Τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα λειτουργούν ως παράλληλη πραγματικότητα στη ζωή του αναγνώστη, ένα καταφύγιο ημερών, εβδομάδων ή και μηνών ακόμα. Παράλληλη πραγματικότητα σε μια ολοένα επιταχυνόμενη καθημερινότητα, υπερπληθώρας ερεθισμάτων, κυριαρχίας του εφήμερου ή μάλλον ακριβέστερα του στιγμιαίου, με την πεποίθηση της έλλειψης χρόνου, του χρόνου που δεν υπάρχει και όχι του χρόνου που σπαταλιέται στη διασπαστική κυριαρχία της πληροφορίας, της επιφανειακής γνώσης επί παντός επιστητού, της ανάγκης ή της υποχρέωσης καλύτερα να μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή να έχει γνώμη για οτιδήποτε, άσχετα αν δεν τον ενδιαφέρει, άσχετα αν δεν το γνωρίζει παρά επιδερμικά μονάχα ή ως τελευταίος δέκτης ενός εξ αρχής χαλασμένου τηλεφώνου, της κατανάλωσης και της μανίας προσθήκης στη φαρέτρα ασχημάτιστων και εν τέλει άχρηστων βελών, και αυτού και εκείνου αλλά και του άλλου. Της ποσοτικής απεικόνισης των πάντων.
Και ξαφνικά ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα ξεφυλλίζεται μπροστά στα μάτια σου, απαιτεί τον χρόνο και την προσοχή σου, σε δέχεται στις σελίδες του και σε καλωσορίζει στην πραγματικότητά του, πραγματικότητα στην οποία αρχικά νιώθεις ξένος και ίσως την προσεγγίζεις με μια διάθεση ανυπομονησίας, πες αυτό που θες να πεις και τελείωνε, μην πλατειάζεις, δώσε μου γρήγορα αυτό που χρειάζομαι -αλήθεια τι είναι αυτό που χρειάζομαι;-, τελείωνε να πάμε παρακάτω, ωστόσο το πολυσέλιδο μυθιστόρημα στέκει ατάραχο, ενώ εσύ δεν διστάζεις να το αφήσεις με μια οποιαδήποτε αφορμή -τι ώρα έχει πάει, τι καιρό θα κάνει αύριο, πού να βρίσκεται εκείνη ή εκείνος, πόσα τικ έχουν βάλει στη λίστα εν τω μεταξύ οι άλλοι- και επανέρχεσαι κάνοντας βιαστικά και συνήθως λαθεμένα μαθηματικές πράξεις για το υπολειπόμενο της ιστορίας, πόσες σελίδες, πόσες ώρες, πόσες μέρες, πόσα χαμένα τικ και φωτογραφικά κλικ, και ξάφνου γίνεται κάτι μαγικό, όλα εκείνα τα πρόσωπα, αρχικά απλώς ονόματα που δυσκολευόσουν να συγκρατήσεις και να συνδυάσεις με γεγονότα και λεπτομέρειες, ξαφνικά μεταμορφώνονται σε παλιούς γνώριμους, συμπάθειες και αντιπάθειες, μια λαχτάρα για το τι θα γίνει παρακάτω εμφανίζεται, και πριν καλά καλά το καταλάβεις ζεις μια παράλληλη ζωή.
Κάτι τέτοιες εμπειρίες έρχονται και σε βρίσκουν εκεί που δεν το περιμένεις, αδιανόητος μοιάζει ο εκ των προτέρων σχεδιασμός τους, κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει ότι θα μπει σε μια παράλληλη πραγματικότητα, απλώς βρίσκεται σε μια παράλληλη πραγματικότητα χωρίς να το καταλάβει, παρά μόνο αργότερα, ίσως ακόμα και αφού εκείνη περάσει στο παρελθόν, όταν πια τα απογεύματα ή οι πρώτες πρωινές ώρες ή οι τελευταίες βραδινές είναι όπως πριν.
Δεν νομίζω πως για μένα υπάρχει αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα από την εξάμηνη σχεδόν παραλληλία της τότε ζωής μου, με την αδιάφορη και μηχανιστική από ένα σημείο και μετά πρωινή δουλειά της παροχής τηλεφωνικών πληροφοριών, με τη ζωή των ηρώων του Μαρσέλ Προυστ, από τόμο σε τόμο, με την Αλμπερτίν να μου γεννά αισθήματα μίσους που δεν γνώριζα πως είχα και την Υπόθεση Ντρέιφους να με παθιάζει με έναν τρόπο επίσης πρωτόγνωρο, και ξαφνικά, μια μέρα διάβασα την τελευταία σελίδα, και έμεναν δύο μήνες ακόμα για τη λήξη της σύμβασης, και δεν ήξερα τι μου έφταιγε τα απογεύματα που γύριζα στο σπίτι, παρότι οι μέρες είχαν μεγαλώσει, η καλοκαιρία επέλαυνε, οι σειρήνες του έξω κόσμου τραγουδούσαν πιο γλυκά από ποτέ και οι περιπέτειες της καρδιάς ξεδιπλώνονταν σε επεισόδια άνισα, και ήταν εκείνο το κενό της έλλειψης της παραλληλίας, εκείνο το καταφύγιο το οποίο πια ξεθώριαζε στο βάρος της λήθης, όπως όλα εκείνα που υπόσχεσαι πως δεν θα ξεχάσεις ποτέ.
Αλλά υπάρχει ακόμα κάτι συγκλονιστικό στα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, το γεγονός πως ο συγγραφέας διέθεσε μήνες ή χρόνια από τη ζωή του ασχολούμενος με την κατασκευή ενός οικοδομήματος, παράλληλα κι εκείνος με τόσα άλλα της δικής του καθημερινότητας, υποχρεώσεις και περισπάσεις, άγχη και απογοητεύσεις, λογαριασμούς και κοινωνικές υποχρεώσεις, ξενύχτια και πρωινά ξυπνήματα, φαντασία και ρεαλισμό.
Μη βιαστείς να κρίνεις όσα είπα με όρους συγκριτικούς, η μεγάλη φόρμα απέναντι στη μικρή, δεν είναι αυτό το νόημα, απλώς άκουσα κάποιον αναγνώστη ελαφρά την καρδία να λέει: εγώ θα έκοβα εκατόν πενήντα σελίδες· και διαολίστικα, γιατί, όπως και να το κάνεις, δεν είναι ωραίο να ακούς κάποιον να κόβει σελίδες από τη ζωή σου.