Συγκοινωνούντα
Στην Τέχνη δοχεία ως μετά κριτική
Το γυμνό σώμα ικεσία και απειλή
Η μυρωδιά του έρωτα
Ανοίγεις το παράθυρο
Να φύγει η μυρωδιά του έρωτα
Μα ξέχασες πως τούτη δεν είναι
Μυρωδιά σαν τις άλλες
Χαράζει το κορμί στο πέρασμα της
Κι ύστερα από χρόνια
Ψάχνεις να βρεις ποια χαρακιά
είναι πιο βαθειά
Σε ποια χαραγματιά έδωσες
τα χρόνια σου.
Λεωνίδας Κακάρογλου από τη
συλλογή «Μονάχα
ο χρόνος ξέρει»
Η παρατεταμένη διάρκεια της έκθεσης στη Δ. Πινακοθήκη του Δ. Ανδρεαδάκη «Ανθρωπομετρίες», ανέδειξε τα οικονομικά και οργανωτικά ελλείμματα του οργανισμού της Πινακοθήκης τα τελευταία χρόνια και λειτούργησε ως άλλοθι για την απερχόμενη αρχή, αναδεικνύω μια αποστασιοποιημένη πτυχή της θεματικής ιδιαιτερότητας της έκθεσης. (1)
ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ Δ. ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗ
Φθινόπωρο του ’14 επίκειται η υγρασία των πρώτων βροχών, αφήσαμε τη συνάφεια από τις βαρβαρικές επιδρομές που ψευτοδώρα έφεραν και αναζητούμε την υγρασία μέσα από την πιο συντροφική ερωτική διάσταση των σχέσεων, γνωρίζουμε βιωματικά τα αναμνηστικά μετά όρια σπιτιού μας, μέσα από το οικείο κέλυφος του.
Στα λευκά σεντόνια/σχεδιάζουν περιγράμματα κορμιών/ και τα στολίζω
Μ΄αναμνήσεις/ Απόμακρες αναλαμπές του νου/ όταν με πιάνει η νοσταλγία
για κορμί τυλίγω μ’ ό,τι βρω μπροστά μου την υγρασία/ και προσποιούμαι πως βρέθηκε το κατάλληλο/ Να με συντροφέψει…
Από τι ποίημα του Λεωνίδα «νοσταλγία για κορμί» που μου θυμίζει πως τελειώνει η έκθεση του Δημήτρη Ανδρεαδάκη «στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και ότι το μεγαλύτερο μέρος της αναδεικνύει το γυμνό σώμα ως διάσταση «ικεσία και απειλή» κατά την Πέπη Ρηγοπούλου, που προφανώς θα έβλεπε στην έκθεση αυτή χωρίς ταμπού το γυμνό βαρόμετρο ακόμα -ίσως- και στον τίτλο «σωματομετρίες».
Γράφει η Πέπη Ρηγοπούλου στο υπερπληθές πόνημα των 630 σελίδων και την περισσότερων από 1000 κυρίως έγχρωμων φωτογραφιών από ένα ευρύ ιστορικά και υφολογικά φάσμα εικαστικών αναφορών.
…και δεν είναι, πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει διότι τα γεννητικά όργανα, όπως υποστηρίζει ο Freud, είναι άσχημα. Είναι γιατί δεν υπάρχει κάτι να αποκαλυφθεί περαιτέρω, είναι η ανίχνευση των ορίων της αποκάλυψης και μάλιστα μιας αποκάλυψης που ο θεατής δε θέλει να δει μπροστά σε άλλους, θέλει να τη δει μόνος του, χωρίς το μάτι του άλλου επάνω του. Η σχέση μ αυτό το έργο είναι ευκολότερα αποκλειστική. Αν κοιτώ ένα τέτοιο έργο και ένας ξένος με κοιτά που το κοιτώ αναιρεί η ματιά μου. «Η της ζωής» εικονίζει «το πράγμα» χωρίς πλαίσιο, γι αυτό και η ματιά έχει ανάγκη, ακόμα κι αν είναι εκτός κοινωνίας… …η μετάβαση από την εξιδανικευμένη στην πραγματική γυναίκα που επιτελείται στη ρεαλιστική απεικόνιση που προτείνει ο Courbet, όπως παρατηρεί η Sarah Faunce, στη μελέτη της “Courbet: Feminist in spite of himself” κάνει τη γυναίκα να αποκτήσει σάρκα και οστά, να ξεφύγει από τον κόσμο της εξιδανίκευσης, όπως για παράδειγμα τον οικοδομεί ο Ingres…”.
