» Alejandro Zambra (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ίκαρος)
Ήταν η εποχή με τις καταπιεστικές μανάδες, τους αμίλητους πατεράδες και τους σωματώδεις μεγαλύτερους αδελφούς, αλλά ήταν και η εποχή με τις κουβέρτες, τα παπλώματα και τα πόντσο, οπότε σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση ότι κάθε απόγευμα η Κάρλα και ο Γκονσάλο περνούσαν δύο-τρεις ώρες στον καναπέ σκεπασμένοι μ’ ένα μεγαλοπρεπέστατο κόκκινο πόντσο από μαλλί του Τσιλοέ, κάτι που, εκείνο τον παγερό χειμώνα του 1991, ήταν είδος πρώτης ανάγκης.
Οι δύο έφηβοι γνωρίστηκαν βγαίνοντας από μια συναυλία, ένα σύντομο φλερτ που έμοιαζε χωρίς μέλλον. Ο Γκονσάλο, ωστόσο, βρήκε το θάρρος να ζητήσει από την Κάρλα το τηλέφωνό της, εκείνη αρνήθηκε, εκείνος επέμεινε, έστω τα πρώτα έξι νούμερα, της είπε και εκείνη το βρήκε χαριτωμένο, του έδωσε τα πρώτα πέντε. Ο Γκονσάλο σπατάλησε όλο του το χαρτζιλίκι στο κίτρινο τηλέφωνο της γωνίας δοκιμάζοντας συνδυασμούς, επινοώντας τακτικές, ξεκινώντας πότε από την αρχή και πότε από το τέλος, αποτυγχάνοντας ξανά και ξανά. Όταν το χαρτζιλίκι σωνόταν και τα ρέστα από τα ψώνια δεν ήταν αρκετά, κατέφευγε σε γνώριμες τακτικές υπεξαίρεσης χρημάτων με επιδρομές στο πορτοφόλι των δικών του.
Ώσπου μια μέρα τα κατάφερε, ζήτησε την Κάρλα από τη φωνή στην άκρη της γραμμής και εκείνη του αποκρίθηκε: μια στιγμή να τη φωνάξω. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Ο εφηβικός αυτός έρωτας ‒με τη διστακτικά διερευνητική αφή, τους απαραίτητους χωρισμούς, τις ποιητικές απόπειρες, τα δάκρυα, την αντανάκλαση στο παράθυρο του λεωφορείου της επιστροφής, τα φτηνά μοτέλ, τη γυμνή σιωπή στα ανάκατα σεντόνια, τη μεγάλη ιδέα για τον ίδιο του τον εαυτό‒ θα ήταν αρκετός για μια νουβέλα στο γνώριμο ύφος του Σάμπρα. Όμως, αυτό εδώ είναι ένα μυθιστόρημα σχεδόν πεντακοσίων σελίδων· πολλά συνέβησαν ακόμα στα χρόνια που πέρασαν.
Η ποίηση, για τον Σάμπρα, αποτελεί το μέσο για να πετύχει τρεις στόχους: να αφηγηθεί τις ιστορίες των χαρακτήρων του, να αναφερθεί στη σύγχρονη χιλιανή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, και να καταθέσει ‒για ακόμα μια φορά‒ την αγάπη του για τη λογοτεχνία εν γένει. Και όλα αυτά με το γνώριμο ύφος του χωρίς να παρασυρθεί από τη μετάβαση στη μεγάλη φόρμα. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός πως καταφέρνει να παραμείνει πιστός στις αρχές της ποιητικής του, παρότι εκείνες μοιάζουν φτιαγμένες για μυθοπλασία μπονσάι. Σ’ αυτό συντελούν δύο παράγοντες. Από τη μια, η κατάκτηση ενός απόλυτα προσωπικού ύφους, το οποίο αποτυπώνεται τόσο στην αφήγηση όσο και στη γλώσσα, και, από την άλλη, η κατασκευαστική λειτουργικότητα, ο τρόπος με τον οποίο συνέχονται με χαλαρούς, πλην όμως ευδιάκριτους, αρμούς τα τέσσερα κεφάλαια μεταξύ τους. Η κατασκευαστική αυτή ιδιαιτερότητα επιτρέπει στον Σάμπρα να κινηθεί σε γνώριμα λημέρια.
