Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Χουσεϊνίδες: Η Κρητική δυναστεία που κυβέρνησε την Τυνησία για δυόμιση αιώνες

Πολλοί ντόπιοι γνωρίζουν καλά την ιστορία του τόπου μας, αλλά δυστυχώς σπάνια η γνώση αυτή επεκτείνεται στην αλληλεπίδρασή του με τόπους εκτός της ελληνικής επικράτειας. Λόγω της θέσης της, η Κρήτη είχε ανέκαθεν στενές σχέσεις με τον νότιο ελλαδικό χώρο, αλλά συχνά καλές σχέσεις και με περιοχές πέραν αυτού, στα νότια, δυτικά και ανατολικά της.

Hδη κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η Κρήτη αποτέλεσε μια ενιαία επαρχία μαζί με την Κυρηναϊκή της Λιβύης (Provincia Creta et Cyrenaica), ενώ τον 8ο αιώνα μουσουλμάνοι από την Ανδαλουσία ίδρυσαν στο νησί το Εμιράτο της Κρήτης (Emārāt Iqritiya), το οποίο κατέλυσε το 961 μ.Χ. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς. Στα νεότερα χρόνια, η Κρήτη αποτέλεσε για δέκα περίπου χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση (1830-1840) κτήση της Αιγύπτου, αν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις -ιδίως η Βρετανία- πίεσαν να «επιστραφεί» στον Οθωμανό σουλτάνο, ώστε να την ελέγχουν καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική πορεία της Κρήτης συνδέθηκε αρκετές φορές με αυτή των απέναντι αφρικανικών ακτών, άλλοτε κατά τρόπο αμφίδρομο κι άλλοτε μονομερώς. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία εντάσσεται και η ιστορία του Αλί, ενός νεαρού κρητικού που εξισλαμίστηκε και αναζήτησε την τύχη του στην Τυνησία, όπου ο γιος του ίδρυσε μια δυναστεία που κυβέρνησε τη χώρα για δυόμιση αιώνες.

Από την Κρήτη στην ανάληψη της εξουσίας στην Τυνησία
Ο άνθρωπος που συνέδεσε την ιστορία της Κρήτης με της Τυνησίας γεννήθηκε ως χριστιανός στα μέσα του 17ου αιώνα κάπου στη δυτική Κρήτη, αλλά δυστυχώς δε γνωρίζουμε ούτε που ακριβώς ούτε ποιο ήταν το χριστιανικό του όνομα. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι εξισλαμίστηκε κατά τα πρώτα χρόνια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) και απέκτησε το όνομα Αλί1. Όπως πολλοί συντοπίτες του που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες την εποχή εκείνη, ο Αλί υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό ως γενίτσαρος (yeniçeri), αλλά για λόγους που μας είναι άγνωστοι έως σήμερα έφυγε από την Κρήτη και εγκαταστάθηκε στο Ελ Κεφ της βορειοδυτικής Τυνησίας, όπου εντάχθηκε στη φρουρά των Μουρατιδών ηγεμόνων της χώρας2. Εκεί γνώρισε την Χαφσιά από την φυλή των Σαρνί, με την οποία απέκτησαν το 1675 τον Χουσεΐν. Όπως και ο πατέρας του, ο Χουσεΐν υπηρέτησε στη φρουρά των μπέηδων της Τυνησίας, αλλά σε αντίθεση με αυτόν εξελίχθηκε γρήγορα, αναλαμβάνοντας σε μικρή ηλικία διοικητής μονάδας ιππικού (ağa-i sipahiler) και στη συνέχεια υπεύθυνος του θησαυροφυλακίου του μπέη (haznedar).
