Χωρίς …δίχτυ προστασίας βρέθηκαν οι Ελληνες την περίοδο της κρίσης, με αποτέλεσμα στον τομέα-κλειδί, που είναι η απασχόληση και οι αμοιβές, η χώρα μας να κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Εχοντας υποστεί τις αρνητικές επιδράσεις της μεγάλης κρίσης και ύφεσης, στη δεκαετία που διανύουμε, όπως επισημαίνει και ο ΣΕΒ στο οικονομικό του δελτίο που δημοσίευσε προχθές, δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα παρουσιάζει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης (52%) μετά την Τουρκία στον πληθυσμό ηλικίας 45-64 ετών.
Την ίδια στιγμή, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα του μέσου Ελληνα διαμορφώνεται στις 14.400 ευρώ (56% του μέσου αντίστοιχου μεγέθους στις χώρες του ΟΟΣΑ), ενώ στην περίπτωση του μέσου Ελληνα με πλήρη απασχόληση, το ετήσιο εισόδημα εκτιμάται στις 21.300 ευρώ έναντι 37.500 ευρώ, που είναι ο μέσος όρος των χωρών του οργανισμού.
Αρνητική είναι και η πορεία του δείκτη που αντανακλά τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς εργασίας και αφορά το ποσοστό του εισοδήματος που χάνεται –με δεδομένη τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους– σε περίπτωση που κάποιος έχει χάσει τη δουλειά του.
Στην Ελλάδα, όπως και στην Ισπανία, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε περίπου 17,5% των αμοιβών που είχε ο εργαζόμενος στην τελευταία του δουλειά πριν βγει στην ανεργία, όταν η σχετική απώλεια εισοδήματος στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ είναι κοντά στο 5%, με την Τουρκία στο 13%.
Οι Ελληνες εργάζονται σε ένα περιβάλλον όπου η ανεργία διατηρείται για πολλά χρόνια σε ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο, με αποτέλεσμα οι μακροχρόνια άνεργοι να αντιστοιχούν στο 17% του εργατικού δυναμικού, όταν ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι μόλις 2%, με την Ισπανία στο 9,5%, την Ιταλία στο 6,8% και την Πορτογαλία στο 6,1%.
Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν το 2018 στην έκδοση του ΟΟΣΑ «Πόσο καλά ζούμε;» και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αξιολόγησης ποσοτικών δεικτών που όλοι μαζί συνθέτουν την εικόνα της ευημερίας σε διαφορετικές χώρες.
Ολα τα μεγέθη αναφέρονται κυρίως σε στοιχεία 2015-2016 και, συνεπώς, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή, καθώς το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας έχει αυξηθεί κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες έκτοτε και μέχρι το 2018. Ωστόσο, ο ΣΕΒ εκτιμά πως οι συγκρίσεις με μεγέθη άλλων χωρών του ΟΟΣΑ μάλλον δεν επηρεάζονται από την έλλειψη πιο επικαιροποιημένων στοιχείων.
Οσον αφορά την ισορροπία εργασίας – σχόλης, οι Ελληνες που δουλεύουν πάνω από 50 ώρες την εβδομάδα ανέρχονται σε 7,3% των απασχολουμένων, με το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί αυτοαπασχολούμενοι να επιβαρύνει την κατάσταση. Ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ, πάντως, είναι 12,6%. Στις ευρωπαϊκές χώρες, με την εξαίρεση της Γαλλίας (7,8%) και της Πορτογαλίας (8,2%), όλες οι άλλες χώρες έχουν ποσοστά μικρότερα της Ελλάδας.
Μεγάλη συμβολή στην ποιότητα ζωής έχει και η υγεία. Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα στην Ελλάδα αναμένεται να ζήσουν 81,1 χρόνια, με τον μέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ να διαμορφώνεται σε 80,1 χρόνια. Πρωταθλήτρια χώρα αναδεικνύεται η Ιαπωνία (83,9 χρόνια) και στην Ευρωπαϊκή Ενωση η Ισπανία (83 χρόνια). Επίσης, οι Ελληνες ενήλικοι που δηλώνουν ότι έχουν «καλή» και «πολύ καλή» υγεία ανέρχονται στα 3/4 του πληθυσμού (74,4%), ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (68,7%). Οι άνω των 65 ετών στην Ελλάδα είναι 20,6% του πληθυσμού, όταν στις ΗΠΑ και Καναδά είναι 15,8% και 17,4% αντιστοίχως.
Τέλος, η έρευνα εξετάζει και μία από τις πιο σημαντικές παραμέτρους που καθορίζουν την ποιότητα ζωής σε μια κοινωνία, το εκπαιδευτικό σύστημα. Με βάση το ποσοστό του πληθυσμού 15 έως 64 ετών που έχει τελειώσει τουλάχιστον δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η Ελλάδα με ποσοστό 71,7% υστερεί του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που διαμορφώνεται σε 74,5%, αλλά και όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (με την εξαίρεση της Ισπανίας με 58% και της Πορτογαλίας με 47%). Κρίνοντας, δε, τις βασικές γραμματικές και αριθμητικές δεξιότητες (με στοιχεία 2012) του ενήλικου πληθυσμού (15-65 ετών), η βαθμολογία της Ελλάδας ανέρχεται σε 253 μονάδες, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 263 μονάδες.