Αφήνει την ίδια την ιστορία να τον παρασύρει, καθώς το ενδιαφέρον του για την τύχη των χαρακτήρων του διαρκώς αναζωπυρώνεται, αρνείται να τους εγκαταλείψει. Δεν αφήνει, ωστόσο, τίποτα στην τύχη, κάθε λεπτομέρεια, φαινομενικά ήσσονος σημασίας, δύναται να αποτελέσει νήμα σύνδεσης με τα προηγούμενα κατά την προώθηση της πλοκής, μπορεί και όχι, βέβαια. Η ποιητική του Σάμπρα, άλλωστε, στηρίζεται στην επιλογή μιας εκδοχής της ιστορίας, μιας εκ των άπειρων πιθανοτήτων εξέλιξης της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το «θα μπορούσε να συμβεί εκείνο ή το άλλο» διαφαίνεται και η παιχνιδιάρικη διάθεση αφήγησης, το σπάσιμο της αφηγηματικής σύμβασης, η τακτική απεύθυνση του συγγραφέα‒αφηγητή στον αναγνώστη.
Εκείνο που, πάνω και πέρα απ’ όλα, διακρίνει το έργο του Σάμπρα είναι η αφηγηματική του δεινότητα, ο τρόπος με τον οποίο ξελογιάζει και εγκλωβίζει τον αναγνώστη· ακολουθούν τα ευρήματα, η οξυδερκής παρατήρηση της απλής καθημερινότητας, τα μπρος πίσω στον χρόνο, το αβίαστο συναίσθημα, η pop κουλτούρα και η πανταχού παρούσα αγάπη για τη λογοτεχνία. Αγάπη που δεν διαφαίνεται αποκλειστικά και μόνο από την άνεση με την οποία κινείται ο συγγραφέας εντός της παγκόσμιας ποίησης, αλλά και από τον τρόπο που ως αναγνώστης προσεγγίζει το σύνολο της λογοτεχνίας, ίσως κυρίως απ’ αυτό, αγάπη που συνοψίζεται χαρακτηριστικά στην επιθυμία του Γκονσάλο να δηλώνει αναγνώστης. Η επινόηση της Πρου, μιας τριαντάχρονης Αμερικάνας, που θα βρεθεί, μέσα από διάφορες καραμπόλες, να γράφει ένα άρθρο για τη σύγχρονη χιλιανή ποίηση, είναι καταλυτικής σημασίας για το μυθιστόρημα. Η παρουσία μιας εξωτερικής παρατηρήτριας στον μικρόκοσμο της κοινωνίας των ποιητών επιτρέπει στον Σάμπρα να αναφερθεί στις ιδιαιτερότητες, τα γνωρίσματα και την ποικιλομορφία της εκεί ποιητικής σκηνής, εκφράζοντας τα ετερόκλητα συναισθήματά του απέναντί της, αλλά και να επινοήσει ‒θυμίζοντας σ’ αυτό τον Μπολάνιο‒ φανταστικά ποιητικά υποκείμενα ανάμεσα σε υπαρκτά, αφήνοντας αχαλίνωτη τη φαντασία του. Στον Χιλιανό ποιητή, ο Σάμπρα βγάζει την ποίηση από τη γυάλα της, τοποθετώντας την εκεί όπου ανήκει, στην απλή καθημερινότητα δηλαδή, να λειτουργεί ως καταφύγιο από τον έξω κόσμο, εκεί όπου πληγωμένοι από τον έρωτα έφηβοι προστρέχουν και δοκιμάζουν να δώσουν στον πόνο τους φωνή, εκεί όπου ονειροπόλοι επιθυμούν να αλλάξουν τον κόσμο με έναν και μόνο στίχο να αρκεί· η εγωπάθεια, η ροπή προς το επίκεντρο της προσοχής, οι ίντριγκες και τα πάθη ακολουθούν. Ο μικρόκοσμος των ποιητών, άλλωστε, διαθέτει και αντανακλά τα κυρίαρχα γνωρίσματα της χιλιανής κοινωνίας, κυρίως τον τρόπο της να πορεύεται στη βαριά σκιά του παρελθόντος.
Με τον Χιλιανό ποιητή ο Σάμπρα τοποθετεί τον πήχη ακόμα ψηλότερα, αρνούμενος τη στασιμότητα και τον εγκλωβισμό σε μια επαναλαμβανόμενη μανιέρα και παραδίδει ένα σπιρτόζικο, χορταστικό, συγκινητικό και αστείο μυθιστόρημα, στο οποίο, παρότι η γραφή του εξακολουθεί να είναι υπαινικτική, πετυχαίνει να δώσει το απαραίτητο βάθος τόσο στα πρόσωπα όσο και στην ιστορία, θυμίζοντας, κατά αναλογία πάντοτε, τον Κόου στα πρώτα του βιβλία. Ο Χιλιανός ποιητής ικανοποιεί και με το παραπάνω τους παλιούς αναγνώστες του Σάμπρα και καλωσορίζει εμφατικά τους νεοεισελθόντες στο σύμπαν αυτού του ιδιαίτερου δημιουργού. Η μετάφραση κόσμημα, με τις επιπρόσθετες απαιτήσεις της ποιητικής φόρμας, ανήκει στον Αχιλλέα Κυριακίδη.