Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Χορεύοντας με τον χρόνο

Οι τέχνες με αισθητική αξία, Καλές Τέχνες, όπως έχει επικρατήσει σαν ορισμός, επτά τον αριθμό. Μετά τις Εικαστικές, την Αρχιτεκτονική, Γλυπτική, Ζωγραφική, ακολουθούν η Ποίηση, η Μουσική, ο Χορός και ως έβδομη τέχνη ο Κινηματογράφος.
Στη χώρα μας, ίσως να μην έχει γίνει αντιληπτό, ο Χορός αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού της, μάλιστα τον πλέον εκφραστικό, τον συναντάμε στην Αρχαία Ελλάδα από το βάθος του ιστορικού χρόνου ως μέρος λατρευτικής τελετής είτε μέρος μιας φυσικής και ψυχολογικής προετοιμασίας για μια μάχη ή έναν πόλεμο και άλλοτε ως μία ευχαριστία προς τους θεούς για τη νίκη.
Επίσης ο χορός ήταν μέρος στην τελετή ενηλικίωσης των εφήβων, τον λεγόμενο πυρρίχιο, όπου και κρινόταν ο έφηβος για την ικανότητά του στη χρήση των όπλων που του πρόσφερε η πολιτεία για την υπεράσπισή της. Τελετές ενηλικίωσης υπήρχαν και στις γυναίκες· σημαντικότερη ήταν η Αρκτεία. Εκεί οι νεαρές δεσποινίδες χορεύοντας τελούσαν το μυστήριο της Άρκτου στην Αττική, λατρεία όπου γινόταν η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, στη βιολογική γονιμότητα και έπειτα στον γάμο. Ακόμη ήταν μέρος των μεγάλων Αττικών Εορτών όπως τα Παναθήναια, τα Αθηναϊκά Ανθεστήρια καθώς και στη γιορτή της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Επίσης στην Αρχαιοελληνική μυθολογία, ο χορός ήταν ένα μεγάλο μέρος του μύθου.
Με τους Κουρήτες χορεύοντας να κρύβουν το κλάμα του μικρού Δία, αποτρέποντας τον θάνατό του, τις Νύμφες να χορεύουν κρυμμένες μέσα στις σπηλιές καθώς και τις Μούσες με τον δικό τους χορό πάνω στον Όλυμπο και στον Ελικώνα, μάλιστα μία εξ αυτών η Τερψιχόρη ήταν προστάτιδα του χορού!
Επίσης, ο χορός ήταν μέρος του αρχαιοελληνικού θεάτρου, προβάλλοντας σε δεύτερο πλάνο (κατά κάποιο τρόπο) το βαθύτερο νόημα του έργου είτε σε μια Αριστοφανική κωμωδία είτε σε μια τραγωδία του Σοφοκλή ή σαν αυτή του Ευριπίδη. Ο χορός αυτός δεν εκφραζόταν πάντα με την κίνηση του σώματος, ενίοτε και χωρίς αυτή, είχε δε την ιδιαιτερότητα να συμμετέχουν μόνο άντρες.
Στην εξέλιξή τους, οι αρχαιοελληνικοί χοροί πέρασαν στο Βυζάντιο όπου έγιναν μέρος της κοινωνικής ζωής και κατόπιν εντάχθηκαν στην ελληνική παράδοση. Γι’ αυτό και οι ελληνικοί χοροί κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες.
Από τις Δελφικές εορτές του Σικελιανού το 1927 και μετά, ο χορός εντάχθηκε ξανά στο αρχαίο θέατρο ως μέρος της θεατρικής πράξης, όπου χρησιμοποιήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο κατόπιν από τους Ροντήρη, Πολίτη, Βεάκη, Βολανάκη, Ευαγγελάτο και πολλούς άλλους.
Ο ελληνικός χορός στην έντεχνη μορφή, ως χοροθέατρο, είτε στην παραδοσιακή, υπηρετήθηκε πιστά για πάνω από μισό αιώνα από τις τρεις κυρίες που έζησαν, δημιούργησαν και πρόσφεραν παράλληλα και οι τρεις φεύγοντας από τη ζωή τη δεκαετία του ογδόντα. Ήταν η Κούλα Πράτσικα, η Ραλλού Μάνου και η Δώρα Στράτου.