Λόγω της πρόσβασής του σε ένοπλους άνδρες και σε χρήματα, ο Χουσεΐν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πραξικόπημα που οργάνωσε το 1702 ο αγάς των γενιτσάρων Ιμπραήμ Σερίφ κατά του μπέη Μουράτ Γ΄. Σε μάχη που έγινε στο Ουάντι Ζάρκα ο Ιμπραήμ Σερίφ σκότωσε τον Μουράτ Γ΄, καθώς και όλους τους άρρενες συγγενείς του, ώστε να εξασφαλίσει τον θρόνο για τον εαυτό του. Ωστόσο, ο Ιμπραήμ Σερίφ δεν κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της χώρας, καθώς ορισμένοι φύλαρχοι εξεγέρθηκαν, ενώ παράλληλα εισέβαλε από τα δυτικά ο ηγεμόνας της Αλγερίας. Ο Ιμπραήμ Σερίφ έσπευσε να τον αντιμετωπίσει, αλλά τον Ιούλιο του 1705 πιάστηκε αιχμάλωτος. Η αιχμαλωσία του δημιούργησε ένα «κενό εξουσίας», το οποίο ο Χουσεΐν εκμεταλλεύτηκε αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της οθωμανικής πολιτοφυλακής και ανακηρύσσοντας τον εαυτό του μπέη της Τυνησίας στις 12 Ιουλίου 1705. Όταν ο ηγεμόνας της Αλγερίας το έμαθε, απελευθέρωσε τον Ιμπραήμ Σερίφ, αλλά ο Χουσεΐν έβαλε να τον δολοφονήσουν. Αντιλαμβανόμενος ότι έπρεπε να εξασφαλίσει συμμάχους για να παραμείνει στην εξουσία, ο Χουσεΐν καλλιέργησε στενές σχέσεις με τους αξιωματικούς της οθωμανικής πολιτοφυλακής, τους ντόπιους ευγενείς και τους κατά τόπους φύλαρχους. Παράλληλα, συμπεριέλαβε στο υπουργικό του συμβούλιο (divan) άτομα χωρίς τοπικά ερείσματα, ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν θα μπορούσαν να τον ανατρέψουν. Χάρη στα μέτρα αυτά, ο Χουσεΐν κατάφερε να παγιώσει την εξουσία του και να κυβερνήσει την Τυνησία για τριάντα χρόνια (1705-1735), θεμελιώνοντας μια δυναστεία που πήρε το όνομά του: Χουσεϊνίδες.

Οι διάδοχοι του Χουσεΐν ενισχύουν και διευρύνουν την αυτονομία της Τυνησίας
Παρότι οι ηγεμόνες της Αλγερίας συνέχισαν να ανακατεύονται στις υποθέσεις της Τυνησίας για κάποια χρόνια, οι διάδοχοι του Χουσεΐν κατάφεραν να περιορίσουν την επιρροή τους. Ωστόσο, οι μπέηδες συνέχισαν να αναγνωρίζουν την επικυριαρχία του Οθωμανού σουλτάνου, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα χαλίφης, δηλαδή επικεφαλής των απανταχού πιστών. Η διατήρηση καλών σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη βοηθούσε τους μπέηδες να εξασφαλίσουν τη συνεργασία του εγχώριου κλήρου (ulema), ενώ παράλληλα τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν την εγχώρια άρχουσα τάξη κατά των Οθωμανών για να ενισχύσουν την αυτονομία της χώρας. Παρά ταύτα, οι Χουσεϊνίδες δεν προτιμούσαν Τυνήσιες ως γυναίκες τους, αλλά σκλάβες ή πρώην σκλάβες ξενικής καταγωγής. Η προτίμηση αυτή συχνά επεκτεινόταν και στην πλήρωση των διοικητικών θέσεων, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής τάξης, τα μέλη της οποίας έμειναν γνωστά ως κούλουγλι (kouloughli), δηλαδή «απόγονοι σκλάβων». Το κύριο χαρακτηριστικό της ομάδας αυτής ήταν ότι τα μέλη της δεν μιλούσαν αραβικά, όπως οι ντόπιοι, αλλά οθωμανικά τουρκικά, τα οποία οι Χουσεϊνίδες υιοθέτησαν ως γλώσσα της διοίκησης, δημιουργώντας ένα σημαντικό εμπόδιο στην κοινωνική εξέλιξη των ντόπιων.
