Συγκοινωνούντα
Στην Τέχνη δοχεία ως ανάκληση
Ελπίδα: γόνδολα τόσο πένθιμη
ΜΙΚΡΗ ΠΟΡΕΙΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΗ
Βολτάρω στο Κουμ Καπί χωρίς πρόγραμμα, η σκέψη σχεδιάζει πριν το χέρι. Το κείμενο αυτό ξεκίνησα να το γράφω την Τετάρτη 24/9 μια ημέρα γεμάτη κηδείες, ο καύσωνας της προηγούμενης μέρας υποχωρώντας, έχει φέρει τη μουλιασμένη θλίψη της απώλειας. Αναζητώ ένα Χαϊκού του Τουμας Τ. «ο ήλιος πάει να δύσει οι σκιές μας έγιναν γιγάντιες .Σε λίγο θα είναι όλα σκιά». Καίτη Μαρκουλάκη δικηγόρος, Δημήτρης Μπασιάς πρώην Δήμαρχος, Μπάμπης Παπαδάκης δημοσιογράφος. Κοντοστέκομαι για την πρόσφατη απώλεια του ξαδέλφου Ευτύχη Μαρκαντωνάκη, ράφτη. Όλοι τους αγαπούσαν τη μουσική, ο καθένας με τον τρόπο του…, κάτοικοι Χανίων, αυτής της αστικής πόλης που έχει εμφανώς ακόμη τα Ενετικά απομεινάρια, αυτά με τα μισοφαγωμένα σύμβολα στον πωρόλιθο από το χρόνο και την έλλειψη συντήρησης, όπως το λιοντάρι στην Πύλη της Άμμου. Το συνθετικό κολάζ αναζητά τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου (2) Κανείς Βασιλιάς Μάρκος ούτε του Αγίου Μάρκου το λιοντάρι κανένα χώρισμα από νυχτερινές ψαλμωδίες μαγγανείες νυχτερίδες. Ξανθιές γυναίκες ξένες, σπαθιά σκουριασμένα τάφρους, φαράγγια μ΄αίμα, μίση βαθειά προαιώνια γιατί μες στον ωχρό πηχτό σα λέμφο χρόνο.
Τραβώ ανάστροφα προς το κέντρο, τη Μίνωος αριστερά, το δαιδαλωτό ντουβάρι,γεμάτο άσχημα γκράφιτι, λίγα χρόνια κατασκευασμένο, οριοθετεί το λοφίσκο που μπερδεύει τα φυσικά από τα τεχνικά στοιχεία ενός Ενετικού προμαχώνα, πηγαίνω ως την ανατολική άκρη του τείχους, από κάτω η τάφρος- γκαράζ και ένα μπάσταρδο θέατρο, η μετατόπιση ιστορική της χρήσης, αναπόφευκτη, αλλά ως ένα σημείο… Πιο πέρα, άσχημες πολυκατοικίες κρύβουν τα παραλιακά μαγαζιά στο Κουμ Καπί, ευκαιριακής κίνησης. Ποιος θα το λεγε μετά τις «δόξες» της προηγούμενης δεκαετίας που είχαν καταλάβει ολόκληρο το δρόμο τα τραπεζοκαθίσματα. Αναρωτιέμαι, του χρόνου πού θα ’ναι η πιάτσα, το… ρεύμα…, στα Ταμπακαριά… στον Κλαδισό… πόσο άσχημη μου φαίνεται η νέα πόλη από εκεί με τους 4 τερατώδεις πυλώνες του σταδίου, το ξεκάρφωτο ξενοδοχείο πάνω στα Ενετικά τείχη, θυμήθηκα την αυθαίρετη Ρεγγίνα, κολλημένη δίπλα του και μια ταινία, μου στέρησε το φέγγος του σούρουπου, «ο Αμερικανος φίλος» του 1977 του Βιμ Βέντερς, ένα νουάρ που με ένα σάλτο 35 χρόνων με γυρνάει στην Πατρίτσια Χάισμιθ (3) και το πρόσφατο «τα δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου». Κοιτάζω δυτικά, η νύχτα έρχεται φωτιά, κοντράρει στο Μιναρέ δίπλα στο καμπαναριό στη Σπλάντζια. Άλλο ένα κομμάτι από το ποίημα του Τ. Πατρίκιου η «επιμονή μιας πόλης» βγαίνει σαν παραστρατημένη ετικέτα παραπεταμένη στις λάσπες για μια πόλη…
«οι πυρκαγιές βρικολακιάζουν, σηκώνονται ξανά τη νύχτα
γλύφουν τα σπίτια σαν ήμερα σκυλιά και διψασμένα
φασκιώνουν τα μωρά, φωτίζουν κόκκινες σαν πλούσιες τις
γειτονιές με τα λιπόσαρκα παιδιά…
Ξαναγυρίζω προς τα πίσω, περνάω κάθετα τη Μίνωος, η μνήμη βρικολακιάζει, σιγανοπερπατάω και συνεχίζω το ποίημα του Πατρίκιου
«τις λιμασμένες πόρνες με τις γριές που αδημονούν πότε θα ξημερώσει να λιάσουν για άλλη μια φορά τα φυραμένα μέλη τους, τίποτα, κανένας στόλος δεν πρόκειται να ρθει
Ούτε κι οι φήμες για προδοσία επιβεβαιώνονται μένουν τα απομεινάρια
Από γαλέρες κι αντιτορπιλικά.» Τα βήματα μου ανακατεύονται με το «Μπορντέλο» του φίλου μου του Νίκου Κούνδουρου περνώντας μέσα από τα σοκάκια της Σπλάντζιας, φτάνω στην πλατεία, αχός, μυρωδιά ούζου, βρασμένου χταποδιού και μετατοπισμένες «αιτιάσεις γενικές συνθήκες (από) ηλικίες δόγματα, ομολογίες πίστεως, στρατεύσεις…» Κοιτάζω τη μικρότερη γκαλερί της επικράτειας, ούτε ένα 1×1 m, ένας βαρύγδουπος τίτλος «Αίθουσα Τέχνης Στο Art., μικρή υπαινικτική αντιστρόφως ανάλογη της μεγίστης καλοσύνης του Κώστα του ιδιοκτήτη της και ο συνηθισμένος …ύποπτος επιμελητής Ιωάννης…,
Συνεχίζει ο Πατρίκιος, «σκορπίζομαι σε πάθη που δεν προφταίνω να υποπτευτώ σε δηλητηριασμένα δώρα που ονειρεύτηκα να προσφέρω…».
Κόβω δεξιά τη Δασκαλογιάννη, στο μικρό θαυμάσια ανακαινισμένο Άγιο Ρόκκο με την υπέροχη πρόσοψη, δίπλα, ένα ερείπιο ντροπή. Ποτέ δεν είδα στις επισκέψεις μου στη Βενετία (4) κάτι αντίστοιχο… κοιτάζω λοξά στη Μελχισεδέχ, θυμήθηκα τον καλό μας φίλο, (ε, Λυβιάκη;), τον Γιάννη Ποντικάκη, τον τελευταίο υπέροχο Μποέμ τύπο, έσπασα…, πριν λίγο θάψαμε την Καίτη, το κλάμα της κόρης της Ελεάννας Ποντικάκη ήταν λες και για την αγάπη του θείου της του τρυφερού φιλότεχνου. Το «τρίτο μάτι» του έχει ακόμα 25 χρόνια μετά, τα ίχνη του μερακλή μάστορα που το γούστο του αντιμάχεται τις κιτς περιφερόμενες κατασκευές. Κάνω δυο βήματα, μπαίνω στο πιο όμορφο βιβλιοπωλείο της πόλης, «το μικρό καράβι», με ποιότητα και αφαιρετική άποψη, διαλέγω ένα βιβλίο χωρίς δισταγμό, Νταβιντ Γκροσμαν «η μνήμη του δέρματος», ένα γεφυροποιό βιβλίο από τον Ισραηλινό συγγραφέα που αγωνίζεται για ειρηνική συνύπαρξη με τους Παλαιστίνιους. Πρόσφατα, το άρθρο του «περί ελπίδας και απελπισίας στη μέση Ανατολή» (5), έκανε αίσθηση. Το χαμόγελο της Μαρίας Πολυράκη επιβεβαιώνει την ανάγκη μας για ελπίδα, ακουμπάμε στο βιβλίο, αγαπάμε το καλό βιβλίο. Μια μικρή ατάκα του Γκρόσμαν στο ασανμπλάζ μου «αιωρείται με μια ασύλληπτη ελαφρότητα σώματος, όμως και κάποια ελαφρότητα πνεύματος, και τότε, ακριβώς εκείνη τη στιγμή μια καινούρια σκιά, μακρόστενη, ξεπετάγεται σιωπηλά πίσω από ένα βράχο…».
ΝΕΩΡΙΑ: ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΧΑΝΙΩΤΗ
Περπατάω γρήγορα, ο ιστορικός «βράχο» του Καστελιού με τα ενσωματωμένα σπίτια πάνω από τα Μαχαιράδικα αριστερά μου, με απειλούν για ασυνέπεια τεκμηρίωσης βιώματος και εναπόθεσης της ελπίδας «ποτέ πια» αμέτοχος, σκέφτηκα στρίβοντας προς τη Νότια πλευρά των Νεωρίων, αφήνοντας πίσω τη γειτονιά και τις μεταλαμπαδιασμένες αναμνήσεις της Ζωής μου, θυμάμαι τα γέρικα κρασοβάρελα του Τζομπανάκη. Ο γιος του ο Νεκτάριος τώρα, με το «Μηδέν Άγαν» συνεπικουρούμενος από τη γυναίκα του Μαρία μας τροφοδοτεί με σύγχρονες οινογευσίες από την παγκόσμια αγορά.
Αριστερά μου, ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και το ερείπιο, στην αρχή της Καννεβάρο, το σκουπιδομάνι, αναζητά εθελοντές… αφού λέει, δεν είναι αρμοδιότητα του Δήμου. Η «Φάκα», στη γωνιά των Καλλεργών μου φέρνει στο νου τον αείμνηστο φίλο Μένιο Καττάκη και το φιλόξενο χαμόγελό του.. Προχωράω πίσω από τα Νεώρια, η ποιότητα της μπυραρίας του Ρούντυ αντιστέκεται στα μοδάτα περιστασιακά μαγαζιά που οι πιτσιρικάδες κάθονται ο ένας πάνω στον άλλο. Στρίβω αριστερά, μετά από το 7ο Νεώριο. Η θλίψη μέσα μου βαθαίνει, το Κοράκι του Εντγκαρ Αλαν Ποε έχει γίνει ένα με τα φαντάσματα των Νεωρίων. Δεν είχα αντοχή να δω την κακοχτισμένη – παρατεταμένη ιστορικά – κλειστή βόρια όψη τους.
«όμως καθώς μειδίαμα έφερνε ακόμα ο Κόρακας στην απελπη ψυχή… …τη φαντασία τη μια με τη φαντασία την άλλη να υφάνω, σε μια προσπάθεια να βρω τι το αρχαίο αυτό πτηνό. Τι το αποτρόπαιο, βλοσυρό, άχαρο, κοκαλιάρικο, δυσοίωνο αυτό πτηνό που ερχόταν από τα παλιά εννοούσε κρώζοντας «ποτέ πια».
