Ενα προφητικό βιβλίο με 20 σημαντικά κείμενα για την κρίσιμη χρονιά 1990 που από μια άποψη «Είναι συναρπαστικό να παρακολουθείς πώς ένας λαός με τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, αντιμετωπίζει όχι με συναισθηματική απαισιοδοξία αλλά με τον ρεαλισμό καταγραφής των συμπτωμάτων του ιστορικού ελλαδικού τέλους, μέσα σε μια και μόνο χρονιά, το 1990!».
ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ενδιαφέρον βιβλίο «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΙΑ» εκδόθηκε στην Αθήνα από τις ποιοτικές εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ για να δημιουργήσει μεγάλες συζητήσεις για όλα τα προφητικά και εξαιρετικού ενδιαφέροντος περιεχόμενά του (20 κείμενα).
Από όλα αυτά τα ενδιαφέροντα και κρίσιμα θέματα-περιεχόμενα του βιβλίου «Ελλαδικά Προτελεύτια» επιλέγουμε το θέμα: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΗΜΕΡΑ» (τότε το 1990) έως σήμερα έχουν περάσει 28 χρόνια και από τότε οι καταστάσεις της ορθοδοξίας που από τότε ήταν κρίσιμες, σήμερα έχουν γίνουν οδυνηρές και καταστροφικές….
Μεταφέρουμε εμείς το τότε κείμενο του βιβλίου «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΗΜΕΡΑ», για την επαλήθευση των δεινών καταστάσεων που ζούμε σήμερα.
Σήμερα η δημοσίευση του 5ου και τελευταίου μέρους:
XIX. H ελληνική Ορθοδοξία σήμερα (5)
• Έχουν συχνά την εντύπωση πως αντιφάσκετε υιοθετώντας θέσεις αντικρουόμενες. Από τη μια γράφετε: «Η Ελλάδα πέθανε και την έχουμε σκοτώσει εμείς (οι Έλληνες)». Και άλλου λέτε: «Αποτελεί υπεράνθρωπο άθλο να ζεις ορθόδοξα στη Δύση». Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να είναι πιο εφικτό στην Ελλάδα, αφού η Ελλάδα, η Αθήνα είναι Δύση συμφωνά με τις απόψεις σας; Ή μήπως, τελικά, «ο πολιτισμός της αίρεσης» δεν έχει υποκαταστήσει ολοκληρωτικά την Ορθόδοξη Ανατολική Χριστιανοσύνη;
Η Ελλάδα σήμερα είναι. Δύση, στο ποσοστό που ενσαρκώνει τη μεταθρησκευτική φάση τοθ δυτικοευρωπαϊκού τρόπου του βίου ή πολιτισμού – (αν και κάθε τέτοιος ορισμός είναι περισσότερο ενδεικτικός παρά στατιστικά διαπιστωτικός). Ενώ η Ευρώπη, αν και διανύει τη μεταθρησκευτική φάση του πολιτισμικού της βίου, συντηρεί άνετα και πολλές εντυπωσιακές εκφάνσεις θρησκευτικότητας:
Η θεαματική, λ.χ., δημοσιότητα του Πάπα, οι πρωτοβουλίες του στο διεθνές επίπεδο, ο πάντα άριστα οργανωμένος μηχανισμός του Βατικανού, μοναστήρια με εντυπωσιακή ευσέβεια, φιλάδελφη διπλωματία οικουμενικών ανοιγμάτων, ακάματη ακαδημαϊκή θεολογική δραστηριότητα, συγκινητικά «χαρισματικά» κινήματα, καταγοητευμένα ακροατήρια ευσεβών σε διαλέξεις για την ορθόδοξη «πνευματικότητα», τις εικόνες, την «προσευχή τής καρδίας».
Γι’ αυτό και είναι αφάνταστα δύσκολο να είσαι ορθόδοξος στη Δύση σήμερα, ίσως πιο σκληρό και από τη μοναχική «αναχώρηση». Γιατί καλείσαι να αρνηθείς και να καταγγείλεις έμπρακτα όλες αυτές τις ανθρώπινες παρηγοριές και τα συναισθηματικά στηρίγματα, προϊόντα μιας «θρησκευτικότητας» που δεν διαφέρει πραγματικά (ως τρόπος υπάρξεως) από τον ατομοκεντρικό αθεϊσμό ή τον καταναλωτικό εγωκεντρισμό. Να καταδείξεις ότι η «θρησκειοποίηση» του χριστιανισμού καμουφλάρει την ευαγγελική αντίθεση Εκκλησίας και θρησκείας, ζωής και θανάτου, φαρισαϊκής αυτάρκειας και τελωνικής μετάνοιας.
