Η Τουρκία αναδείχθηκε πέρυσι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε ό,τι αφορά τη φυλάκιση δημοσιογράφων. Οι «επιδόσεις» της ήταν υψηλότερες κι από εκείνες του Ιράν και της Κίνας. Ο Τζέικομπ Βάισμπεργκ των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς διαπίστωσε έτσι με μεγάλη του ικανοποίηση στη διάρκεια επίσκεψης που πραγματοποίησε την περασμένη εβδομάδα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων ότι ο αριθμός των φυλακισμένων δημοσιογράφων στην Τουρκία έχει μειωθεί από τουλάχιστον 60 σε 7. Την ίδια ημέρα που το κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της ανάληψης στρατιωτικής δράσης στη Συρία, ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Δικαιοσύνης δέχθηκαν την Επιτροπή και άκουσαν τις ανησυχίες της για την κατάσταση του Τύπου και του Διαδικτύου στην Τουρκία.
Αυτά είναι τα καλά νέα, γράφει ο Βάισμπεργκ στη βρετανική εφημερίδα. Τα κακά νέα είναι ότι, παρά τη μείωση του κινδύνου για δικαστικές διώξεις, η κατάσταση των μέσων ενημέρωσης έχει από άλλες απόψεις επιδεινωθεί. Οι δημοσιογράφοι με τους οποίους συναντήθηκε η Επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη περιγράφουν μια ζοφερή κατάσταση φόβου και αυτολογοκρισίας. Ο κυβερνητικός έλεγχος μεγαλώνει και οι ανεξάρτητες φωνές μειώνονται. Η συνολική εικόνα είναι ότι υπάρχει ένα νέο είδος λογοκρισίας, λιγότερο βίαιο, λιγότερο προφανές, αλλά πιο αποτελεσματικό.
Ο πρόεδρος Ερντογάν, ασκώντας παρασκηνιακές πιέσεις, έχει φροντίσει να περάσουν τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης σε φιλικά χέρια. Μέσω της αυθαίρετης επιβολής προστίμων, εφημερίδες χρεοκοπούν, για να περάσουν στη συνέχεια σε φίλους του προέδρου. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Bloomberg, ο Ερντογάν επέβαλε την πώληση της άλλοτε ανεξάρτητης Σαμπάχ σε μια κοινοπραξία επιχειρηματιών της οποίας ηγείται ο γαμπρός του. Η Σαμπάχ είναι σήμερα ένα άτυπο όργανο της κυβέρνησης, που απασχολεί τον γαμπρό του Ερντογάν ως τακτικό αρθρογράφο.
Όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες, το να είσαι ιδιοκτήτης μιας εφημερίδας αποτελεί συνταγή για να χάνεις χρήματα. Οι εταιρείες που επιδιώκουν κυβερνητικά συμβόλαια βοηθούν στην αντιστάθμιση των ζημιών των εφημερίδων που υποστηρίζουν τον Ερντογάν, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο είναι μέρος της «δουλειάς» τους. Με τη σειρά της, η κυβέρνηση καθοδηγεί τη ροή των διαφημίσεων προς μέσα ενημέρωσης που την υποστηρίζουν.
Ο Ερντογάν δυσκολεύεται περισσότερο στον έλεγχο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τον περασμένο Μάρτιο διέταξε τον αποκλεισμό του Twitter και του YouTube επειδή εξοργίστηκε με τη διαρροή των ερευνών για τη διαφθορά. Αλλά το μέτρο αυτό παρακάμφθηκε εύκολα και η χρήση του Twitter ουσιαστικά αυξήθηκε. Πρόσφατα, ο Ερντογάν πέρασε ένα νόμο που επιτρέπει στην αρχή τηλεπικοινωνιών (την οποία ελέγχει) να ζητά την αφαίρεση οποιουδήποτε θέματος από το Διαδίκτυο χωρίς δικαστική εντολή. Ο νόμος αυτός ανετράπη όμως στη συνέχεια από το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο αναδεικνύεται σε προστάτη της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία.
Ο τούρκος πρόεδρος όμως δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες περιορισμού του Διαδικτύου, με το πρόσχημα ότι το χρησιμοποιεί η οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος» για να στρατολογεί οπαδούς. «Κάθε μέρα είμαι και πιο αρνητικά διακείμενος απέναντι στο Διαδίκτυο», είπε στην Επιτροπή στη διάρκεια 90λεπτης συνάντησης που είχε με τα μέλη της.
Τόσο ο Ερντογάν όσο και ο πρωθυπουργός Νταβούτογλου είναι σαφείς στο πώς εννοούν τον ελεύθερο Τύπο. Γι’ αυτούς, δικαιούται να κρίνει την κυβέρνηση, στο βαθμό όμως που η κριτική αυτή είναι «ορθή» και δεν καταφεύγει στην «προσβολή». Ο Νταβούτογλου είπε στην Επιτροπή ότι με τον όρο «προσβολή» εννοεί τις «επιθέσεις εναντίον του τουρκικού έθνους». Όταν λοιπόν σημειώνονται τέτοιες «επιθέσεις», η κυβέρνηση φροντίζει να εξουδετερώνει τους δράστες είτε μέσω αγωγών είτε ζητώντας την απόλυσή τους. Από τις διαδηλώσεις στην πλατεία Ταξίμ μέχρι σήμερα έχουν απολυθεί πάνω από 80 δημοσιογράφοι ύστερα από πολιτικές πιέσεις.
Οι ξένοι δημοσιογράφοι πάλι, που είναι πιο δύσκολο να απολυθούν, γίνονται αντικείμενο δυσφήμισης. Όταν ο Ερντογάν κατήγγειλε την ανταποκρίτρια του Εκόνομιστ, η τελευταία δέχθηκε βροχή απειλών. Πριν από λίγες εβδομάδες, η ανταποκρίτρια των Νιου Γιορκ Τάιμς Τσεϊλάν Γεγκινσού αναγκάστηκε να φύγει από την Τουρκία για λόγους ασφαλείας, καθώς ο Ερντογάν την κατήγγειλε εξαιτίας μιας λεζάντας σε ένα ρεπορτάζ της. Τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης τη χαρακτήρισαν αμέσως κατάσκοπο των Αμερικανών και προδότρια…
(Πηγή: ΑΠΕ με πληροφορίες από τους Financial Times)