Μικρό χωριό μου που “Φλακή” είναι το όνομά σου
ποτέ τους δεν σε ξέχασαν τα γνήσια παιδιά σου.
Τα σπίτια όπου ζούσανε οι άνθρωποί σου τότες
είναι χωρίς παράθυρα και με σπασμένες πόρτες.
Παντού υπάρχει μοναξιά, σε δρόμους και πλατείες,
γιατί φύγαν οι κάτοικοι για άλλες πολιτείες.
Η φτώχεια τους ανάγκασε στην ξενιτιά να πάνε
γιατί εδώ δεν είχανε ούτε ψωμί να φάνε.
Και τώρα ζουν στον τόπο σου γέροντες και γριούλες
κι ούτε κουδούνια κοπαδιών δεν παίζουν στις ραχούλες.
Θυμάμαι που ήμουνα μικρός τα ευλογημένα χρόνια
που σφίζανε από ζωή κάμποι, βουνά κι αλώνια.
Κι εδά γυρνούν οι χωριανοί από τους άλλους τόπους,
οι λιγοστοί που ακόμα ζουν, με αλλαγμένους τρόπους.
Θλίβομαι που δεν γίνεται να μαζευτούμε πάλι
και να σφιχτούμε όλοι μαζί σε μια μεγάλη αγκάλη.
Κι ετσά θα ζω με τ’ όνειρο εκειά να πάω να κάτσω,
να πάρω ανάσα λυτρωμού, για πάντα να ησυχάσω.