Παρότι πολλοί μπέηδες εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις για τον εξορθολογισμό και την ενίσχυση του κράτους, λίγοι υπήρξαν πιο φιλόδοξοι από τον Αχμάντ A΄ (1837-1855). Επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και τις μεταρρυθμίσεις του Οθωμανού σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), ο Αχμάντ μπέης υιοθέτησε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που προέβλεπε τη συγκρότηση τακτικού στρατού, τη δημιουργία στρατιωτικών σχολών και ναυτικού, την έκδοση χαρτονομίσματος στο όνομά του και την κατασκευή ενός νέου ανακτόρου. Όλα αυτά απαιτούσαν βέβαια σημαντικούς πόρους, για την εξεύρεση των οποίων θεσμοθέτησε ένα νέο φορολογικό σύστημα, το οποίο δεν ήταν ούτε δημοφιλές ούτε αρκετό για να καλύψει το κόστος των μεταρρυθμίσεων. Κατά συνέπεια, ο Αχμάντ και οι διάδοχοί του αναγκάστηκαν σε αρκετές περιπτώσεις να προσφύγουν στον εξωτερικό δανεισμό, επιλογή που έμελλε να επηρεάσει καταλυτικά την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία της χώρας3.
Ο Αχμάντ μπέης κατήργησε το δουλεμπόριο το 1841 και τη δουλεία το 1846, αλλά ο διάδοχος του Μοχάμεντ Β΄ (1855-1859) προχώρησε ακόμα περισσότερο, εξαγγέλλοντας στις 10 Σεπτεμβρίου 1857 ένα «Θεμελιώδες Σύμφωνο» (Pacte Fondamental), γνωστό στα αραβικά ως «Όρκος της Ασφάλειας» (Ahd El Aman). Με το κείμενο αυτό ο μπέης εγγυήθηκε την «απόλυτη ασφάλεια» των αγαθών, των προσώπων και της τιμής όλων των υπηκόων του χωρίς διακρίσεις ως προς το θρήσκευμα, την εθνικότητα ή τη φυλή (Άρθρο 1), την ισότητα όλων απέναντι στο νόμο και ως προς τη φορολόγηση (Άρθρα 2 και 3) και την ελευθερία της πίστης όσων ζούσαν στην επικράτειά του (Άρθρο 4). Με το ίδιο κείμενο αναγνωρίστηκαν ως βασικές αρχές του κράτους η ασφάλεια, η ισότητα και η ελευθερία, οι οποίες αποτυπώθηκαν στο εθνόσημο της Τυνησίας που χρησιμοποιείται έως σήμερα.
Οι μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν κατά τα επόμενα χρόνια. Το 1860 ο Μοχάμεντ Γ΄ ας-Σαντόκ (1859-1882) ίδρυσε τυπογραφείο στην Τύνιδα, το οποίο ανέλαβε την έκδοση πρώτης αραβόφωνης εφημερίδας στη χώρα, της ar-Ra’id at-Tūnisi (Επίσημη Εφημερίδα της Τυνησίας). Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, ο Σαντόκ μπέης εκχώρησε το πρώτο σύνταγμα στον αραβικό κόσμο, το οποίο αναγνώρισε τη διάκριση των εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) και δημιούργησε νέα όργανα για την εύρυθμη λειτουργία τους. Η εξαγγελία του συντάγματος έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους ευρωπαίους προξένους και τους ξένους εμπόρους που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα, αλλά -όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία- οι μουσουλμάνοι γηγενείς δεν μοιράζονταν τον ενθουσιασμό αυτό. Ιδιαίτερα η καθολική εφαρμογή του κεφαλικού φόρου (mejba) προκάλεσε την αντίδραση όσων εξαιρούνταν μέχρι πρότινος από αυτόν, κυρίως των στρατιωτικών, των κληρικών και των δημόσιων υπαλλήλων. Η ογκούμενη δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε το 1864 ως εξέγερση υπό τον Αλί μπεν Γεδάχεμ (Ali Ben Ghedhahem), για την καταστολή της οποίας ο μπέης δανείστηκε μεγάλα ποσά από ευρωπαϊκούς τραπεζικούς ομίλους με επαχθείς όρους. Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος της Τυνησίας και η χώρα να κηρύξει πτώχευση το 1869.