Ο ρεαλισμός του Κουρμπέ συνυφασμένος τον 19ου αιώνα με τα μεγάλα ρεαλιστικά λογοτεχνικά έργα του Μπαλζάκ και του Ντοστογιέφσκι αναδεικνύει τη γήινη πλευρά της γυναίκας, μέσα από ένα φυσικό ερωτικό αισθησιασμό σε μια πλαστικότητα όπου «η σάρκα τους είναι χορτασμένη, αποπνέει μια πληρότητα καθώς δέχεται το βλέμμα του θεατή έστω κι αν τα πρόσωπα είναι κάποτε γυρισμένα προς το μέσα μέρος του πίνακα, έχουν τα μάτια κλειστά ή κοιτάνε αλλού…» (2 )
Αυτό δεν κάνει άλλωστε και ο Δ. Ανδρεαδάκης στις (προφανώς μετά το σεξ) γυμνές αισθησιακές απεικονίσεις γυναικείων -χαλαρών σωμάτων- σε ελαιογραφίες μεγάλων διαστάσεων ζωγραφισμένων μεταξύ 2007-2014 και είναι αυτό που με κάνει να δηλώσω δημόσια σε μια εποχή όπου οι όποιες πτυχές των πουριτανικών συντηρητικών στάσεων, δήθεν απελευθερωμένων ανακαλούν προς τιμή του ζωγράφου το ρίσκο στη θέαση των έργων ως ικεσία και απειλή, έστω κι αν ο ίδιος το θεωρεί με βάση την ίδια την ιστορικότητα που ανακαλεί συνειδητά στην αντιμετώπιση αυτής της ζωγραφικής φυσιολογικής διαδικασίας. Ναι, είναι προ-σ-κληση για προβληματισμούς και είναι κάτι που δεν το τόλμησαν να το αναδείξουν δημοσιογραφικά οι όποιοι εμπλεκόμενοι «τεχνοκριτικοί», αλλά αυτό είναι το παράδοξο, δεν το τόλμησαν ούτε ακόμα στα κριτικά τους σημειώματα στο καλόγουστο κατάλογο της έκθεσης οι ίδιοι οι ιστορικοί της τέχνης που προλογίζουν, μια διακριτική αναφορά έκανε ο δρ Θοδωρής Κουτσογιάννης (3 ).
Καμιά αναφορά για τη σημαντική θεματική ενότητα των γυμνών σωμάτων η Ιρις Κριτικού που έμεινε περισσότερο στα πορτραίτα του και φυσικά τις προλογικές γενικολογίες από τους εμπλεκόμενους, ομολογουμένως και αποδεδειγμένα με την υπόθεση της ζωγραφικής. Γι’ αυτό το ρίσκο του Δ. Ανδρεαδάκη ήταν μεγάλο και εγώ ως απλός φιλότεχνος, το αναγνωρίζω.
Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΧΙΜΑΙΡΑ ΩΣ ΑΝΑ-ΔΡΟΜΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
«…Το κρεβάτι μου είναι σταυρός
Απ το φθινόπωρο και δώθε
Αιτία το κορμί σου που προστάζει
Και γελά όσο εγώ κοιμάμαι
Έρχονται τα πρωτοβρόχια
Σιωπή γιατί ο ίσκιος
Του θανάτου χλομιάζει
Η γυμνή καρδιά μου
Είναι στο κρεβάτι
Διαπερασμένη από μια γλώσσα
Που δεν έμαθε να
Το χυμό της
Χύστε τα γλυκά σας παρακάλια
Joyce Mansoyr «Σπαράγματα» 1955(4)
Αυτή τη ρεαλιστική υγρασία, όπου κάνει τα αφημένα στη χαλαρότητα γυμνά του Ανδρεαδάκη να μη συγκρατούν τους χυμούς τους χωρίς να τον νοιάζουν σχόλια αν και κατά πόσο αγγίζουν την πρόκληση, αφού ο ίδιος, ως ρεαλιστής στην ιστορικά συγχρονισμένη μεταπροσαρμογή των: Γκ. Κουρμπέ, Μ. Ντυσάμ, Λ. Φρόυντ και Κ. Κατζουράκη εναποθέτει στο συνθετικό ξεδίπλωμα του γυμνού γυναικείου θέματος την αναλυμένη χρωματοσχηματική φόρμα του σεντονιού ως προηγούμενα ίχνη πάθους, απομεινάρια ζωής στην τροφοδότη ανάμνηση ερωτικής ανάδρομης κατάστασης θανάτου-διαχρονικής αίσθησης – πέρα από τα ίδια τα χρονικά όρια αναβίωσης, μόνο με τη θέση των τσαλακωμένων σεντονιών.
Από το «παλιό τραγούδι» του Λεωνίδα Κακάρογλου (5): «Χθες κοιμήθηκα στο κρεβάτι σου/ τα σεντόνια μύριζαν το σώμα σου τα χάιδευα/ μήπως και μου μιλήσουν/ μόνο σιωπή/ κι όταν κάποτες παράταιρος ήχος έφτανε μέχρις εδώ για μια στιγμή νόμιζα/ πως γύρισες».
