Μεσηµέρι 25η Μαρτίου 2024. Κόσµος πολύς, στους δρόµους. Να καµαρώσει τα παιδιά του τα µικρά στα σχολεία ή τα µεγαλύτερα στον στρατό, που παρελαύνουν. Να χαρεί την ηµέρα. Να απολαύσει την λευτεριά που κάποιοι γενναίοι πριν 200 και βάλε χρόνια αγωνίστηκαν για να την χαιρόµαστε εµείς σήµερα.
Τέτοιες ηµέρες τους θυµόµαστε και τους αναφέροµε. Τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τον Ρήγα, τον ∆ιάκο κι άλλους πολλούς. Τους έχοµε µάθει από τα µαθητικά µας χρόνια και τα σχολικά µας βιβλία. Είναι βέβαια κι άλλοι πολλοί, που πολέµησαν µε το ίδιο πάθος κι αυταπάρνηση κι όµως τους ξέροµε ελάχιστα. Ή και καθόλου. Είναι οι ήρωες της τοπικής µας ιστορίας. Αυτοί που αγωνίστηκαν για να ελευθερώσουν το νησί µας. Όσοι τυχαίνει να ζούµε κοντά σε δρόµους ή πλατείες όπου υπάρχουν προτοµές τους, αναγνωρίζοµε τουλάχιστον τα ονόµατά τους. Όµως το τι έκαναν και το πότε, συνήθως παραµένει άγνωστο.
Αποφάσισα να σας µιλήσω σήµερα για έναν τέτοιο δικό µας ήρωα. Έναν Κρητικό. Που αυτή την κρίσιµη 10ετία από το 1821 µέχρι το 1831 πολέµησε µε γενναιότητα και αυταπάρνηση για την ανεξαρτησία του νησιού µας.
Θα σας µιλήσω για έναν που µέχρι το Πάσχα του 1821 τον γνώριζαν για Τούρκο.
Κουρµούλης ήταν το οικογενειακό του όνοµα µα όλοι τον ήξεραν ως Χουσεΐν αγά. Είχε γεννηθεί στην Μεσαρά. Εκεί ζούσε πλούσια, έχοντας στην κατοχή του σχεδόν τον µισό κάµπο, σπίτια µε δυό πύργους για προστασία και ιπποτροφεία-στάβλους µε γυµνασµένα πολεµικά άλογα που έφεραν το όνοµά του. Οι δραστηριότητές της οικογένειας του έφταναν µέχρι το Μεγάλο Κάστρο, όπου απέκτησαν ακίνητα αλλά και ανταποκριτές στην Σµύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ευρώπη (Ολλανδία). Ο ίδιος και ο αδελφός του κατείχαν και στρατιωτικά αξιώµατα του Οθωµανικού στρατού, που τους επέτρεπαν την οπλοκατοχή και τη διατήρηση οπλαποθήκης. ∆ιέθετε µεγάλη δύναµη σε όλη την Κρήτη και τον σέβονταν και Τούρκοι και Έλληνες. Οι γενίτσαροι τον φοβόντουσαν γιατί δεν τους άφηνε να αυθαιρετούν κατά των Χριστιανών και τους καταδίωκε. Κάποια φορά µάλιστα το 1813 τον είχαν κατηγορήσει για κρυπτοχριστιανό, ενώπιον του Οσµάν πασά- αυτόν που του είχαν δώσει το παρανόµι Πνιγάρης. Τα κατάφερε όµως και έπεισε τους κατηγόρους του ότι αυτό ήταν µια ανυπόστατη συκοφαντία και τον αθώωσαν. Ο πασάς µάλιστα τον παρασηµοφόρησε.
Όλα αυτά ως το Πάσχα του 1821. Ο Βασίλειος Ψιλάκης περιγράφει πολύ παραστατικά το τι έγινε τότε:
Την βραδιά της Ανάστασης, λέει, στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στα Χανιά, µπήκε την ώρα της λειτουργίας ένας Τούρκος πάνοπλος. Οι εκκλησιαζόµενοι µόλις τον είδαν άρχισαν να τρέµουν, να σταυροκοπιόνται και να προσπαθούν να φύγουν περιµένοντας τα χειρότερα. Εκείνος όµως σιωπηλά και ήσυχα σύρθηκε µέχρι την Ωραία Πύλη. Τότε έβγαλε τα όπλα που ήταν ζωσµένος, τα απόθεσε καταγής και στάθηκε στην γωνία. Από εκεί έκανε νεύµατα προς τον δεσπότη Καλλίνικο που ιερουργούσε εκείνη την βραδιά.
Ο αρχιερέας αναγνώρισε στα σιωπηλά νοήµατα του µουσουλµάνου τα κρυφά σήµατα της Φιλικής εταιρείας και κατάλαβε ότι αυτός που στεκόταν απέναντί του δεν ήταν Τούρκος. Και όταν εκείνος στο «Μετά φόβου Θεού, προσέλθετε….» πλησίασε στο Ιερό, τον µετάλαβε χωρίς κανένα πρόβληµα.