Από τον διεθνή οικονομικό έλεγχο στο καθεστώς του προτεκτοράτου
Όπως συνέβη και στην Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον έλεγχο της οικονομίας ανέλαβε μια διεθνής οικονομική επιτροπή από εκπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, εν προκειμένω της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Η επιτροπή αυτή επιχείρησε να βάλει τάξη στα οικονομικά της χώρας, αλλά οι προσπάθειές της υπονομεύτηκαν από την άρνηση των ευρωπαίων εμπόρων να δεχθούν αύξηση της φορολογίας. Στο μεταξύ, η Ρωσία ενεπλάκη το 1877 σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως αποτέλεσμα του οποίου κατέλαβε σημαντικά εδάφη στα Βαλκάνια και στον Καύκασο. Η εξέλιξη αυτή θορύβησε τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες ήθελαν επίσης να επωφεληθούν από τη διάλυση -ή έστω τον περιορισμό- του οθωμανικού κράτους. Στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου-13 Ιουλίου 1878) η Βρετανία δέχτηκε την κατάληψη της Τυνησίας από τη Γαλλία, με αντάλλαγμα τη συναίνεση της τελευταίας στο να καταλάβει την Κύπρο και μια αόριστη δέσμευση για κοινή επέμβασή τους στην Αίγυπτο. Στο Συνέδριο συμφωνήθηκε επίσης ότι η Αυστροουγγαρία θα καταλάμβανε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, ενώ η Ιταλία μπορούσε να επεκταθεί στην Τριπολίτιδα (σημερινή Λιβύη).
Στον απόηχο της συμφωνίας αυτής, οι Γάλλοι επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με τον Σαντόκ μπέη την είσοδο των στρατευμάτων τους στην Τυνησία, αλλά αυτός αρνήθηκε να συνεργαστεί. Με πρόσχημα το ότι τα σύνορα της Αλγερίας δέχονταν συνέχεια επιδρομές από ορεσίβιους ληστές που έβρισκαν καταφύγιο στην Τυνησία, ο γαλλικός στρατός εισέβαλε τον Απρίλιο του 1881 και προέλασε μέχρι την Τύνιδα, αναγκάζοντας τον Σαντόκ μπέη να υπογράψει τη Συνθήκη του Μπαρντό (12 Μαΐου 1881). Με τη συνθήκη αυτή η Τυνησία έγινε γαλλικό προτεκτοράτο (Protectorat Français de Tunisie), δηλαδή διατήρησε τους θεσμούς της και τον ηγεμόνα της, αλλά η Γαλλία ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο των εξωτερικών της υποθέσεων και των οικονομικών της, ενώ απέκτησε το δικαίωμα να διατηρεί στρατεύματα στην επικράτειά της4. Υπό μια έννοια, η Γαλλία αντικατέστησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα επικυριαρχικά δικαιώματα που η τελευταία είχε επί της Τυνησίας, αν και στην πραγματικότητα οι Οθωμανοί δεν είχαν ή δεν άσκησαν ποτέ όσα δικαιώματα απέκτησαν οι Γάλλοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη γαλλική κατάληψη της Τυνησίας και εξακολούθησε να τη θεωρεί οθωμανική ηγεμονία (emarat), απεικονίζοντάς τη αντίστοιχα στους οθωμανικούς χάρτες που εκδίδονταν μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακόμα πιο έντονη ήταν η αντίδραση της Ιταλίας, η οποία είχε διεισδύσει οικονομικά στην Τυνησία κατά τα προηγούμενα χρόνια και φαινόταν να προσβλέπει στην κατάληψή της. Η γαλλική επέμβαση απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ απέτρεψε τον έλεγχο του Στενού της Σικελίας από την Ιταλία και ενίσχυσε σημαντικά τη θέση και επιρροή της Γαλλίας στην ανατολική Μεσόγειο, δίνοντας στο στόλο της τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ως βάση το φυσικό λιμάνι της Μπιζέρτας, το οποίο είχε κομβική θέση ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Αποφασισμένη να αντισταθεί ή έστω να αμφισβητήσει αυτή την εξέλιξη, η Ιταλία αποφάσισε να συμπράξει με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση της Τριπλής Συμμαχίας το 18825.