Οι μυρωδιές από τις ταβέρνες με τα πολυτηγανισμένα λάδια στη μαρίδα και το γαύρο, μου έσπασαν τη μύτη, αναγούλα από την γκαστρωμένη αίσθηση της φτηνιάρικης τουριστικολαγνίας που επιμένει… Άφησα τη φαντασία μου να μετατοπισθεί εκεί στην ήσυχη γειτονιά του Παλιού Νοσοκομείου στη αγνά ψητά καλιτσούνια του Αντρέα, του «μάγου»- μοντελιστή που δίνει ζωή στο ξύλο. Δυο καλιτσούνια μου φτάνουν είπα, αλλά θέλω και για τον Πέτρο μου, και τότε, φραπρρρ! Ένας πανέμορφος παπαγάλος κάθισε στον ώμο μου. Πως σε λένε; τον ρώτησα, «Πέτρο» μου είπε κοφτά, «γεια σου Πέτρο και κυρ Πέτρο…» χαριτολόγησα. «Θέλω γκαζόζα», είπε κοφτά. Εντάξει του είπα, αλλά μετά θα πάμε στο πρώτο Νεώριο και θα ανασύρουμε τη «Τακτο-ποίηση θανάτου» (6) (θυμήθηκα την έκθεση που έκανα στο πρώτο Νεώριο το 2002). Με κοίταξε βλοσυρά κι είπε, «οκ, αλλά πρέπει να ξορκίσουμε το κοράκι, μ ακούς; Ποτέ πια». Κοίταξα στο λιμάνι ανάμεσα σε δυο σκαριά είδα μιαν άσπρη γόνδολα. Ε, βέβαια, τι σχέση έχουμε εμείς με τη Βενετία; Ανέκραξα.
Ο Τ. Τρανστρέμερ, χαλαρός πλέον ως νομπελίστας, μου έδωσε
ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ 1844
Τα πρόσωπο του Ουίλλιαμ Τερνερ είναι ψημένο απ τον αέρα
Έστησε το καβαλέτο του πέρα στους αφρούς της κυματω-
γης.
Ακολουθούμε το αργυροπράσινο παλαμάρι στα μεγάλα βάθη.
Πάει τσαλαβουτώντας στο αβαθές βασίλειο του θανάτου.
Ένα τρένο μπαίνει στο σταθμό. Έλα πιο κοντά
Βροχή, βροχή ταξιδεύει πάνω απ τα κεφάλια μας.
Ε, όχι μίστερ Τόμας, θα κλείσω, με το δικό μας τον σπουδαίο κι ας μην έχει πάρει Νόμπελ λογοτεχνίας, τον Τ. Πατρίκιο.
…όμως το πλοίο συνεχίζει το έκτακτο δρομολόγιο του
μες στο σκοτάδι που τώρα καταβροχθίζει τα βουνά
τα δάχτυλα σου ξεχωρίζουν όπως λιγνές γραμμές φωτός
δείχνοντας την ανταύγεια μιας πόλης που επιμένει
ενώ κάποιοι επιβάτες δίπλα λένε La Canea, La Canea.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Τουμάς Τρανστρέμερ Σουηδός ποιητής Στοκχόλμη 1931 νόμπελ λογοτεχνίας. Λυρικός, αινιγματικός, αντλεί από τη φύση. “Η πένθιμη γόνδολα” 1996, κινείται σ’ ένα ποιητικό υπερβατισμό. Μεταφρ. επίμετρο Βασίλης Παπαγεωργίου εκδ. “Νεφέλη”.
(2) Τίτλος Πατρίκιος “Παραμορφώσεις” εκδ. Διάττων
(3) Είχα την εμπειρία όπως και εκατοντάδες συμπολίτες μας να παίξω το 2012 ως κομπάρσος στην ταινία “Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου”. Ενα μέρος του γυρίστηκε στα Χανιά παλιό λιμάνι Ταμπακαριά πάνω στο ομότιτλο βιβλίο της Π. Χαϊσμιθ
(4) Στη Βενετία όπου έχω επισκεφθεί 3 φορές για να δω την περίφημη Μπιενάλε βλέπεις πως έχουν ακόμα και τις αποθήκες (αντίστοιχα Νεώρια) χρησιμοποιήσει για εκθέσεις τα “Απερτο”
(5) Στην εφημερίδα των συντακτών 2/8/14. Ο Γκρόσμαν ήταν αποκαλυπτικός σε μια δισέλιδη συνέντευξη.
(6) Το καλοκαίρι του 2002 στα πλαίσια των 750 χρόνων από την ανοικοδόμηση της παλαιάς πόλης των Χανίων παρουσίασα στα Νεώρια 33 εγκαταστάσεις με τόνους βιωματικών υλικών σε συνθέσεις ανάκλησης της μνήμης με προμετωπίδα 33 πονήματα σπουδαίων ποιητών που μιλούσαν για τακτο-ποίηση θανάτου.