(Θέατρο Κυδωνία Χανίων. Σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη)
Μια νέα, παράσταση, απόλυτα επίκαιρη, τη “Χιονονιφάδα” (Snowflake) του βρετανού πολυβραβευμένου θεατρικού συγγραφέα Μάικ Μπάρτλετ πρόσθεσε στο ενεργητικό της αυτή τη θεατρική περίοδο η “Εταιρεία θέατρου Μνήμη”. Την είδα την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς. Το θέατρο γεμάτο με ποικίλο κοινό, που θερμά τη χειροκρότησε. Ενθουσιασμένοι οι νέοι, συγκινημένοι οι μεγάλοι, κάποιοι με υγρά μάτια. Ήταν φανερό ότι το θεατρικό κείμενο, σε ρέουσα μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, ερμηνευμένο με ψυχή και από τους τρεις ηθοποιούς, μας είχε συνεπάρει όλους. Σημαντικοί αρωγοί στη δημιουργία της υποβλητικής ατμόσφαιρας οι ήχοι και οι σιωπές (Δημήτρης Ιατρόπουλος), ο φωτισμός και το σκοτάδι (Γαλάτεια Σαραντάκου), τα σκηνικά (Λουτσίνα Κούκος), τα κοστούμια (Μιχ. Βιρβιδάκης). Το έργο, που έκανε πρεμιέρα την ίδια μέρα στην Αγγλία και στα Χανιά, είναι πολυθεματικό. Θίγονται ποικίλα προβλήματα της εποχής μας. Κεντρική ιδέα το χάσμα των γενεών: από τη μια οι νέοι με την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, που πηγάζει από τη συναίσθηση της δύναμής τους, με την πεποίθησή τους ότι το μέλλον τούς ανήκει, με την απολυτοσύνη και τις τολμηρές αποφάσεις τους και από την άλλη οι μεγάλοι με τις παγιωμένες αντιλήψεις τους για τη ζωή και τον κόσμο, στηριγμένες στην πείρα τους, με την αμφισβήτηση ή και την περιφρόνηση των καινούργιων ιδεών και του καινούργιου τρόπου ζωής οδηγούν τις δύο γενιές σε σύγκρουση, συχνά ανοικτή κι αγεφύρωτη. Στη «Χιονονιφάδα» η σύγκρουση εκδηλώνεται με ξαφνική απομάκρυνση της κόρης από το σπίτι του πατέρα, που θα ομολογήσει αργότερα ότι κι αν έφυγε μακριά, εκείνος «εξακολουθεί να είναι μέσα στο κεφάλι της». Η ανατροφή που έλαβε, τρόποι, λόγια, ιδέες, συναισθήματα, όσο κι αν θέλει να τα πετάξει, για να συσχηματισθεί με τα καινούργια του κόσμου, όλα είναι μέσα της διαρκώς παρόντα να την κατευθύνουν ή να την τύπτουν. Ο πατέρας από τη μεριά του δεν μπορεί να εξηγήσει την ξαφνική απομάκρυνσή της, μετά μάλιστα και τον θάνατο της μητέρας της. Τη θεωρεί αδικαιολόγητη, την εκλαμβάνει ως εγκατάλειψη. Περισσότερο όμως του κοστίζει η ψυχική διάρρηξή τους. Νιώθει ορφανεμένος, «ορφάνια αντίστροφη, ένα λιγόστεμα δικό» του, κατά τον ποιητή. Γύρω απ’ αυτή την αντίστροφη ορφάνια πλέκεται όλο το έργο, που ο συγγραφέας το εντάσσει στο ιστορικό πλαίσιο του σύγχρονου Ηνωμένου Βασιλείου. Το δημοψήφισμα για Brexit, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά του, η πολιτική γενικά είναι δυναμικά θέματα, που η διαφορετική οπτική τους μπορεί να γίνει η αφορμή για χάσματα, ακόμη και στις πιο στενές και αδιαπραγμάτευτες σχέσεις. Σε ολόκληρη την πρώτη πράξη ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, μόνος του στη σκηνή, δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας. Υποδύεται κάποιον μοναχικό άνθρωπο, τον Άντυ. Τον ακούμε να προβάρει τα λόγια που θα πει σε κάποιο σημαντικό κι αγαπημένο πρόσωπο που πιστεύει ότι θα τον επισκεφθεί. Ο λόγος του τυπικά είναι μονόλογος, στην ουσία όμως μοιάζει διάλογος, αφού μέσα από τη μνήμη του αναδύονται και εκφέρονται συζητήσεις με ποικίλα πρόσωπα του παρελθόντος. Έτσι, έμμεσα, γίνεται γνωστή η ιδιότητά του, η ιστορία του, το όνομα του αγαπημένου προσώπου που περιμένει εναγωνίως. Οι παύσεις και οι αναπνοές, οι έντονες εναλλαγές συναισθημάτων, η χαρά της αναμονής, η αγωνία μη τυχόν και δεν έλθει, η ενοχή και η συγγνώμη, η αμφιβολία κι η απογοήτευση, η μοναξιά, η