Η Τυνησία ανακτά την ανεξαρτησία της αλλά η μοναρχία καταργείται
Κατά τα επόμενα χρόνια η Γαλλία ενίσχυσε τον έλεγχό της επί της Τυνησίας, αναλαμβάνοντας με τη Σύμβαση της Λα Μάρσα (8 Ιουνίου 1883) να αποπληρώσει το διεθνές χρέος της, ώστε να καταργηθεί η διεθνής οικονομική επιτροπή και να περιοριστεί η επιρροή των άλλων Δυνάμεων στη χώρα. Το πολιτικό καθεστώς που διαμορφώθηκε αποτέλεσε πρότυπο για τις μετέπειτα επεμβάσεις της Γαλλίας στον αραβικό κόσμο, κυρίως σε σχέση με το Μαρόκο και τη Συρία. Η Τυνησία παρέμεινε προτεκτοράτο καθ’ όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αλλά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε σαφές ότι οι ντόπιοι επεδίωκαν μεγαλύτερη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Το 1942 και ενώ η χώρα ακόμα βρισκόταν υπό την κατοχή των Ιταλών και των Γερμανών, ο μπέης Μοχάμεντ Ζ΄ αλ-Μονσέφ (1942-1943) ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση του Βισύ την αποκατάσταση της κυριαρχίας της Τυνησίας, εννοώντας τη λήξη του καθεστώτος του προτεκτοράτου. Το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε, αλλά μετά την απελευθέρωση της χώρας και το τέλος του πολέμου η γαλλική κυβέρνηση τον κατηγόρησε για συνεργασία με τη δωσίλογη κυβέρνηση και τον εκθρόνισε.
Ο τρόπος απομάκρυνσης του Μονσέφ μπέη τραυμάτισε σοβαρά τόσο το γόητρο της Γαλλίας στην Τυνησία, όσο και της δυναστείας που απέτυχε να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία της χώρας. Σε μία προσπάθεια να αποκαταστήσει το τελευταίο, ο διάδοχός του Μοχάμεντ Η΄ αλ-Αμίν (1943-1957) διόρισε ως υπουργούς στην πρώτη του κυβέρνηση υπέρμαχους της ανεξαρτησίας, αλλά ταυτόχρονα διατήρησε καλές σχέσεις με τον στρατάρχη Ντε Γκωλ και την κυβέρνησή του. Η στάση του ενόχλησε πολλούς Τυνήσιους, ορισμένοι εκ των οποίων ζητούσαν την επάνοδο του Μονσέφ μπέη στον θρόνο, ενώ άλλοι έχασαν κάθε εκτίμηση για τον θεσμό. Το 1948 o αλ-Αμίν μπέης επιχείρησε να προσεγγίσει τους εθνικιστές υιοθετώντας το αίτημά τους για αυτοκυβέρνηση, αλλά αποστασιοποιήθηκε πάλι το 1954, όταν αποδέχτηκε τις συνταγματικές τροποποιήσεις που πρότεινε η γαλλική κυβέρνηση. Μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, στις 20 Μαρτίου 1956 η Γαλλία ακύρωσε τη Συνθήκη του Μπαρντό, αποκαθιστώντας την ανεξαρτησία της Τυνησίας. Η χώρα έγινε βασίλειο και ο αλ-Αμίν ο πρώτος βασιλιάς της, αλλά η θητεία του ήταν σύντομη. Στις 31 Μαΐου του ίδιου έτους η Συνέλευση της Τυνησίας αποφάσισε να καταργήσει τον θεσμό του μπέη και όλα τα προνόμια και τις αρμοδιότητες που είχαν αποδοθεί στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς και η οικογένειά του να γίνουν απλοί πολίτες. Η αλλαγή αυτή επισφραγίστηκε στις 25 Ιουλίου 1957, όταν η Τυνησία ανακηρύχθηκε κοινοβουλευτική δημοκρατία, σηματοδοτώντας έτσι το επίσημο τέλος της μοναρχίας και μαζί με αυτήν το τέλος της δυναστείας των Χουσεϊνιδών.