Αυτή η διττή κατάσταση του φθαρτού επίγειου κορμιού και της διαχρονικής ανάγκης να συγκρατήσει-παγώσει την ομορφιά της ζωής –ως Τέχνη- είτε με το χρωστήρα του Ανδρεαδάκη είτε με την ποίηση του Κακάρογλου, συνιστά μια φυσική – ρεαλιστική ποιητική που αποτυπώνεται από μια διανοητική ελευθερία που δεν αγγίζει μια συγκρατημένη ελευθεριότητα ούτε την υπηρετεί. Η φόρμα πάσχουσα ανακαλεί δεδομένες μορφές πρωτοπορίας του 19ου και 20ου αιώνα, άρα και δεν δημιουργεί επαναστατικές αντίστοιχες στον μυημένο φιλότεχνο. Ενοχλητικές στον αμύητο προφανώς, ιδιαίτερα αν αυτός προτάσσει αντιλήψεις φαλλοκρατικές ή άλλες συντηρητικές που συναντούν μιαν εποχή πριν τον φεμινισμό της Lou Andreas Salome και το βιβλίο της «Σεξουαλικότητα και ερωτισμός» 1910 (6) ή της Σιμόν ντε Μπωβουάρ (Δεύτερο φύλλο) ή της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ενδεικτικά αντιγράφω από το «Φωτιές»(7 ) (1957)
«Δεν μπορώ να μη βλέπω στον έρωτά σου μια εκλεπτυσμένη μορφή κραιπάλης, ένα στρατήγημα για να περνά ο καιρός, για να ξεχνώ το χρόνο» και το εκπληκτικό βιβλίο του Walter F. Otto «Διόνυσος, μύθος και λατρεία» (1933)(8) όπου ανακαλεί το Νίτσε καταληκτικά «Βούληση για δύναμη». «:Αισθητικότητα και ωριμότητα. Το εφήμερο θα μπορούσε να ως απόλαυση της παραγωγικής και καταστροφικής δύναμης, ως συνεχής δημιουργία».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Η έκθεση του Δ. Ανδρεαδάκη τελειώνει στις 30 του μήνα εγκαινιασμένη τον Μάρτιο ανεξάρτητα από την αξία της λειτούργησε αναπόφευκτα ως λύση στην ελλειψη εκθεσιακού σχεδιασού της Δημοτ. Πινακοθήκης (για το θέμα θα επανέλθουμε).
(2) Αναφορά της Π. Ρηγοπούλου από το κεφάλαιο O. Courbet “Φεμινιστής παρά τη θέλησή του” η σημαντική ιστορικός της τέχνης αναλύει τον χώρο του φεμινισμού στη τέχνη μ’ αφορμή το περίφημο έργο του Κουρμπέ “η πηγή της ζωής” που έκρυβαν τόσα χρόνια οι Γάλλοι στο Λούβρο.
(3) Ο Θοδωρής Κουτσογιάννης συνοπτικά αναφέρει για τις γυμνές στάσεις του Α. “Ιδίως στις γυμνογραφίες” με έναν έντονο απροκάλυπτο και ειλικρινή ερωτισμό, το γυναικείο σώμα παρουσιάζεται με έναν σύγχρονο τρόπο ως το αρχέτυπο της μητέρας- φύσης, δύναμης ζωοδότρας, πηγής ζωής. Η ενεργητική απόδοση της σάρκας μας παρουσιάζει τη μορφή ζωντανή, πλήρη ενέργειας και ζωτικότητας μας την αποκαλύπτει παλλόμενη έμπλεη αισθήματος και πάθους.
(4) Joyce Mansoyr από τη συλλογή “Κραυγές Σπαράγματα Ορνια” σε απόδοση Εκτορα Κακναβάτου εκδ. “Αγρα”
(5) Λεωνίδας Κακάρογλου από την καινούργια του συλλογή “Μνήμη σχεδόν πλήρης” βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ με εξώφυλλο το έργο του Μιχάλη Μανουσάκη (Ακρυλικό και κάρβουνο σε ξύλο).
(6) Lou Andreas Sabone Σεξουαλικότητα και ερωτισμός εκδ. “ροές”. Μια περιεκτική μονογραφία τολμηρή για την εποχή μας που συνιστά μια πρόσκληση για να δούμε τη σεξουαλικότητα χωρίς συστολές.
(7) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ “Φωτιές” Μετάφραση Ιωάννα Δ. Χατζηνιθκολή, εκδ. Χατζηνικολή 9 μεταϊστορικά κείμενα εμπνευσμένα από αρχαία ελληνικά (κυρίως) γνωστά πρόσωπα (Φαίδρα, Αχιλλέας, Φαίδων, Σαπφώ κλπ). Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης πέρσυ ανέβασε με τη Ρίκα Σηφάκη ως μονόπρακτο το “Μαρία Μαγδαληνή” η σωτηρία.
(8) Walter F. Otto. για το βιβλίο του “Διόνυσος Μύθος και Λατρεία” εκδ. του εικοστού πρώτου, θα επανέλθουμε.