Είναι αφάνταστα δύσκολο. Γι’ αυτό και όποιος τολμήσει να ψελλίσει τέτοιες προτάσεις εξουδετερώνεται αμέσως σαν integriste, «ψυχοπαθολογικά αντιδυτικός», «αντι-οικουμενιστής». Το όνομά του μπαίνει σε απαγόρευση – όπως γινόταν παλαιότερα με τους «διαφωνούντες» μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα.
* *
• Υποστηρίζετε ότι το Σχίσμα Ανατολής και Δύσης (1054) αντιπροσωπεύει, τελικά, την ανυπέρβλητη αντίθεση ανάμεσα στη «βασιλεία του Θεού» και «τον κόσμο της πτώσης», και ότι αυτό το Σχίσμα διαχώρισε την Εκκλησία από τη «θρησκειοποίησή» της. Σε μια τέτοια οπτική δεν είναι μόνο ή Δύση αλλά η ίδια η Εκκλησία της Δύσης που φαντάζει στην κυριολεξία «παραδομένη στο Σατανά» (satanisee), αφού ταυτίζεται με τον κόσμο της πτώσης. Ανεξάρτητα από τον σαφή σκανδαλισμό που θα προκαλέσουν αυτές οι απόλυτες τοποθετήσεις (propos sans nuances) σε πολλούς, δεν έχετε ειλικρινά την παραμικρή αίσθηση ότι απλουστεύετε υπέρ το δέον μια πολυσύνθετη πραγματικότητα; Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος της πτώσης και του θανάτου ντύθηκε τον μανδύα της θρησκευτικότητας. Δεν νομίζετε ότι αυτή η διαδικασία έχει εξίσου προσβάλει τη βυζαντινή κοινωνία (όσο και αν τα μοναστήρια, αντιδρώντας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο) και ότι, τελικά, ή παραβολή των ζιζανίων και του κόκκου του σίτου ισχύει τόσο στη χριστιανική Ανατολή όσο και στη Δύση; Η οπτική σας, που φαίνεται πολύ δυαλιστική, δεν αποκλείει σιωπηρά δέκα αιώνες δυτικής χριστιανικής αγιότητας; Επομένως, δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με ιδέες ούτε με λόγους αλλά με γεγονότα, με εμπειρίες που δεν αναιρούνται σε πολλές περιπτώσεις. Να μη λαμβάνουμε υπόψη μας αυτή τη βοώσα πραγματικότητα αγιότητας, δεν είναι τουλάχιστον ψέμα αποσιώπησης;
Συχωρέστε με, αλλά έχω την εντύπωση ότι σχηματοποιείτε την επιγραμματική εδώ ανάλυση μου σε πόλωση μανιχαϊστικού δυαλισμού: η κακή Δύση και το καλό Βυζάντιο, οι κακοί Ευρωπαίοι και οι καλοί Έλληνες.
Δεν το κάνετε ούτε συνειδητά ούτε ηθελημένα. Απλώς μιλάμε σε διαφορετικά επίπεδα. Εσείς ενδιαφέρεσθε να αποδοθεί οπωσδήποτε ιστορική δικαιοσύνη, ενώ εγώ προσπαθώ να αναλύσω μια διεργασία ιστορικών μεταλλαγών στην κατανόηση και ερμηνεία του «ευαγγελίου» τής Εκκλησίας.
Προσπαθήστε, σας παρακαλώ, να καταλάβετε ότι, ακόμα και με τα κριτήρια της κοινής λογικής, είναι άλλο πράγμα η απόδοση ιστορικών ευθυνών, η αξιολόγηση ανθρώπων σε καλούς και κακούς, και άλλο η συμπερασματική ανάλυση μιας ιστορικής διαδικασίας.
Όταν ό Heidegger συμπεραίνει ότι η δυτική μεταφυσική γέννησε τον ευρωπαϊκό μηδενισμό και η δυτική θεολογία οδήγησε νομοτελειακά στον «θανατά του Θεού», το ενδιαφέρον του και ο στόχος του είναι η ιστορική καταδίκη της Δύσης; Θα ήταν τουλάχιστον αφελές. Στόχος του είναι να φωτίσει τις συνέπειες ενός ορισμένου τρόπου ερμηνείας του κόσμου και της ζωής.
