσικό και τηλεφωνούσαν. Τους ησυχάζαμε, τους λέγαμε ότι είμαστε σε μια παραλία και όλα είναι καλά. Στις 12 τη νύχτα με λεωφορεία που έβαλε ο Δήμος Αθηναίων μας πήραν από τον Άγιο Ανδρέα. Φτάνοντας στην Αθήνα οι γονείς που ήλθαν να πάρουν τα παιδιά τους μας έλεγαν ότι “ξέραμε ότι θα τα καταφέρατε” γιατί έβλεπαν ότι τα παιδιά τους μας εμπιστεύονται και μας αγαπούν».
Ρωτάμε τον Νίκο για το αν είχαν καταλάβει ότι υπήρχαν θύματα και άνθρωποι που δεν τα είχαν καταφέρει. «Όταν ήμασταν στην παραλία στον Αγ. Ανδρέα όχι, ακούγαμε τις σειρήνες, βλέπαμε κάποια σκάφη στη θάλασσα αλλά δεν ξέραμε ότι υπήρχαν θύματα», απαντάει.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΩΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
Η εμπειρία της πυρκαγιάς και των συνεπειών της δεν τελείωσε εκεί για τον Νίκο. Ως μέλος των Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού, αυτή τη φορά, βρέθηκε από την επομένη στις περιοχές πο επλήγησαν από τις πυρκαγιές για να προσφέρει και εκεί ό,τι μπορεί. «Την επομένη, την Τρίτη πήγα μαζί με άλλους Σαμαρείτες στην Κινέτα για το μοίρασμα βοήθειας, την Τετάρτη στη Ραφήνα όπου ο Ε.Σ. συγκέντρωνε ανθρωπιστική βοήθεια, τρόφιμα και φάρμακα. Εθελοντές έδιναν πρώτες βοήθειες και από την Πέμπτη το βράδυ συμμετείχα σε έρευνες σε σπίτια και άλλα σημεία που είχαν ελεγχθεί από την Πυροσβεστική και την Αστυνομία, ήθελαν όμως να γίνει ένας επανέλεγχος», σημειώνει.
Αυτό που κρατάει περισσότερο από την εμπειρία αυτή ο συνομιλητής μας είναι η αλληλεγγύη.
«Ήταν απίστευτη η ανταπόκριση του κόσμου! Από την πρώτη μέρα η προσφορά σε τρόφιμα, φάρμακα ήταν τόσο μεγάλη που λέγαμε πηγαίνετέ τα κάπου αλλού που να χρειάζονται περισσότερο! Τεράστια και η προσφορά σε αίμα. Ήταν συγκινητική η ανταπόκριση και αυτό δεν ξέρω αν έχει αναδειχθεί προς τα έξω! Ήταν πολύ όμορφο και αισιόδοξο. Αυτό που τώρα έχει σημασία είναι όταν πέσουν τα φώτα της δημοσιότητας, να μη σταματήσει η παροχή βοήθειας και η στήριξη γιατί οι ανάγκες τότε θα είναι επίσης μεγάλες», καταλήγει.