Βιβλιογραφία
• Hermassi Elbaki, Leadership and National Development in North Africa. A comparative study, University of California, 1975.
• Ibn Abi Dhiaf, Présent des hommes de notre temps, Chroniques des rois de Tunis et du pacte fondamental, vol. II, éd. Maison tunisienne de l’édition, Tunis, 1990.
• Ling Dwight, “The French Invasion of Tunisia, 1881”, The Historian, vol. 22 (4), 1960, σελ. 396-412.
• Mokhtar Bey, De la dynastie husseinite et le fondateur Hussein Ben Ali, 1705 – 1740, Tunis, 1993.
• Nasr Jamil Abun, A History of the Maghrib, Cambridge University 1971.
• Perkins Kenneth, A History of Modern Tunisia, Cambridge University, 2004.
• Φλιτούρης Λάμπρος, Αποικιακές Αυτοκρατορίες: η εξάπλωση της Ευρώπης στον κόσμο, γ΄ έκδοση, 2016.
• Wesseling Henk, Divide and Rule: The Partition of Africa, 1880-1914, μετάφραση Arnold J. Pomerans, Praeger, Greenwood Publishing Group, 1997.

1. Ο Αλί αναφέρεται σε ορισμένες πηγές ως Ali at-Turki (Αλί ο Τούρκος), όμως ο χαρακτηρισμός «Τούρκος» την εποχή εκείνη δεν αφορά εθνική ταυτότητα (θα περάσουν τουλάχιστον τρεις ακόμα αιώνες για αυτό), αλλά το θρήσκευμα. Σε κάποιες πηγές του ύστερου 19ου και του 20ου αιώνα αναφέρεται ως Ali al-Yunani (ο Έλληνας) λόγω καταγωγής, αν και θα ήταν ακριβέστερο να αναφέρεται ως Ali al-Giridi (ο Κρητικός).
2. Οι κυβερνήτες της Τυνησίας έφεραν παραδοσιακά τον τίτλο του μπέη (bey). Πρόκειται για τιμητικό τίτλο που μεταφράζεται ως «κύριος, κάτοχος», αν και θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «αντιβασιλέας», με την έννοια ότι ο «βασιλιάς» και απόλυτος άρχοντας της χώρας εξακολουθούσε να είναι -τουλάχιστον τυπικά- ο εκάστοτε Οθωμανός σουλτάνος.
3. Ibn Abi Dhiaf, Chroniques des rois de Tunis et du pacte fondamental, vol. II, 1990, σελ. 160.
4. Ως προτεκτοράτο ορίζεται συμβατικά η χώρα ή εδαφική περιοχή που διαθέτει δικές της αρχές, αλλά ελέγχεται αποτελεσματικά από μία ή περισσότερες Δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται «προστάτιδες». Η νομική διάκριση μεταξύ προτεκτοράτου και αποικίας είναι ότι το πρώτο εξακολουθεί να αποτελεί υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου, ενώ η αποικία όχι.
5. Παρά τις προσπάθειες των Γάλλων αξιωματούχων να εξευμενίσουν τους Ιταλούς έμπορους και επενδυτές, οι σχέσεις μεταξύ της γαλλικής και της ιταλικής κοινότητας στην Τυνησία εξακολούθησαν να είναι κακές ακόμα και μετά την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων το 1896. Λ. Φλιτούρης, Αποικιακές Αυτοκρατορίες: η εξάπλωση της Ευρώπης στον κόσμο, 2016, σελ. 190.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα