Δεν ξέρω γιατί, μα πάντα την είχα στο μυαλό μου, όταν αναλογιζόμουν τους ήρωες του 1821. Πάντα η Μπουμπουλίνα είχε μια ξεχωριστή θέση στην σκέψη μου.
Θέλεις το μεγάλο της θάρρος που καμιά φορά ξεπερνούσε εκείνο των συναγωνιστών της, θέλεις ο μεγάλος πατριωτισμός και η προσφορά της να δώσει στον Αγώνα ολόκληρη την τεράστια περιουσία της!
Έτσι πάντα ήθελα να επισκεφθώ τις Σπέτσες και το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας, που χάρη στους απογόνους της έχει μετατραπεί σε ένα όμορφο μουσείο, το “Μουσείο της Μπουμπουλίνας”.
Η πρόσβαση από την Αθήνα είναι δυνατή με δύο τρόπους. Ο ένας με καράβι από τον Πειραιά και ο άλλος με αυτοκίνητο.
Προτιμήσαμε τον δεύτερο τρόπο. Έτσι, διαλέξαμε με την Κατερίνα μια ηλιόλουστη ημέρα του Νοέμβρη και πήραμε την Αττική οδό στην αρχή και μετά την Εθνική, μέχρι την Κόρινθο.
Από κει και κάτω, μέχρι το Πορτοχέλι, η διαδρομή είναι πανέμορφη.
Ένας φαρδύς δρόμος, που όμως θέλει αρκετή προσοχή και μικρή ταχύτητα, ανάμεσα από πανέμορφα πευκοδάση και δίπλα στην θάλασσα, οδηγεί πρώτα στο Κρανίδι, μια παλιά όμορφη κωμόπολη με παλιά σπίτια και στενά σοκάκια. Από κει επιλέγεις να πας στην Κόστα, ή από το Πορτοχέλι, ή από την Ερμιόνη. Από τον λιμενοβραχίονα της Κόστα, φάνηκε απέναντι το καταπράσινο νησί των Σπετσών.
Εδώ επιλέγεις ανάλογα με το βαλάντιό σου. Μπορείς να πάρεις, αν βέβαια βιάζεσαι, το θαλάσσιο ΤΑΧΙ που στοιχίζει 20 ευρώ και θα πας μερικά λεπτά πιο μπροστά. Μπορείς πάλι να επιλέξεις τα μικρά καραβάκια που φεύγουν το ένα μετά το άλλο και σε πηγαίνουν απέναντι με 2 ευρώ.
Εμείς επιλέξαμε τη δεύτερη περίπτωση και αφού γέμισε με 40 άτομα, βάλαμε πλώρη με ούριο άνεμο για το νησί της Μπουμπουλίνας, τις Σπέτσες.
Τα 3 με 4 μποφόρ, έκαναν το μικρό καΐκι να λικνίζεται και να χορεύει στα κύματα. Μάλιστα, κάποια στιγμή ένα κύμα πετάχτηκε και μας έφτασε και λίγο μας έβρεξε.
Το αρχοντικό – Μουσείο της Μπουμπουλίνας, βρίσκεται αρκετά κοντά στο λιμάνι. Ομως έτσι κι αλλιώς η ξενάγηση θα άρχιζε -όπως μας πληροφόρησε μια ανακοίνωση στην είσοδο- στις 11. Ετσι λοιπόν είχαμε χρόνο για μια περιπλάνηση στα στενοσόκακα των Σπετσών.
Κάπου βρήκα και το μέγαρο του Ανάργυρου. Ενός επιστήθιου φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου και ευεργέτη των Σπετσών, ιδρυτή της ομώνυμης Σχολής που σήμερα έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο.
Ενας συμπαθητικός νεαρός άνδρας, μας υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα στην είσοδο.
Πριν αρχίσει την ξενάγηση, μας είπε μερικά λόγια που αφορούσαν το “Μουσείο” και αμέσως μετά για τη ζωή και την δράση της καπετάνισσας της θάλασσας.
Όπως μας είπε, η Μπουμπουλίνα, γεννήθηκε το 1771 σε μια φυλακή της Κων/πολης. Εκεί είχε πάει η μάνα της, Σκεύω Κοκκίνη, να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο φυλακισμένο άντρα της, τον Υδραίο Σταυριανό Πινότση, που τον είχαν φυλακίσει οι Τούρκοι για τη δράση του στα Ορλωφικά, το 1769-1770.
Μόλις πέθανε ο πατέρας της, η μάνα της την πήρε και γύρισαν στις Σπέτσες. Η Λασκαρίνα, από άλλο γάμο του πατέρα της, είχε ακόμα άλλα οκτώ ετεροθαλή αδέλφια.
Σε ηλικία 17 ετών, παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημήτρη Γιάννουζα που σκοτώθηκε το 1797 από πειρατές.
Το 1801, σε ηλικία 30 ετών, παντρεύτηκε τον Δημήτρη Μπούμπουλη, Σπετσιώτη μεγάλο καραβοκύρη.
Η ιστορία λέει πως η παλιά καταγωγή των Μπουμπουλαίων ήταν από την Κρήτη, από Βυζαντινή γενιά και ξέφυγαν σε κάποια Επανάσταση και κατέφυγαν στη Μάνη. Από την Μάνη, κάποια εποχή, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στις Σπέτσες.
Ο Δημήτρης Μπούμπουλης ήταν ένας ατρόμητος διώχτης των Πειρατών, που αλώνιζε τη Μεσόγειο και έκανε εμπόριο με τα καράβια του.
Σε κάποια ναυμαχία με δυο Αλγερινά πειρατικά και όταν σχεδόν τα είχε νικήσει, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Το έτος 1811 βρίσκει την Μπουμπουλίνα δύο φορές χήρα, μητέρα επτά παιδιών και κληρονόμο μιας τεράστιας περιουσίας σε πλοία, μετρητά και ακίνητα…
Τα χρήματα που κληρονόμησε ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα (Ασημένια Ισπανικά τάλαρα).
Με μέρος αυτών των χρημάτων -75.000 τάλαρα- ναυπήγησε το καμάρι του στόλου της το “Αγαμέμνων” που αργότερα, μετά το θάνατό της, το δώρισαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος οι κληρονόμοι της.
Το πλοίο αυτό, κάηκε με τα υπόλοιπα πλοία στον Πόρο από τον αντίπαλο της κυβέρνησης τον Μιαούλη. Τότε υπήρχε δυστυχώς η καταραμένη διχόνοια!
Ελαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 με όλα της τα καράβια. Μπροστάρη είχε το “Αγαμέμνων”, που πάντα κυμάτιζε στο πιο ψηλό κατάρτι του η πολεμική της σημαία με τον αετό και την ψηλόλιγνη μελαχρινή μπαρουτοκαπνισμένη καπετάνισσα να διατάζει τους ναύτες της με όλη της τη ζέση και τη βαθιά φωνή της:
«Φωτιά παλικάρια μου!
Κάψετε τους άπιστους!»
Στον εμφύλιο, πήρε το μέρος του Κολοκοτρώνη και οι αντίπαλοί της τότε την έστειλαν εξορία στις Σπέτσες -υποθέτω κάτι σαν κατ’ οίκον περιορισμό. Κάποια εποχή, ο γιος της από τον πρώτο της γάμο, κλέφτηκε με την κόρη κάποιου πλούσιου Σπετσιώτη, ονόματι Κούτση.
Αυτός δεν τον ήθελε για γαμπρό, γιατί η Μπουμπουλίνα είχε δώσει τα χρήματά της στον αγώνα και ήταν φτωχιά.
Γινόταν φασαρία και η Μπουμπουλίνα έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Τότε κάποιος την πυροβόλησε και την σκότωσε. Ηταν το βράδυ της 22ας Μαρτίου του 1825, ενώ ετοίμαζε καράβια και ναύτες να πολεμήσει τον Ιμπραήμ πασά που είχε αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο…
Ο νεαρός ξεναγός, που όπως μας είπε αργότερα, όταν και εγώ κάτι κατάλαβα, ήταν ένας απόγονος της Μπουμπουλίνας. Οταν τέλειωσε τα προκαταρκτικά, ετοιμαστήκαμε να ανέβουμε την πέτρινη σκάλα.
Γύρισα το βλέμμα μου προς την είσοδο και σαν να μου φάνηκε πως είδα την ίδια την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έτσι σαν μια αιθέρια σκιά, να στέκεται στο πιο πάνω σκαλί, στην είσοδο του αρχοντικού. Ηταν ζωσμένη τα άρματά της με την ασημοποίκιλτη πιστόλα στη μέση της και στο κεφάλι είχε δεμένο εκείνο το χαρακτηριστικό μαντήλι!
Γύρισε προς το μέρος μας και σα να μου φάνηκε πως μας χαμογέλασε και έπειτα χάθηκε στην είσοδο.
Εμείς αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την σκάλα και να μπαίνουμε στο σπίτι-Μουσείο.
Γυρίσαμε όλους τους χώρους και παντού είχα την αίσθηση ότι η Καπετάνισσα ήταν παρούσα και… ακολουθούσε την ξενάγηση!
Οι χώροι είναι όπως σχεδόν “τους άφησε φεύγοντας”, τον Μάιο του 1825 και στα διάφορα έπιπλα, σκεύη, όπλα, ίσως να υπάρχουν τα αποτυπώματά της! Αυτή την αίσθηση είχα.
Όταν δρασκέλισα την πόρτα σαν να αισθάνθηκα την σκιά της και μάλιστα σαν κάτι να να ήθελε να μου ψιθυρίσει. Γύρισα κατά το μέρος της και προσπάθησα να ακούσω.
Μια σιγανή, ζεστή φωνούλα σαν να ήρθε στ’ αυτί μου:
«Χαιρετίσματα στην Κρήτη, την πατρίδα του άντρα μου».
Και η σκιά της χάθηκε.