Περιδιαβαίνοντας για χρόνια, κυρίως στην ύπαιθρο των Χανιών, που είναι και η ομορφότερη της γης, δεν μπορώ να εξηγήσω με ποια κριτήρια έχω καταχωρίσει ως άρχοντες στη σκέψη μου, ορισμένους παλαιούς ανθρώπους.
Προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω κι εγώ τα κριτήρια αυτά, διαπιστώνω πως σ’ αυτό μου τον συλλογισμό δεν παίζει ρόλο ούτε η κορμοστασιά, ούτε η λεβέντικη εμφάνιση, ούτε η καλή και φιλόξενη διάθεση, ούτε η απλή και ντόμπρα συνομιλία, ούτε λόγια και έργα των ανθρώπων αυτών. Ίσως όλα αυτά μαζί, αλλά σίγουρα κάτι πέρα απ’ αυτά, που δεν μπόρεσα τελικά να το προσδιορίσω, έχουν τεκμηριώσει για μένα την εικόνα του άρχοντα.
Και όσο μπορώ και βγαίνω στην ύπαιθρο του τόπου μας ακόμη, διαπιστώνω με αφάνταστη λύπη πως οι άρχοντες αυτοί χάνονται μαζί με την εποχή τους και ο τόπος αδειάζει από αρχοντιά.
Μη με παρεξηγήσουν οι νεότεροι, νομίζω, όμως, ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη λεβεντιά και την αρχοντιά.
Υπάρχουν και θα υπάρχουν νεότεροι λεβέντες, μπεσαλήδες, φιλόξενοι άνθρωποι τση Κρήτης γενικά, αλλά δεν γνωρίζω αν θα υπάρχουν άρχοντες.
Δυστυχώς όμως, μαζί μ’ αυτούς χάνονται και τα αρχοντικά τους, τα άψυχα κτήρια, χωριά ολόκληρα, που έπαιρναν ψυχή από την αρχοντιά τους, που ορθώνονταν από τα χαμηλά του κάμπου, μέχρι και τα πλέον ορεινά, στη ρίζα της Μαδάρας.
Με κάποιο πρόχειρο δρόμο ή πεζοπορώντας, φτάνεις σήμερα σε ερειπωμένους οικισμούς της Κρήτης, περπατάς στα έρημα σοκάκια τους, ανάμεσα από γκρεμισμένα μικρά ή μεγάλα κονάκια, αρχοντικά, αλιτριβιδειά, καφενέδες. Ψάχνεις μήπως και βρεθεί κάποιος ξεχασμένος άνθρωπος, κάποιο ίχνος ζωής, αλλά τίποτα.
Αν σκύψεις μέσα σ’ ένα χάλαρο ή τρυπώσεις σε κάποια ερείπια, θα “σφίξει” ακόμα πιο πολύ η καρδιά σου.
Καμάρες περίτεχνες, ονταδάκια, ανηφοράδες, καναπέδες ξύλινοι τετράμετροι και αργαλειοί σκεπασμένοι από τα ερείπια λες κάποιου ξαφνικού χαλασμού.
Μυλόπετρες, γλάστρες σπασμένες και τόσα άλλα. Ξεχνιέσαι κι ακούς τους χτύπους του αργαλειού, το γύρισμα της φάμπρικας, το τραγούδι του βοσκού, τη βραδινή κουβέντα στον καφενέ, το γκάρισμα του υποτακτικού, το κράξιμο του κούκλη.
Μα συνέρχεσαι κάποια στιγμή και μην μπορώντας άλλο, παίρνεις των αμαθιώ σου, να κατέβεις κάτω στον… πολιτισμό. Μερικά άσπρα “σπιτάκια” όμως, εκεί στο νεκροταφείο της μοναδικής εκκλησίας του άλλοτε χωριού, σου θυμίζουν πώς κάποιοι υπάρχουν ακόμη εδώ.
Οι τελευταίοι άνθρωποι που έζησαν εδώ ή οι άλλοι που πάντα νοσταλγούσαν αυτό τον τόπο, τον τόπο τους, και άφησαν την παραγγελιά στα κοντινά ή μακρινά ξένα όπου ζούσαν, να τους φέρουν εδώ. Να μείνουν αιώνια στον γαλήνιο και όμορφο τόπο που γεννήθηκαν για να κρατούν τα μετερίζια.
Τίποτα όμως, δεν μπορεί πια να αναστήσει τα ρημαγμένα χωριά, τα αρχοντικά τους και τους άρχοντες. Μόνο σε κάποια βιβλία και σε κάποιες φωτογραφίες θα τα διαβάζουν και θα τα βλέπουν οι επερχόμενοι, νομίζοντας ότι πρόκειται για κάποια πράγματα των παραμυθιών που δεν υπήρξαν ποτέ.