Την βραδιά εκείνη εξαφανίστηκε ο Χουσεΐν αγάς. Είχε έρθει η ώρα να εµφανισθεί ενώπιον όλων ο κρυπτοχριστιανός Μιχαήλ Κουρµούλης και «να άρη τον σταυρόν πλέον επ’ ώµων, τον οποίον µέχρι τούδε ενέκρυπτεν ές απολύτου ανάγκης και πολλάκις υπ’ άλλων πιεζόµενος εν τη καρδία του στήθους».
Ο Μιχαήλ Κουρµούλης καταγόταν από παλιά οικογένεια-λένε πως η αρχή της κρατούσε από τα 12 αρχοντόπουλα του Νικηφόρου Φωκά- που κατάφερε να επιβιώσει και στα χρόνια των Ενετών αλλά και στα χρόνια των Τούρκων µε την υποτιθέµενη αλλαγή θρησκεύµατος.
Ήδη από το 1819 είχε µυηθεί και αυτός και ο αδελφός του Γιώργος, στην Φιλική εταιρεία. Κατείχε µάλιστα και τέτοιο ανώτερο βαθµό που του επέτρεπε να κατηχεί κι άλλους. Τις παραµονές της κήρυξης του αγώνα άδειασε τις οπλαποθήκες του στην πόλη : « … για τους άπιστους ραγιάδες που κινούνταν συνωµοτικά» δήλωσε και κατάφερε έτσι, να εξαπατήσει τους Τούρκους του Μεγάλου Κάστρου. Με τα όπλα αυτά όπλισε έµπιστα του παλικάρια.
Ο Τούρκος αρχιστράτηγος ο Σερίφ-πασάς του Ηρακλείου , µόλις έµαθε τα νέα και έγινε γνωστή η δηµόσια αποκάλυψή της ταυτότητάς του, προσπάθησε να τον µεταπείσει και του έστειλε κολακευτική επιστολή, προσκαλώντας τον να επιστρέψει στις τάξεις των Οθωµανών υποσχόµενος συνάµα να τιµωρήσει όσους τον ενοχλούσαν-φανταστείτε σε τι εκτίµηση τον είχαν και πόσο τους στοίχισε η αποχώρησή του!
Ο Κουρµούλης απάντησε αρνητικά, έκοψε κάθε επαφή και αφοσιώθηκε µε ζήλο και ανοιχτά πλέον στον επαναστατικό αγώνα. Είναι θαυµαστός ο πόθος, η αφοσίωση στην εθνική υπόθεση, στο εθνικό συµφέρον και η ανιδιοτελής προσφορά του. Μαζί του, όλη η οικογένεια, που υπολογιζόταν σε ενενήντα οπλοφόρους.
Έχει δε, τέτοια αναγνώριση που τον προτείνουν και µάλιστα µετ επιτάσεως, στην Πελοπόννησο, στον ∆ηµήτριο Υψηλάντη, για να τον χρήσει ως Γενικό Αρχηγό του Αγώνα στην Κρήτη. Αξίωµα το οποία δεν αποδέχτηκε ο ίδιος, καταλαβαίνοντας τον ανταγωνισµό των υπολοίπων, καθώς και την δύσκολη θέση που πιθανόν να τον έφερνε η προηγούµενή του κατάσταση.
Ο Μιχαήλ Κουρµούλης έφερε επίσηµα τον στρατιωτικό βαθµό του πεντακοσίαρχου και αγωνίστηκε στην Κεντρική κυρίως Κρήτη όπου γνώρισε σηµαντικές επιτυχίες. Ήταν ο βασικότερος συντελεστής της εδραίωσης της επανάστασης εκεί. Με τα άλογα των στάβλων του ίδρυσε και το πρώτο Ιππικό σώµα των επαναστατών.
Μετά την έλευση των Αιγυπτίων και το σβήσιµο της επανάστασης το 1824, όντας τραυµατίας ο Μιχαήλ Κουρµούλης αναγκάζεται να καταφύγει στην Ύδρα. Πάµφτωχος -οι Τούρκοι έκαψαν, κατέστρεψαν και δέσµευσαν ό,τι δικό του – φιλοξενείται από τον Εµµαν. Τοµπάζη. Ενεργούν από κοινού στην ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση και αναζωπύρωση του Αγώνα της Κρήτης. Εκεί, αφήνει την τελευταία του πνοή την 1η Ιουνίου 1824. Κηδεύτηκε µε δηµόσια δαπάνη και µε τιµές στρατηγού εν ενεργεία (εφηµ. Ο Φίλος του νόµου).
Ο Ψιλάκης γράφει:
Αυτός ο ίδιος που άλλοτε απολάµβανε σε µεγάλη αφθονία όλα τα αγαθά της γης, απεβίωσε στην ψάθα και πριν προλάβει να δει ό,τι τόσο πολύ επόθησε και ονειρεύτηκε.
Και στην συνέχεια, σχολιάζει: ∆ια τοιούτων και τηλικούτων θυσιών ανέστη η πατρίς· δια τοσούτων ιδρώτων, δακρύων και αιµάτων ηρδεύθη το τηλέφυλλον της ελευθερίας ηµών δένδρον.
Ας είναι η µνήµη του αιωνία.
Υ.Γ Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από οµιλία στο διαδίκτυο του Πατεράκη Γεωργίου, ∆ρ. Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων, Εκπαιδευτικόύ.