Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

“Χίτλερ να μην το καυχηθείς”…

«Στην αρχή ακούστηκε μια υπόκωφη βοή σαν θαλασσομούγκρισμα αλαργινό που γρήγορα εξελίχθηκε σε άγριο καταλυτικό βόμβο από μηχανές, σε κάτι πέρα και πάνω από τα μέτρα που είχα συνηθίσει. Ένα τρομερό ηχητικό τόξο κάλυπτε το μισό ουράνιο θόλο προς τον βορρά και βιαστικά προχωρούσε και προς τ’ άλλα σημεία του ορίζοντα, δυναμώνοντας ακατάπαυστα και συγκλίνοντας από παντού, πνίγοντας κάθε καταφυγή στο φυσικό σύμπαν. Πρώτη φορά, καταλάβαινα, πως και από μόνος του ο ήχος μπορούσε να γίνει απειλή για τη ζωή και την ίδια τη Γη. Είχα τώρα κι ένα παράξενο αίσθημα πως ζάρωνα και μίκραινα πολύ, τόσο που κινδύνευα να μην υπάρχω πια. Σ’ αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση σήκωσα τα μάτια κι είδα πως τ’ αεροπλάνα που είχαν σκιάσει πάνω μου ένα μεγάλο μέρος τ’ ουρανού, είχαν αρχίσει ν’ αφήνουν σαν νιφάδες τ’ αλεξίπτωτα, να φέρνουν γύρους, να πολυβολούν και να ρίχνουν βόμβες, ένα πανδαιμόνιο – συντέλεια κοσμική». Από το βιβλίο του Κίμωνα Φαραντάκη (Δραπανιάς Κισσάμου) “Τα χρόνια του χάλκινου ουρανού”.

«Πάνω στο μικρό χωριό, υπάρχει μεγάλος αναβρασμός. Όλοι έχουν γυρίσει από τα χωράφια και οι άνδρες έχουν μαζευτεί στο καφενείο, όπου συζητούν μεγαλόφωνα για το τι επιβάλλει το χρέος και η τιμή σε τέτοιες ώρες. Κανείς από αυτούς δε βρίσκεται σε στρατεύσιμη ηλικία. Αυτοί οι άνδρες συζητούν πώς να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια και τη λευτεριά τους από αυτόν τον παράξενο και ουρανοκατέβατο εισβολέα. Καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που πίστεψαν τα λόγια του Μεταξά και παρέδωσαν πριν λίγους μήνες τα όπλα τους, γιατί τάχα τα είχε ανάγκη ο στρατός μας. Ένα γκρας και ένα λέμπελ αποτελούσαν το “βαρύ οπλισμό” ολόκληρου του χωριού. […] Ο υπόλοιπος οπλισμός αυτών των ανδρών, που είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν ήτανε κυνηγετικά όπλα, ξιφολόγχες, τσεκούρια και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς». Από το βιβλίο του Δημήτρη Νικ. Καρτάκι (Πλακάλωνα Κισσάμου) “Η Κίσσαμος στη μάχη της Κρήτης”.

«Οι ξένοι -Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Άγγλοι- που είχαν ταχθεί να υπερασπίσουν τα κρητικά χώματα, ανεπαρκώς οπλισμένοι, κουρασμένοι και με πεσμένο ηθικό από την περιπέτεια τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, πολέμησαν στη δεκαήμερη μάχη (20 έως 30 Μαΐου) με γενναιότητα, μ’ όλο που στον ουρανό κυριαρχούσαν ανεμπόδιστα τα γερμανικά αεροπλάνα. Όμως εκείνο που προκάλεσε τον θαυμασμό συμμάχων και εχθρών είναι η απροσδόκητη κινητοποίηση του ντόπιου πληθυσμού και η συμμετοχή του στη μάχη. Αστράτευτοι μεσήλικες, ηλικιωμένοι κι έφηβοι, ακόμα και γυναίκες, ξεκρεμώντας από κάποια απόκρυφη γωνιά του σπιτικού το παμπάλαιο τουφέκι -κειμήλιο των επαναστατικών αγώνων- έτρεξαν στους κάμπους, όπου προσγειώνονταν αλεξιπτωτιστές. Πολλοί απ’ αυτούς μην έχοντας όπλο έπαιρναν μαζί τους κάποιο γεωργικό εργαλείο, που θα μπορούσε να τους χρησιμεύσει για το πρώτο χτύπημα εναντίον κάποιου μισοζαλισμένου “ουρανίτη”. Δεν ήταν η ψυχρή λογική που κατηύθυνε αυτά τα κινήματα. Ήταν η αυθόρμητη αντίδραση που λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο που είχε λειτουργήσει και στις γενιές των απελευθερωτικών αγώνων του νησιού». Από το βιβλίο του Αλεξ. Κ. Δρουδάκη (Χανιά) “Να η Κρήτη”.

Μικρό αφιέρωμα στη “Μάχη της Κρήτης”, που άρχισε σαν αύριο, 20 Μαΐου 1941 και κράτησε δέκα μέρες…

Και… στα πεταχτά

«Καρδιά στο ψηφοδέλτιο ζωγράφισα και πάλι/ κι όλες τις ψήφους, μάτια μου, στις έκαμα χαλάλι», μας λέει στην πρώτη σημερινή της μαντινάδα η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Στο ίδιο “ερωτικό μοτίβο” και η δεύτερη: «Βιόλες εγνώρισα πολλές, μα ’γω ψηφίζω μία,/ μου κυβερνάει την καρδιά με αυτοδυναμία», μας λέει. Κατά τ’ άλλα… «Πελεκά ντο μοναχή τζη η γαϊδάρα το σωμάρι/ γή μακρύ τζη γή στενό τζη αποτή τζη θα το βάλει», για να θυμηθώ την παλιά μαντινάδα. Μία κι άλλη μία έμειναν. Άκου “γαϊδάρα” ο κυρίαρχος λαός, άκου “γαϊδάρα”…

Το τι θα γίνει στις μεθαυριανές εκλογές είναι ένα ζήτημα και το τι θα γίνει μετά τις εκλογές είναι ένα άλλο ζήτημα. Για να δούμε τι θα δούμε… Πάντως η εποχή που οι εκλογές ήταν η χαρά του Έλληνα, φαίνεται ότι πέρασε – διαρκώς αυξανόμενο το ποσοστό της αποχής. Εν πάση περιπτώσει και εν περιπτώσει πάση μεγάλο το άτυπο κόμμα εκείνων που για διάφορους λόγους απέχουν. Έτσι για την ιστορία. Το ρεκόρ συμμετοχής στις κάλπες κατερρίφθη το 1981, όταν ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, με ποσοστό 84%. Άλλες εποχές.

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες,/ ποτέ από το χρέος μη κινούντες/ δίκαιοι κι ίσα σ’ όλες τες πράξεις/ αλλά με λύπη κι όλες κι ευσπλαχνία». Από το ποίημα “Θερμοπύλες” του Κ.Π. Καβάφη.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα