Δευτέρα, 7 Οκτωβρίου, 2024

Χάρτινο καραβάκι

Η Αθηνά Κανιτσάκη, στο 15ο βιβλίο της, ανοίγει τα μάτια της ψυχής της που λούζει με φως τις υπόλοιπες αισθήσεις και ενορατικά, κινεί ένα ταξίδι στο χωροχρόνο. Ναυπηγός και πλοηγός σε Καραβάκι Χάρτινο βαριά φορτωμένο με αναμνήσεις, ανιστορήσεις, νοσταλγίες, το εμπιστεύεται στη νερένια απλωσιά του στοχασμού και το αφήνει να πλεύσει, να ανοιχτεί στον κυκλοτερή ορίζοντα.

Αφήνει τον ούριο άνεμο των νοσταλγικών αναμνήσεων και των πλούσιων συναισθημάτων της ψυχής της ευαίσθητης να κρατούν σφιχτά το πηδάλιο, κι εκείνη ανοίγει ένα-ένα τα «κουτιά» των αναμνήσεων μα και των καινούριων εμπειριών, στο στοχαστικό τούτο ταξίδι…
…Συναντά την καλή θεία, οσμίζεται την ανθρωποβόρα καυτή ανάσα του αγέρα της Κόλασης του νέο-Δάντη εκεί, στο Μάτι της Αττικής με τα 101 ανθρώπινα θύματα. Συναντά φευγαλέα την ψυχή του πρωτοφευγάτου αδελφού στο επέκεινα, σε ώρα καθήκοντος. Δεν το μπορεί ο νους να ξεμακρύνει από τούτο, και η Συγγραφέας μεταφέρει στο χαρτί τα συναισθήματα με μελάνι ανεξίτηλο ψυχής.
Αναθυμάται τα παλιά στο σφίζον από ζωή πατρικό σπίτι, εκείνων των ανέμελων καιρών. Και μέσα από το σεντούκι της μνήμης, προβάλλουν βιώματα παιδικά, χρονοστιγμές παιδικής ζωής αξέχαστες, στη θέαση παλιών χριστουγεννιάτικων παιχνιδιών. Και μέσα από μια γλαφυρή περιγραφή των παλιών αντικειμένων του πατρικού σπιτιού – καιρών αλλοτινών- φιλοσοφεί εύστοχα τη ζωή διατυπώνοντας: «Όλα τα ψεύτικα πράγματα, να μας κοστίζουν ακριβά…Αυτή είναι η ζωή δυστυχώς» και συνεχίζει ψέγοντας εαυτούς, που αγνοούμε τα αδιάψευστα σημάδια-προμηνύματα της ψυχής (του υποσυνείδητου). Στέλνει τη μνήμη στην αείφωτη μορφή του πατέρα με τον αισιόδοξο και δοτικό χαρακτήρα, στέρια διδάγματα στα τέκνα του. Μα η ευαίσθητη ψυχή της, δεν παραλείπει να ιδεί ξανά ενορατικά εκείνον τον οδοκαθαριστή ν’ αντιπαλεύει τον αγέρα στην επιτέλεση του κοινωνικού του έργου.
Αναθυμάται κι εκείνα τα αθώα ψεματάκια της Πρωταπριλιάς -της κάθε Πρωταπριλιάς- κι ένα χαμόγελο ανθεί στα χείλη της Συγγραφέως, σε τούτη την παιχνιδιάρικη την ελληνοπρεπή συνήθεια. Αποτολμά να «τα βάλει» και με τον πανδαμάτορα το Χρόνο που καθιστά αγνώριστα πρόσωπα αγαπημένα, πρότυπα σε όλους τους Τομείς της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Φιλοσοφεί τη ροή της ζωής από τα νιάτα στα γηρατειά, στην ανάμνηση ενός γέρου-πολεμιστή παππού. Ανιστοράται τον ορισμό της ευτυχίας σε πατρίδα καλή (που σου παρέχει σιγουριά), όπως την όριζε ο Νίκος, ανώτατος κρατικός λειτουργός και φίλος της οικογένειας.
Ευαίσθητη η Συγγραφέας και στα κοινωνικά δρώμενα, λαβώνεται στη σκέψη της μεταφοράς του (προαιώνιου) κυνηγητού γάτας-ποντικιού, στις ανθρώπινες σχέσεις. Καταδικάζει συγχρόνως τον παραλογισμό του “Ισχυρού” που αλλοιώνει και καταστρέφει τον πλανήτη. Δεν διστάζει να «τα βάλει» και με τους άστοχους χειρισμούς των πολιτικών μας και στηλιτεύει την ανθρώπινη απραξία στο πρόσωπο της (άπραγης) εκείνης βασιλοπούλας που κλεισμένη στον Πύργο της, απλά αναμένει τον Πρίγκιπα, σε ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες στους καιρούς μας.