Η πρώτη της συντροφιάς, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1919, αλλά έζησε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Αρσάκειο και κατόπιν σπούδασε στη Βιέννη ρυθμική και χορό. Το 1927, συμμετείχε στην αναβίωση των Δελφικών εορτών των Σικελιανού – Πάλμερ, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη παράσταση στον Προμηθέα Δεσμώτη. Επίσης δίδαξε για πολλά χρόνια ρυθμική και χορό στο Εθνικό θέατρο. Έδωσε πολλές παραστάσεις με τους αρχαίους χορούς στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο καθώς και στο εξωτερικό με πολύ μεγάλη επιτυχία. Με ανάλογο τρόπο και επιτυχία παρουσίασε και χορούς της Αναγέννησης. Στα μισά της δεκαετίας του εβδομήντα, παραχώρησε τη σχολή της Ρυθμικής Σχολής Πράτσικα στο Ελληνικό κράτος, όπου στη συνέχεια λειτούργησε ως Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης. Τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο του Ερυθρού Σταυρού καθώς και με το μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε τον Γενάρη του 1989.
Η έτερη της συντροφιάς η Ραλλού Μάνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1915. Υπήρξε αξιόλογη χορογράφος, καθηγήτρια χορού και χορεύτρια. Ξεκίνησε κοντά στην Κούλα Πράτσικα, κατόπιν πήγε -το 1947- Παρίσι, Αμερική, Μόναχο και Αγγλία. Επιστρέφοντας ίδρυσε τη σχολή Ραλλού Μάνου, στο ελληνικό χορόδραμα είχε κάνει πολλές χορογραφίες σε παραστάσεις όπως Ερωφίλη, Ορφέας και Ευρυδίκη, Μήδεια και πολλές άλλες. Δημοσίευσε αρκετά κείμενα για τον χορό και τη χορογραφία καθώς και βιβλία, ενώ για το σύνολο της προσφοράς της τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το χάλκινο μετάλλιο. Πέθανε το 1988.
Η τρίτη της συντροφιάς, η Δώρα Στράτου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1903, ήταν κόρη του πολιτικού και πρωθυπουργού Νικολάου Στράτου, όμως έχασε τον πατέρα της, όταν με θανατική ποινή εκτελέστηκε το 1922 και δήμευση της περιουσίας των γονιών της. Κατόπιν, έφυγε για το εξωτερικό, σε Ευρώπη και Αμερική, όπου σπούδασε υποκριτική, χορό, επέστρεψε το 1932, όπου ασχολήθηκε με το φιλανθρωπικό έργο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Αργότερα, μετά την κατοχή και τη λήξη του πολέμου, παρουσιάστηκε ανάγκη ενός κέντρου καταγραφής παραδοσιακών χορών και των δημοτικών τραγουδιών, πράγμα που ανέλαβε η Δώρα Στράτου, δημιουργώντας την Εταιρεία Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού, δίνοντας παραστάσεις, στην αρχή στο αρχαίο θέατρο του Πειραιά και κατόπιν στο λόφο του Φιλοπάππου· στο θέατρο που φέρει και το όνομά της, όπου υπάρχει Μουσείο παραδοσιακής φορεσιάς.
Επίσης, έδωσε πολλές παραστάσεις στο εξωτερικό. Το έργο της αναγνωρίστηκε διεθνώς καθώς και από την ελληνική πολιτεία, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και από τον Όμιλο Ρόταρυ. Πέθανε το Γενάρη του 1988.
Τελικά, η προσφορά και το έργο αυτής της συντροφιάς είναι πολύ μεγάλο, ίσως μάλιστα να μην έχει γίνει αντιληπτό όσο θα έπρεπε κι αυτό γιατί χάριν σε αυτές τις κυρίες ο ελληνικός χορός ανασυστάθηκε, ξέφυγε από τη γραφικότητα και φολκλόρ και έγινε ένα κομμάτι του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα