Τα πλοία σχίζουν τα πελάγη μέσα στο καταχείμωνο παλεύοντας με τα αφρισμένα κύματα και τις άλλες οργισμένες και άλλοτε γαλήνιες νεροποντές. Κουβαλώντας ελπίδες. Άλλες στα πρώτα σπαράγματά τους. Άλλες στα στερνά ξεψυχίσματά τους.
Τις ιστορίες, που αφηγούνταν με στοργή παιδιόθεν οι γονείς – κυματοθραύστες μου, θυμούμαι και που οι πιο παλιές τους ξεκινούσαν από το Μαντείο των Δελφών. Όπου, όταν δεν δωροδοκούνταν από τους αρχόντους, οι ιερείς χρησμοδοτούσαν υπέρ του λαού. Με ξύλινα τείχη που θα σώσουν την πόλη της Παλλάδας. Η Πυθία είχε παρομοιάσει τις τριήρεις. Και είχε παροτρύνει τους Αθηναίους να επανδρώσουν στόλο. Για ν’ αποκρούσουν τους Πέρσες εισβολείς και τον αλαζόνα Ξέρξη. Για να υπερασπίσουν τις αρχές και τις αξίες του Κόδρου και του Κέκροπος και του Ερεχθέως. Το άστυ του Θησέως. Και ο Θεμιστοκλής, πανούργος και τετραπέρατος, το χρησμό ερμήνεψε. Και δε λάθεψε. Τη νίκη έφερε. Και τη δόξα χάρισε στην πατρίδα του και στην Ελλάδα…
Και των Αθηναίων οι τριήρεις άρχισαν τότε να βγαίνουν από το Σαρωνικό. Και να φτάσουν, μέσα σε λίγα χρόνια, στα πέρατα του τότε κόσμου. Για να φέρνουν από παντού, καθώς λέει ο Περικλής, στους Αθηναίους που διαγκωνίζονταν στην Πνύκα και στην Ηλιαία για το μισθό του βουλευτή και του δικαστή. Όλα τα γαστριμαργικά και ψυχωφελή αγαθά. Και να εξάγουν φως πολιτισμού, μα και το νόμο του αφέντη. Το νόμο που θέλει τον σωματικά, οικονομικά και πολιτικά ισχυρό πάντα να επιβάλλεται στους αδύναμους και αδύνατους. Και στους ψυχικά ευαίσθητους.
Μα οι τριήρεις που τσακίστηκαν, λίγο αργότερα, στη Σικελία και στους Αιγός ποταμούς δε δίδαξαν τους Αθηναίους να μετριάσουν την αλαζονεία και την αρχομανία τους, που κλυδώνιζαν ανέκαθεν την πόλη της Παλλάδας και την κυριαρχία της μνας έθεταν εν κινδύνω. Ούτε οι δημαγωγοί και οι κωμωδιογράφοι. Ούτε καν ο Αριστοφάνης και ο Ευριπίδης, που τους δίδασκαν από σκηνής με τα θεωρικά, και ο Σωκράτης, που πένης και κωνιωθείς αποδείχτηκε προφήτης του Διογένους του κυνικού κυνηγός ανθρώπων. Οι 30 τύραννοι, στο τέλος του πολέμου, τους ταρακούνησαν λίγο. Προς στιγμήν. Μα εξακολουθούσαν να χειροκροτούν τις τραγωδίες των ποιητών και να μη διακρίνουν τη δική τους τραγωδία, που τους περίμενε στο βάθος του κήπου, όπου οι σταγόνες του αίματος έπαιζαν κρυφτό με τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα…
Τότε, ο Κόνων, ζηλεύοντας τον Περικλή και το Θεμιστοκλή αλλά όχι τον Αριστείδη, ξανακοίταξε τα νεώρια και εμπιστεύτηκε τα πλοία ξανά. Και ξαναδοκίμασε την Αθήνα να κάνει θαλασσοκράτειρα. Μόνο που έβαλε περσικά πανιά στις τριήρεις της και με δαρεικούς πλήρωνε τα πληρώματά τους.
Και έτσι ήλθε το τέλος… Που, παρά το φλύαρο Δημοσθένη, στα τελευταία χρόνια του ίδιου αιώνα έφερε την Αθήνα πιόνι των Μακεδόνων και αργότερα υποχείριο των Ρωμαίων. Αυτήν την πάλαι ποτέ μεγάλη δύναμη της θαλάσσης και αφέντρα των πλοίων.
Τα πλοία ταξιδεύοντας στα πέρατα του παντός πάντα φέρνουν στις πλάτες τους ιστορίες και Ιστορία, βαριά και ασήκωτη και πολλές και διδαχτικές…
Περιστέρια ανέμελα και ψιχουλάρπαγες γέμισαν τον ουρανό την ώρα που οι μυγδαλιές πεισματάρες βγάζουν τα πρώτα τους λουλούδια για να μας σημάνουν ότι η άνοιξη δεν αργεί. Οι δυνατοί και αβάσταχτοι αγέρηδες γεμίζουν με φουσκωμένα κύματα τη θάλασσα και εύκολα συμπαρασύρουν τα φύκια έως τις παραλίες και τους τελευταίους χειμερινούς ριψοκίνδυνους κολυμβητές στις παραλίες βγάζουν. Κάποια παιδιά απολαμβάνουν τις τελευταίες μέρες της ηλικίας τους πριχού γίνουν πολίτες. Και οι μεγάλοι συνεχώς μιλούν για κρίση και κοιτούν το Θεό και τα άδεια πορτοφόλια τους.
Βάλετε την παλάμη στο μέτωπο και αφήστε το βλέμμα να ξεχυθεί σε κάθε σπιθαμή του ορίζοντα, λευτερώστε την καρδιά και βοηθήστε την να βρει την αλήθεια, τον κρυμμένο θησαυρό, τη νιότη που πάντα ονειρευόταν να ζήσει και να συζήσει…
Πλανευτής ο θάνατος, μα πιο έξυπνος όποιος ξέρει και καταφέρει να χαρεί τις ομορφιές της ζωής χωρίς να πληγώσει ή να πληγωθεί! Δώστε λίγο χώρο στην ελπίδα και στην αγάπη ν’ ανθίσουν και να καρποφορήσουν…
Και χειμώνα μην αφήνετε να φωλιάζει μέσα σας, μην γίνεστε επωδοί τού μετά, αλλά δημιουργοί του…
Σημ.: Στους γονείς μου, Ηρακλή και Σωτηρία Ορφανού