Αγκομαχούσε το καράβι μεσοπέλαγα, σ’ έναν άνισο αγώνα με τα λυσσασμένα, κύματα. Ξεπόρτισα στο κατάστρωμα να ρουφήξω αγέρα θαλασσινό. Δεν άντεχα την μπόχα από τσιγάρα, βρώμικα χνώτα, ιδρώτα κι εμετά.
Νύχτα άναστρη κι αφέγγαρη, μόναχα τα αφρισμένα θεριά ξεχώριζαν αγγρισμένα που ορμούσανε να καταπιούν το σιδερένιο κήτος. Δαιμονισμένος ο αγέρας, γαντζώθηκα στη κουπαστή κι βροχή συνέχιζε με δύναμη προς τη μεριά την άλλη. Σταυροκοπήθηκα με κόπο κι έκανα δέηση στον Άγιο της θάλασσας να τη μερέψει, να φτάξουμε ζωντανοί στο λιμάνι. Δυνάμεις υπερφυσικές αρπούσανε τα μαυρισμένα σύννεφα τα καταχτυπούσανε ένα με τ’ άλλο και πύρινες σπαθιές ξεσκίζανε ουρανό και πέλαος.
Στο αντιφέγγισμα μιας αστραπής, εκεί στο μισοσκόταδο, καμωμένη ένα με τα σιδερικά, ξεχώρισα αθρώπινη φιγούρα που θωρούσε αντίκρα σαν κάτι ν’ απάντεχε. Βάλθηκα να τον εξερευνώ. Ένα βροντερό αστροπελέκι, πυρπόλησε τα σύννεφα χάθηκε στα μαυρισμένα βουνά της Ντιάς, γιόμισε τρομαχτική λάμψη καράβι και γιαλός. Ξανακοίταξα, κάτι, κάποιον μου θύμισε. Έκαμα να τον σιμώσω, δείλιασα. Δε μπορεί να ‘ναι αυτός. Τελευταία φορά που τον είδα, δυο χρόνια πριν, δεν είχε μια πιθαμή γένια και τα μαλλιά του ήντουσαν μαύρα.
Μού ‘ρθε στο νου ένα πρωινό, χρόνια πριν, σαν πρωτοπήγα στο γραφείο του, στην Τράπεζα. Κάτι να τον ρωτήσω για δάνειο ήθελα. Μ’ εντυπωσίασε η σβελτοσύνη του, το καθαρό του μυαλό, το φιλικό του ύφος, το γελαστό του πρόσωπο. Τα σπινθηροβόλα, αετίσια μάτια του με καρφώσανε στη καρέκλα. Κουβέντες λιγοστές, σταράτες, ζουμερές. Αυτό που άλλοι θα ‘καναν σε τρεις ώρες αυτός ήθελε λίγα μόνο λεφτά.
Μιλήσαμε και γι άλλα εξόν από το δάνειο. Τον συμπάθησα. Χαράχτηκε στο μυαλό μου η ομορφιά του, η ψυχική. Κάθε που πέρναγα λοξοδρόμηζα κι έμπαινα να του πω μια καλημέρα. Ήθελα να τον βλέπω, να τον καμαρώνω, να παίρνω δύναμη. Πάντα κάτι κέρδιζα. Ποτέ του δεν έκανε μια δουλειά. Μιλούσε στο τηλέφωνο και ταυτόχρονα έκανε έλεγχο σε καρτέλες, κι έγραφε κάποιο σημαντικό γράμμα. Μπορεί να ‘γνεφε και στον Ηρακλή τον υποδιευθυντή να του δώσει οδηγίες. Χαιρόμουνα να τον βλέπω. Αψηλός, γεροδεμένος, κι άμα σηκωνότανε απ’ τη καρέκλα, στενεύανε, θαρρείς, οι τοίχοι της κάμαρης. Ποτέ δεν έσκυβε το κεφάλι κι οι πλάτες του γιόμιζαν τη πόρτα.
Αυτός ήταν ο Παναγιώτης, ο Διευθυντής.