Εστιάζεται στη φευγαλέα εντύπωση της –προσωρινής- ομορφιάς, στη θέαση των πεσμένων καταγής φθινοπωρινών φύλλων και καταλήγει στο (σοφό) συμπέρασμα πως: «…η λαμπερή ομορφιά των πραγμάτων είναι κι αυτή μια εντύπωση ενός λεπτού»!
Σαν γνήσια κόρη, αδελφή και σύζυγος ταγών προστασίας του εθνικού συμφέροντος η Συγγραφέας, δεν δέχεται την οπισθοχώρηση του ηρωικού μαχητή της πρώτης γραμμής, σαν έτσι προστάξει διαταγή απ’ τα μετόπισθεν. Συναντά και τη φυλακισμένη “Άπτερο Νίκη” κρατούμενη ερμητικά σε Μουσείο αλλόφυλο και σφίγγεται η ψυχή η ευαίσθητη στην εθνική απώλεια. Στηλιτεύει γλαφυρά και τη θλιβερή νοοτροπία της εποχής, καθώς η ελληνική γλώσσα αλλοτριώνεται από κακόηχους νέο-εισαγόμενους ξενόφερτους όρους, μα θλίβεται και για μια πατρίδα που φθίνει από το αδηφάγο τέρας της μετανάστευσης. Ελπιδοφόρα ωστόσο είναι η τάση των κατοίκων στα ακριτικά νησιά της βόρειας χώρας που δηλώνουν ότι «δεν το βάζουν κάτω» και πασχίζουν να επιβιώσουν με κάθε πρόσφορο και εποικοδομητικό μέσον.
Ανιστοράται το παλιό εκείνο σπίτι στο νησί με τους ξένους πλέον –όσο και αφιλόξενους- ενοίκους, κι εκείνη συνεχίζει την πορεία της με αποσκευές της, τις αναμνήσεις από το σπίτι εκείνο.
Ψέγει την αγένεια και επαινεί την ευγένεια που «δεν στοιχίζει τίποτα, αντιθέτως μάλιστα, καθώς μας διατηρεί νηφάλιους, ηρεμεί καταστάσεις, και βοηθά το καθετί να πάρει το δρόμο του και να διεκπεραιωθεί τάχιστα!» Και μέσα από το «κουτί» των αναμνήσεων, ανασύρει την πρώτη φιλολογική της βραδιά, 19χρονο κορίτσι τότε, στο Λονδίνο, σε ένα παλιό Βικτωριανό κτήριο. Ανάμνηση βαθιά χαραγμένη στη μνήμη της, σαν προσεγγίζει -καθώς γράφει- την ηλικία της Αγγλίδας φιλόλογου εκείνης της βραδιάς.
Και σαν ήρθαν τα Χριστούγεννα του 2018, η Συγγραφέας, υμνεί ποιητικά την τελευταία πανσέληνο του έτους, που φωτίζει πλέρια την πόλη των Χανίων, και μέχρι τη χιονισμένη απλωσιά των Λευκών Ορέων.
…Μακρύ το ταξίδι που έκανε το Χάρτινο Καραβάκι στο στοχαστικό πέλαγος του χωροχρόνου, με πλοηγό τη Συγγραφέα Αθηνά Κανιτσάκη. Επισκέφτηκε 100 λιμάνια σε τούτο το ταξίδι, όσες και οι περιγραφές στα ισάριθμα διηγήματα. Το τελευταίο λιμάνι, το 100στό, αφιερωμένο ποιητικά στον σύζυγο τον Μανώλη, τον Στρατηγό, σε μια εξομολόγηση απ’ τα εσώψυχα για το κενό της απουσίας του…
Εύχομαι από καρδιάς στην εκλεκτή φίλη που με πολύ κατάθεση ψυχής συνέγραψε και τούτο το βιβλίο, να είναι καλοτάξιδο, και να συναντήσει το ενδιαφέρον και την ανταπόκριση των αναγνωστών.
Ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης είναι Γεωπόνος – Συγγραφέας, Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα