Πνεύµατα ανήσυχα, γυναίκες δυναµικές που θέλησαν να ξεφύγουν από την φτώχεια και τις µεγάλες δυσκολίες στην ύπαιθρο της Κρήτης της δεκαετίας του ’60, ταξίδεψαν στην άλλη άκρη του κόσµου και έφτιαξαν µια νέα ζωή. Υπολογίζεται ότι ήταν 267 οι Κρητικές που τότε µετανάστευσαν µόνες τους στη Νέα Ζηλανδία αναζητώντας κάτι καλύτερο.
Μέσα από µαρτυρίες 15 εξ’ αυτών των γυναικών (οι περισσότερες από τα Χανιά), σε ένα καταπληκτικό πρόγραµµα προφορικής ιστορίας που χρηµατοδοτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισµού της Νέας Ζηλανδίας αναδεικνύεται ένας ανεκτίµητος πλούτος της σύγχρονης ιστορίας της Κρήτης αλλά και της χώρας των Kiwi και των Μαορί.
«Γιατί να ενδιαφέρει το Υπουργείο Πολιτισµού της Νέας Ζηλανδίας η καταγραφή των µαρτυριών των µεταναστριών της δεκαετίας του ’60;», είναι το ερώτηµα µας στην πανεπιστηµιακό και ερευνήτρια Ευαγγελία Παπουτσάκη, “ιθύνοντα νου” της προσπάθειας.
«Ήθελαν να καταγραφούν οι προφορικές ιστορίες των γυναικών αυτών ώστε να παραµείνουν στα αρχεία της Έθνικής Βιβλιοθήκης της Νέας Ζηλανδίας γιατί οι γυναίκες αυτές µετανάστευσαν µόνες τους, αναζητώντας µια καλύτερη ζωή», µας απαντάει. Οι συνεντεύξεις ξεκίνησαν το 2010 και έγιναν µε ήχο, κάµερα σε Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία, Κρήτη και βρίσκονται αναρτηµένες στην ιστοσελίδα https://cretannzwomen.nz/.
Ο λόγος που οι γυναίκες αυτές βρέθηκαν στη Νέα Ζηλανδία λέει η κα Παπουτσάκη έχει να κάνει µε τη σύνδεση των δύο νησιών λόγω της Μάχης της Κρήτης. «Οι Νεοζηλανδοί πολέµησαν ειδικά στα Χανιά και όταν επέστρεψαν στη Νέα Ζηλανδία θέλησαν να βοηθήσουν τους κατοίκους του νησιού που τους είχαν στηρίξει. Ένας Μαορί που είχε λαβωθεί και τον είχαν περιθάλψει σε ένα Κρητικό σπίτι ερωτεύτηκε την κοπελιά της οικογένειας, την παντρεύτηκε και την έφερε στη Νέα Ζηλανδία. Οι υπόλοιποι σκέφτηκαν ότι υπήρχαν πολλές φτωχές οικογένειες, είχαν κορίτσια και µπορούσαν να τα στείλουν στη Νέα Ζηλανδία για µια καλύτερη ζωή καθώς εκείνη την εποχή υπήρχε ένα ισχυρό µεταναστευτικό ρεύµα, αφού υπήρχε µεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια. Οι περισσότεροι µετανάστες έρχονταν από Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία, όµως ήθελαν και γυναίκες για να εργαστούν σε ξενοδοχεία και νοσοκοµεία κυρίως», αφηγείται η κα Παπουτσάκη.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Βλέποντας τα βίντεο µε τις µαρτυρίες, διαβάζοντας το γραπτό κείµενο εντυπωσιαζόµαστε από το πόσο ανοικτά µιλάνε οι γυναίκες αποκαλύπτοντας πολλές προσωπικές και ιδιαίτερες στιγµές. «Ήθελαν να µιλήσουν! ∆εν είχαν κάποιον ενδοιασµό, θα ήταν 2-3 αυτές που είπαν όχι», σχολιάζει η συνοµιλήτριά µας, ενώ στην παρατήρησή µας για το ότι οι γυναίκες εµφανίζονται πολύ ειλικρινείς µπροστά στην κάµερα επισηµαίνει ότι «η έρευνα της προφορικής ιστορίας έχει µια διαδικασία. Πρώτα έρχεσαι σε επαφή µε τους ανθρώπους που θέλεις, τους ενηµερώνεις τι κάνεις, τους εξηγείς ότι θα τους ρωτήσεις πολλά πράγµατα προσωπικά. Η πρώτη συνέντευξη είναι µόνο µε ήχο ώστε να µην έχουν τον “φόβο” της κάµερας που πολλές φορές λειτουργεί αποτρεπτικά. Έπειτα γίνεται η συνέντευξη και µε κάµερα…».
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΩΝ
Ποιο ήταν το προφίλ των γυναικών αυτών που την εποχή εκείνη έκαναν το µεγάλο ταξίδι; «Σίγουρα είχαν χαρακτήρα, είχαν προσωπικότητα σε σύγκριση µε κάποιες άλλες που δεν το τόλµησαν. Ήταν τροµερά εντυπωσιακές γυναίκες, ανήσυχα πνεύµατα, ήθελαν να ανακαλύψουν πράγµατα, να δουν τον κόσµο, δεν ήταν µόνο η φτώχεια το έναυσµα», απαντά η κα Παπουτσάκη και συνεχίζει: «Ήθελαν να φύγουν από το χωριό και την ύπαιθρο. Πολλές είπαν ψέµατα, έβαλαν άλλα µέλη της οικογένειας να υπογράψουν, απείλησαν ότι θα πεθάνουν αν δεν έφευγαν! Γιατί το 1960 ποια οικογένεια από ένα χωριό της Κρήτης θα άφηνε τη θυγατέρα της να πάει στην άλλη άκρη του κόσµου ασυνόδευτη; Κάποιες οικογένειες προσπάθησαν να επιφέρουν κάποιο έλεγχο βρίσκοντας και στέλνοντας και τον αρραβωνιαστικό της κοπέλας. Είχαµε µια περίπτωση κοριτσιού για παράδειγµα που του είπαν «πήγαινε αλλά θα σου στείλουµε και κάποιον από το χωριό να παντρευτείς». Σηµειωτέον ότι για να φέρουν άνδρα από την πατρίδα τους έπρεπε να πληρώσουν το εισιτήριο του µετ’ επιστροφής σε περίπτωση που “δεν ήταν καλό στοιχείο” για τη Νέα Ζηλανδία! Άλλες πάλι παντρεύτηκαν Νεοζηλανδούς ή µετανάστες από άλλες χώρες σπάζοντας τα δεσµά της παράδοσης. Για τις γυναίκες ήταν σκληρή η ζωή στα χωριά της Κρήτης. Οι συνθήκες εργασίας στα χωράφια ήταν ένα κίνητρο να φύγουν, να πάνε οπουδήποτε αλλού. Πηγαίνοντας χρόνια µετά να κάνουµε γυρίσµατα στα ορεινά χωριά τους, είδαµε πόσο δύσκολο είναι και σήµερα ακόµα να καλλιεργήσεις, πόσο µάλλον την εποχή εκείνη. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάµε πως η Ελλάδα είχε τεράστιες καταστροφές από τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο που δεν είχαν επουλωθεί τη δεκαετία του ’60.»
Όσο για το αν εντόπισε τον “νόστο” για επιστροφή στην Κρήτη σε κάποιες από τις γυναίκες αυτές, η κα Παπουτσάκη σηµειώνει πως πάντα µιλούσαν µε αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. «Κάποιες είχαν την επιθυµία να επιστρέψουν µε τις οικογένειες τους στην Κρήτη και το προσπάθησαν τη δεκαετία του ‘80. Αλλά ίσως είχαν ξεσυνηθίσει τη γραφειοκρατία, το “µέσον” και όλα αυτά που έβρισκαν εδώ. Μάλιστα µια που µετακόµισε στην Κρήτη και τα παιδιά της δεν µπόρεσαν να προσαρµοστούν, το είχε βάρος στη συνείδηση της».