Γνωριστήκαμε. Με συμπάθησε, μ’ εκτίμησε κι αυτός, γινήκαμε φίλοι. Τον καφενέ τον σιχαινότανε. Είχε όμως αδυναμία στα κουτούκια και το καλό κρασί. Του άρεσε κι ο χορός. Δεν ήξερε βήματα, μα σαν ερχότανε στο κέφι, δε κρατιότανε. Αρπάγες τα μάτια του, με κλονίζανε. «Γιώργη, μπλαντώ. Σήκω.» Πεταγόμουνα και ξεχειλισμένοι μεράκι, χαρές και καημούς, στεκόμασταν ορθοί, κοιταζόμασταν, αγκαλιαζόμασταν κι ακλουθούσαμε την παθιασμένη μουσική.. Μιλούσαμε με την ψυχή, με τα κορμιά μας.
Όλοι τον ήξεραν, όλους τους είχε εξυπηρετήσει, όλοι θέλανε να τον κεράσουνε, να τον καμαρώσουνε να διευθύνει την Τράπεζα ή την παρέα.
Η γυναίκα του, λιγνόκορμη, λίγο αψηλή με μαύρα βαθιά μάτια κι αδρές βλεφαρίδες, με σαρκώδη χείλια, και καστανά σγουρά μαλλιά. Ξεχωριστή φροντίδα έδινε για το κορμί της και ποτέ δε παράβλεπε τη γυμναστική, το τένις, κάθε ευκαιρία για ορειβασία. Αν και σαραντάρα θα τη ζήλευε ένα εικοσάχρονο μανεκέν.
Φιλάρεσκη και, με σπάνια θηλυκότητα, ήξερε να προβάλλει την ομορφιά της και μισοαποκάλυπτα τα στρατηγικά σημεία του κορμιού της. Λοξοκοίταγε κι ο Παναγιώτης, μα δε θύμωνε. Το βράδυ όμως σα πηγαίνανε για ύπνο τα δύο παιδιά τους, την έπαιρνε στα χέρια του και στο μεγάλο κρεβάτι. «Μ’ αναστάτωσες πάλι σήμερα,» της έλεγε. Ήταν και καλός, μα πιστός εραστής. Άμα θύμωνε καμιά φορά, πράμα όχι σπάνιο, κόντευε αυτή, με τάχα τυχαία ανοιχτά τα κουμπιά, έβλεπε αυτός αχνιστή τη τρυφερή σάρκα, την αγκάλιαζε, τη φίλαγε, πηγαίνανε μέσα, ηρεμούσε. Γιατί ήτανε κι από μέσα της η Ευγενία ένας άγγελος. Καλοσυνάτη, ήρεμη, γελαστή, πρόσχαρη. Δεν εκνευριζότανε, πάντα φορούσε ένα σπάνιο χαμόγελο. Και στη μαγειρική δεν υπήρχε καλλίτερη. Γι αυτό κι ο άντρας της την είχε σα μπιμπελό και δε της χάλαγε ποτέ χατίρι. Τα καλλίτερα ρούχα, διασκεδάσεις και ταξίδια
Είχε κι έναν αδερφό ο Παναγιώτης. Φανατικό ψαρά. Τον Αντρέα. Είχε ένα γερό σκαρί με εξωλέμβιο κι όποτε ξεπερισσεύανε χρόνο, πού τους έχανες, πού τους έβρισκες, στο ψάρεμα. Μια ανοιξιάτικη Κυριακή απόγεμα, στην εκκλησιά του Αγίου Μηνά του Πολιούχου, περίμενε η νύφη κι ο γαμπρός τον κουμπάρο να αλλάξει τα στέφανα, μα αυτός δε φαινότανε. Βιαστικός ο παπάς, τους έβαλε μέσα και βρήκανε εφεδρικό κουμπάρο. Ξεκίνησε το μυστήριο και την ώρα που θα βάζανε τα δαχτυλίδια, χιμήξανε στην εκκλησιά ο Παναγιώτης με τον Αντρέα, αναμαλλιασμένοι, να βρωμάνε ψαρίλα και λεμόνι, στηθήκανε ως ήτανε πίσω από τους νεόνυμφους. Σαν ήρθε η ώρα, αρπάξανε τα στέφανα, και τα αλλάζανε σταυρωτά στα κεφάλια τους. Κάθε φορά που τα σταυρώνανε, ψιθυρίζανε: «Πέντε σαργούς, δώδεκα μελανούρια». Ήταν η τελευταία ψαριά με το παραγάδι που τους ανάγκασε ν’ αργήσουνε. Τα ‘κουγε ο γαμπρός και δάγκωνε τα χείλη του. Ήτανε, βλέπεις ο τρίτος της παρέας.