παραπονιάρικη αποστροφή προς το απόν πρόσωπο: «σκέφτηκες ποτέ πόσο σκληρό ήταν αυτό που έκανες; Που μ’ άφησε έτσι ολομόναχο;», όλα σκιαγραφούν τον χαρακτήρα του. Οι θεατές παρασύρονται από την υποκριτική τέχνη του Βιρβιδάκη, και ταυτιζόμενοι ίσως με τον Άντυ συμμετέχουν συναισθηματικά στον ασθμαίνοντα ρυθμό της διαβαθμιζόμενης ανησυχίας του. Την κρίσιμη στιγμή της συναισθηματικής έκρηξης, το λεπτό εγγλέζικο χιούμορ του και ο αυτοσαρκασμός, τα απροσδόκητα και οι ανατροπές ελαφρύνουν τη βαριά ατμόσφαιρα. Στην εκτενέστερη δεύτερη πράξη ένα νέο πρόσωπο, άγνωστο στον Άντυ, εισέρχεται απρόσκλητα στη σκηνή και ο διάλογος γίνεται πραγματικός. Τα απρόοπτα διαδέχονται το ένα το άλλο κρατώντας αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η Νάταλι (την υποδύεται με μαεστρία η πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός Έβελυν Σαγώνα), μια μετανάστρια που ζει στην Οξφόρδη, καταφέρνει να μεταβάλει κλιμακωτά την αρχική εχθρότητα του Άντυ σε συμπάθεια. Κι όταν αυτή σκόπιμα οδηγεί τη συζήτηση στο θέμα του Brexit, ο θεατής ξαφνιάζεται από την απρόσμενη μεταμόρφωσή της. Η ήπια κι ευγενική παρείσακτη μετανάστρια, με την αρχική μειλίχια συμπεριφορά, που προσπαθούσε να μαντέψει το πρόβλημα του Άντυ, να το επιλύσει και να του συμπαρασταθεί, μεταβάλλεται σε επιθετική υπερασπίστρια της παραμονής τής Βρετανίας στην ευρωπαϊκή ένωση, προκαλώντας την έντονη αντίδρασή του. Στην μικρότερη τρίτη πράξη παύει η αγωνία του Άντυ. Η λύση έρχεται με την αναμενόμενη επίσκεψη της Μάγιας (την υποδύεται η Μαρία Γιαννικάκη). Η τέχνη της ηθοποιίας, που άριστα κατέχει το νεαρό αυτό κορίτσι, μας είναι γνωστή από τους «Αγώνες», την προηγούμενη παράσταση. Η Γιαννικάκη δεν επαναλαμβάνεται. Ερμηνεύει με πειστικότητα ένα διαφορετικό, στο βάθος, ρόλο: άλλο στιλ εδώ, άλλες κινήσεις, άλλη έκφραση, ταιριαστά όλα στην επαναστάτρια νεαρή κόρη, που αν και εύθραυστη σαν «Χιονονιφάδα» (μεταφορικά ο τίτλος του έργου), δεν θέλει να τερματίσει άδοξα την επανάστασή της. Μόνο συμφιλίωση επιδιώκει: «ήθελα να σου τα πω όλ’ αυτά, να ζητήσω συγγνώμη για όσα λάθη έκανα εγώ και ήθελα να μάθεις την αλήθεια, το λόγο που δεν μπορώ να ζήσω πια εδώ», του ξεστομίζει με κάποια εγγλέζικη ψυχρότητα. Μικρή απόσταση διαδρομής κάλυψε η Μάγια μέχρι τα όρια της συμφιλίωσης. Η εσωτερική απόσταση πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη, αφού πέρασαν δύο χρόνια για να τη διανύσει. Όμως το νεαρότατο της ηλικίας της και ο διαφορετικός τρόπος ζωής που έχει επιλέξει δεν της επιτρέπουν μια απόφαση αρεστή στον Άντυ: «λυπάμαι αν νόμισες πως γύρισα… για να μείνω. Δεν θα μείνω. […]», του λέει σκληρά. Το έργο δεν είναι μελό. Κανένα πρόσωπο δεν κυριαρχεί στο άλλο, η λύση έρχεται μέσα σε κλίμα συγγνώμης, με αμοιβαίες μικρές ή μεγάλες υποχωρήσεις. Τα πρόσωπα δεν αλλάζουν χαρακτήρα, αλλά αλληκατακατανοούνται, ζητούν συγγνώμη και συγχωρούν, συμφιλιώνονται, στα όρια του εφικτού, αποδέχονται τη διαφορετική άποψη, το καθένα κατά τις δυνατότητές του και τη βιωμένη πραγματικότητά του, αλλά ως εκεί. Η Μάγια δεν θα μείνει, παρά μόνο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Η σκηνοθεσία της παράστασης υπηρετεί αυτή τη θέση του έργου. Το κόκκινο πουλόβερ τού Άντυ με την κεντημένη πουτίγκα λαμπρύνεται στην τελευταία σκηνή, της κορύφωσης, με τα πολύχρωμα λαμπάκια της, που ξαφνικά ανάβουν, αντανακλώντας την πρόσκαιρη χαρά του, τη σχεδόν παιδική, που θα κρατήσει όσο το τεχνητό φως από τα λαμπάκια κι εκδηλώνεται με ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι που τραγουδάει σοβαρή η Μάγια.