Στις συνεντεύξεις παρατηρήσαµε ότι η συναισθηµατική φόρτιση για κάποιες γυναίκες ήταν έντονη. ∆άκρυσαν, έκλαψαν συγκινήθηκαν… «ίσως γιατί ήταν η πρώτη φορά που είχαν την ευκαιρία να αναλογιστούν τη ζωή τους. Η κάµερα σου δίνει το “δώρο” να δεις τον εαυτό σου να αντικατοπτρίζεται στην οθόνη και οι µνήµες πάντα συγκινούν». Ξεχωριστή η στιγµή που πολλές από αυτές για τις ανάγκες του προγράµµατος συναντήθηκαν µε τη Νεοζηλανδή δασκάλα που τις δίδαξε τη γλώσσα.
ΤΙ ΒΡΗΚΑΝ ΕΚΕΙ
Ιδιαίτερο κεφάλαιο στις διηγήσεις των γυναικών είναι τα όσα συνάντησαν στη νέα τους πατρίδα. «Για να µεταναστεύσεις στη Ν. Ζηλανδία έκανες τα χαρτιά σου στα Χανιά, σε πήγαιναν στη Μυτιλήνη ή στην Αθήνα σε δύο κέντρα εκπαίδευσης όπου µάθαιναν αγγλικά, πώς θα στρώνουν κρεβάτια, να χρησιµοποιούν πλυντήρια που τότε δεν υπήρχαν στην Ελλάδα γιατί ήθελε η Νέα Ζηλανδία γυναίκες για ξενοδοχεία ή Νοσοκοµεία. Στη συνέχεια ταξίδευαν µε αεροπλάνο και στο αεροδρόµιο τους περίµενε µια επιτροπή, τις έλεγχε και πήγαιναν σε συγκεκριµένο προορισµό και δουλειά. Υπήρχε ο περιορισµός ότι έπρεπε να δουλέψουν εκεί υποχρεωτικά για 1-2 χρόνια και στη συνέχεια µπορούσαν να µετακοµίσουν στην πόλη που ήθελαν. Οι περισσότερες είχαν πολύ καλές εµπειρίες. Υπήρχε και µια που στη συνέχεια έφυγε για την Αυστραλία και µας έλεγε ότι έκλαψε όταν µπήκε στο αεροπλάνο και έκτοτε δεν σταµάτησε.
Έζησε αποµόνωση και αποξένωση, στις µεγάλες γειτονιές της Αυστραλίας αλλά τα παιδιά της γεννήθηκαν εκεί και παρέµεινε. Οι υπόλοιπες παρέµειναν στη Νέα Ζηλανδία έγιναν επιτυχηµένες επιχειρηµατίες ή εργαζόµενες σε διάφορες δουλειές και δεν ξεχνούσαν ποτέ τις ρίζες τους. Θυµάµαι µια που πάντα, κάθε φορά που µε έβλεπε µου έλεγε από µια µαντινάδα που έστηνε εκείνη τη στιγµή!».
ΟΜΑ∆ΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Σε µια από τις φωτογραφίες που µας έδειξε η κα Παπουτσάκη εµφανίζονται τρεις νύφες. «Ήταν ένας οµαδικός γάµος! ∆εν είχαν την οικονοµική δυνατότητα να κάνουν ξεχωριστά η κάθε µια το δικό της, γιατί είχαν πληρώσει και το εισιτήριο επιστροφής για τους γαµπρούς όπως προείπα και γιατί υπήρχε ο περιορισµός ότι θα έπρεπε να παντρευτούν µέσα σε 40 ηµέρες. Με πρωτοβουλία του συλλόγου των Νεοζηλανδών στρατιωτών που είχαν πολεµήσει στην Κρήτη νοικιάστηκε η αίθουσα, ετοιµάστηκαν τα φαγητά και όπως µου έλεγε µια από τις νύφες αυτές µετά την εκδήλωση έβγαλαν τα νυφικά τους και µάζεψαν τα τραπέζια. Ήταν δύσκολο και για τις γυναίκες αυτές να παντρευτούν ένα άνδρα µέσα σε 40 ηµέρες, µια µου έλεγε πως τη µέρα του γάµου κλειδώθηκε στην τουαλέτα από την αγωνία και το άγχος της».
Στόχος της ερευνητικής οµάδας είναι το υλικό που συγκεντρώθηκε να γίνει ντοκιµαντέρ, ενώ το περιεχόµενο της έρευνας έχει παρουσιαστεί στους απόγονους των Ελλήνων µεταναστών στη Νέα Ζηλανδία σκορπώντας ρίγη συγκίνησης.
Το υλικό και η οµάδα
Το υλικό είναι διαθέσιµο στην ιστοσελίδα https://cretannzwomen.nz/ και ένα µικρό βίντεο µπορείτε να δείτε στο https://www.youtube.com/watch?v=K76Aduf3bdU&t=15s.
Η οµάδα εργασίας πέρα από την κα Ευαγγελία Παπουτσάκη ήταν η κα Αθηνά Τσούλη (σκηνοθέτης) ο Χρήστος Μοντές στην παραγωγή, o Rewa Harre και η Pia Harre για την εικόνα και τον ήχο, οι Ηλίας Παυλίδης, Γεωργία Καλαντζή, και Λούσι Αναστασιάδου-Χοµπς για τις µεταφράσεις.
Μαρτυρίες
«Άκουσα ότι κάτι κοπέλες φεύγουνε για το εξωτερικό. Και λέω και εγώ να φύγω. Ο µπαµπάς µου αντέδρασε πάρα πολύ, δεν ήθελε να φύγω αλλά είχαµε έναν φίλο µας και του λέει “γιατί δεν την αφήνεις την κοπέλα να φύγει, µπορεί να βοηθήσει και τα άλλα σου τα παιδιά;” Και όντως έτσι έγινε. Τι να κάθοµαι να κάνω εδώ; Αφού ο µπαµπάς µου ήτανε φτωχός.
– Για να παντρευτούν έπρεπε να δώσουν προίκα;
«Οι κοπέλες για να παντρευτούν έπρεπε να δώσουν ή σπίτι ή χρήµατα. Εµείς είµαστε φτωχοί δεν είχαµε τίποτα.
– Και το ήξερες αυτό εσύ ότι δεν θα έχεις προίκα;
Βεβαίως αφού ήξερα ότι ο µπαµπάς µου δεν είχε να µας δώσει ούτε σπίτι ούτε λεφτά. Λέω και εγώ αφού είναι να φύγω, γιατί να µην φύγω;».
Κατερίνα Γαλανάκη Χωστή
«Μαζεύαµε ελιές και δουλεύαµε καθηµερινά. Έβρεχε όλη µέρα και είχαµε ένα σάκο για να καλύπτουµε τα κεφάλια µας καθώς µαζεύαµε ελιές. Πέρασε ένας άντρας και µας είπε: “Γιατί δουλεύετε στη δυνατή βροχή; Γιατί δεν φεύγετε να πάτε σε άλλη χώρα;”. Και µας έδωσε µια εφηµερίδα που είχε ένα άρθρο για τη µετανάστευση».
Αναστασία ∆εσποτάκη
«Μια µέρα η µητέρα µου µας κάλεσε όλους µαζί και καθίσαµε στο τραπέζι, το θυµάµαι καλά… και είπε “δεν µπορώ να σας εκπαιδεύσω όλους, τα αγόρια θα συνεχίσουν στο σχολείο και τα κορίτσια θα πρέπει να µάθουν ένα επάγγελµα (…) Ήλθε ο δάσκαλος σπίτι µας και λέει στη µάνα µου. Η Αλεξία είναι άριστη µαθήτρια και µπορώ να τη βάλω δωρεάν να σπουδάσει ό,τι θέλει. Αλλά όταν έφυγε ο δάσκαλος µου λέει η µάνα µου. “Όχι! θα πας στα χωράφια να µαζέψεις ελιές όπως οι άλλες”. Όταν µου το είπε νόµιζα ότι ζωή µου τελείωσε».
Αλεξία Πενταράκη
«∆εν είχαµε ρούχα, έπλεναν οι µητέρες µας τα ρούχα το βράδυ, στέγνωναν µέχρι το πρωί και τα βάζαµε για να πάµε στο σχολείο».
Χανιώτισσα µετανάστρια