Μπουνάτσα πάλι, μια Κυριακή πρωί, ψαρεύανε ανοιχτά το Καβουκοχώρι, έπιασε ξαφνικό μπουρίνι, μέχρι να σύρουνε το παραγάδι θέριεψε, τους πήρε από κάτω . Πασκίσανε να κουμαντάρουνε το σκάφος ζορίστηκε η μηχανή, έσπασε, έφυγε στον πάτο. Λίγο ‘κόμα να τους καταπιούν τα κύματα. Ευτυχώς δούλεψε ο ασύρματος τους βγάλανε οι άντρες του λιμενικού.
Καινούργιο αστροπελέκι όμως με έβγαλε από το λήθαργο. Ξανασκίστηκαν τα ουράνια, χίμηξε το φως, πρόσεξα, μ’ είχε κοντέψει κάμποσο η φιγούρα. Κοιταχτήκαμε, σπαθιά οι ματιές μας καρφωθήκανε και χωρίς να πούμε λέξη πέσαμε με δύναμη ο ένας στην αγκαλιά του αλλουνού. Η βροχή ερχόταν πάνω μας, μα πού να το νιώσουμε. Αφουγκραζόμασταν τις καρδιές, τα νεύρα, τα χνώτα μας. Δε νιώθαμε τίποτ’ άλλο. Κι οι πύρινες λάμψεις μου δείχνανε έναν αλλιώτικο Παναγιώτη.
―Δεν άλλαξες ρε Γιώργη. Πού στο διάολο ήσουνα τρία χρόνια;
―Άστα. Φουρτούνες. Ξέρεις η ζωή…, Δεν είπα για τα μαλλιά ούτε τα γένια του τα άσπρα. Σφίχτηκα και προσποιήθηκα.
—Κι εσύ φίλε μου μια χαρά φαίν…
―Σταμάτα, έχω καθρέφτη και ξέρω. Μ’ έκοψε απότομα. Άσε τα γλυκανάλατα των γυναικώνε κι έλα μέσα μη βρεχόμαστε, να σου πω.
Έσπρωξε με δύναμη τη βαριά πόρτα, μας άρπαξε η μπόχα, κάτσαμε κατάχαμα σε μια γωνιά, αντικριστά και κοιταζόμασταν. Το καράβι μια ανέβαινε και μια γκρεμιζότανε στο βάθος. Οι επιβάτες σκορπισμένοι στο βρώμικο πάτωμα κρατούσανε άλλος τη κοιλιά του, άλλος το κεφάλι του κι άλλος το στόμα του. Ένας το ‘χε φράξει μ’ ένα λεμόνι. Κι ο μελαψός άντρας δίπλα στη γύφτισσα με το παρδαλό μακρύ φουστάνι, καθισμένος κατάχαμα και με τη πλάτη στο τοίχο είχε γείρει το κεφάλι πίσω και πρόβαλαν, σα μάσκα τραγωδίας, δυο τόξα μ’ ολόχρυσα δόντια από τα ’νοιγμένο στόμα του. Κάποιος πετάχτηκε σαν ελατήριο ολοκίτρινος, με τα μάτια γουρλωμένα και τα χέρια σφιχτά το ένα στο στόμα και το άλλο στη κοιλιά, χάθηκε στη τουαλέτα για να φανεί σε λίγο πανιασμένος και να σωριαστεί πάνω στο γύφτο.
Γύρισα στον Παναγιώτη, τον πρόσεξα, δεν έμοιαζε. Όλο ρυτίδες, αυλακωμένα τα μάγουλα και χείλια ζαρωμένα. Τα μαλλιά του αναργιεμένα, άσπρα, τα γένια του μακριά, γκρίζα. Φαινότανε γέρος.
Τον ρώτησα, αδιάφορα τάχα.
― Λέγε. Τα νέα σου.
Αντί γι απάντηση, τινάχτηκε απάνω, πέταξε μια ψεύτικη καληνύχτα, βάλθηκε να φύγει. Τρόμαξα με το φέρσιμό του, δε μίλησα. Αυτός, έκανε δυο δρασκελιές, πισωγύρισε αλαφιασμένος.
—Η Ευγενία ρε…. Άστα, κι έκανε να χαθεί.
Έτρεξα, τον άρπαξα, γαντζωθήκαμε σε μια κολώνα, στυλωθήκαμε αγκαλιά.
Και μού ‘πε για την Ευγενία, το μπιμπελό του.
―Επέτειο γάμου είχαμε και γυρίζαμε από μια κρουαζιέρα. Εκεί γαμώτο, στη λουξ καμπίνα που κοιμόμασταν για πρώτη φορά μού ‘πε «Αγάπη μου πονάω εδώ», κι έδειξε λεκάνη και μηρούς. Αυτό ήταν.
Σταμάτησε και σφούγγιξε με το μανίκι τα στεγνά του μάτια.. Πήγα να ρωτήσω δειλά, μ’ έκοψε με μια γοερή φωνή που τρόμαξα στο άκουσμά της.
―Έξι μήνες βάσταξε.
Πλημμυρίσανε τα μάτια μου, θολώσανε, έμεινα ολόρθος σαν πέτρα, ολομόναχος.
Στο λιμάνι πια τον ξεχώρισα από μακριά, να κατεβαίνει βιαστικός τις σκάλες. Φώναξα, δεν άκουσε ή δεν ήθελε ν’ ακούσει, μη με στεναχωρέσει άλλο. Τον ήξερα καλά. Παράτησα τα μπαγκάζια, έτρεξα, τον πρόκανα στο δρόμο. Στράφηκε απότομα μου πικροχαμογέλασε, και μού ‘γνεψε να τον ακολουθήσω. Μ’ ένα παλιό σακίδιο στη πλάτη, αναμάζωξε τις δυνάμεις του και τράβηξε ίσια. Δεν είχε ακόμα φέξει, κι ως λόξεψε, έσβησε στα σκοτεινά σοκάκια. Γρηγόρεψα το βήμα μου να τον προκάνω, χάθηκε πάλι. Κατάλαβα. Ξεδιπλώθηκαν δυο τρία λασπωμένα δρομάκια, τα προσπέρασα, βγήκα στη γυαλιστερή πλατεΐτσα κι ανηφόρησα το μπεντένι. Τον κόντεψα και μαζί, κατεβήκαμε λίγα σκαλιά, μπήκαμε στο κουτούκι του Αποστόλη. Γνωστός. Πάντα περίμενε τους μερακλήδες και ξενύχτηδες.
Γεμίσαμε ένα τραπέζι και σκορπίσανε πάνω μεζέδες, κρασί και πίκρες.
Δεν είπα τίποτα για μένα. Περίμενα αυτόν.
Δεν προλάβαιναν να φύγουνε απ’ την καρδιά τα δάκρυα, τα ρούφαγε μέσα της, και με τα μάτια στεγνά, μου ξεστόρισε για το χαμό της γυναίκας του. Άδειασε το μπουκάλι με το μπρούζικο κρασί, ξαναγέμισε, άδειασε το μαγαζί, ήρθε ο κάπελας που μας ήξερε καλά, μας κέρασε, μας έγνεψε, συμφωνήσαμε.
Ζώσανε τραπέζια καρέγλες και ντουβάρια οι νότες, χίμηξε η μουσική, μας συγκλόνισε, άναψε το αίμα, σηκωθήκαμε. Μ’ έσφιξε, να με πνίξει. Έγειρε στον ώμο μου κι έσυρε φωνή ματωμένη λες κι έβγαινε από τα έγκατα της γης.
―Ξέρεις ρε: Πονώ ρε. Κι ο Αντρέας, ο αδερφός μου, κι αυτός ρε με παράτησε. Είναι, και τρέξανε χοντρές τώρα οι σταγόνες απ’ τα μάτια του κι αφήσανε στάμπες στο πάτωμα, είναι τώρα, εδώ κι οχτώ μήνες, στη θάλασσα. Στο πάτο της θάλασσας.
Χαρακώσανε, σκιστήκανε τα σπλάχνα μας. Γύρισε σα το ανήμερο θεριό, έγνεψε του Αποστόλη, τινάχτηκαν οι δοξαριές, βούιξε το καπηλειό, αγκαλιαστήκαμε γερά, σκύψαμε, πήραμε φόρα κι αρχίσαμε να χορεύουμε με πόνο, με πάθος.
Έτσι. Όπως τότε, με την Ευγενία και τον Αντρέα. Όλοι μαζί ένα κουβάρι…