Με άλλα λόγια: Αν η σχολαστική θεολογία, ως στάση και μέθοδος, καταλήγει οργανικά στον μηδενισμό, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε σπουδαστής της σχολαστικής ήταν μηδενιστής ή ότι κάθε χριστιανός της Δύσης συνέβαλε συνειδητά στον «θάνατο του Θεού». Σίγουρα υπήρξαν άνθρωποι πού, παρά τη σχολαστική τους παιδεία, εβίωσαν εκκλησιαστικά. Όπως υπήρξαν και Ανατολικοί πού, παρά την ορθόδοξη παιδεία τους, εβίωσαν εκκοσμικευμένα ή και μηδενιστικά.
Προσπαθήστε να καταλάβετε για ποιό πράγμα μιλάμε: κρίνουμε τρόπο ερμηνείας του κόσμου και της ζωής, δεν κρίνουμε ανθρώπους ή λαούς, δεν υποκαθιστούμε το Θεό στην κρίση Του.
Ίσως να σας αδικώ, αλλά έχω την εντύπωση ότι οι ερωτήσεις σας εκβιάζουν και απαιτούν να σχηματοποιήσω τις απαντήσεις μου σε δυαλιστική πόλωση. Και ταυτόχρονα νομίζετε ότι η μόνη δυνατότητα για να αποφευχθεί η πόλωση είναι να μιλάμε για «αποχρώσεις» (nuances) καλού και κακού σε Ανατολή και Δύση.
Εγώ δεν πιστεύω ότι η Δύση ενσαρκώνει ιστορικά τον «κόσμο της πτώσης», ότι είναι satanisee. Δεν εξειδικεύω την πτώση σε κανέναν λαό ή πολιτισμό, ούτε και σε λαούς όπου άνθισαν πνευματικές παραδόσεις μη χριστιανικές – στην Κίνα, λ.χ., ή στις Ινδίες. Όμως, από όση μελέτη μπόρεσα να κάνω, για τριάντα περίπου χρόνια, τολμώ να συμπεραίνω τούτο: Πώς η οντολογία, η γνωσιολογία και η ηθική που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της δυτικής θεολογίας, από τον 9ο αιώνα και μετά (με μονομερή εξάρτηση από τον Αυγουστίνο), θεμελιώνονται στα κριτήρια και στις προϋποθέσεις της «φυσικής θρησκείας», δηλαδή του άνθρωπου της πτώσης. Συνιστούν ανατροπή των όρων του εκκλησιαστικού «ευαγγελίου» και της εμπειρίας που εξέφρασε η πατερική παράδοση, η παράδοση των Συνόδων της αδιαίρετης Εκκλησίας. Αυτή την ανατροπή τη βλέπω και να ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένους θεσμούς της Δυτικής Εκκλησίας: στο παπικό «πρωτείο» και στο παπικό «αλάθητο», στην «Ιερή Εξέταση», στην Propaganda Fidei, στη δημιουργία του κράτους του Βατικανού, στην υποχρεωτική αγαμία του κλήρου κτλ., κτλ.
Ανάμεσα στη στάση του ανθρώπου της πτώσης (τον ατομοκεντρισμό, τη νοησιαρχία, την αστυνόμευση της σωτηρίας) και στη στάση της εκκλησιαστικής μετάνοιας (τον αποφατισμό, την ευχαριστιακή μετοχή στη σωτηρία) δεν υπάρχουν «αποχρώσεις», αγαπητέ φίλε. Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, «αποχρώσεις» θανάτου και ζωής. Ούτε συνιστούν τέτοιες «αποχρώσεις» οι περιπτώσεις προσωπικής αγιότητας. Είπαμε: οι άνθρωποι μπορεί να βιώνουν εκκλησιαστικά ακόμα και μέσα σε διδαχές και θεσμούς πτώσης. Αλλά το ποιοι είναι αυτοί θα το κρίνει μόνο ό Θεός. Εμείς προσπαθούμε απεγνωσμένα να ξεχωρίσουμε το «ευαγγέλιο» τής ζωής από τη θανατηφόρα αλλοτρίωση του.
Λέτε ότι ή απουσία «αποχρώσεων» στις διατυπώσεις μου είναι «σκανδαλώδης» για πολλούς. Φοβούμαι μήπως συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: μήπως μερικοί βολεύονται να εφευρίσκουν στα κείμενα μου πόλωση και δυαλισμό, γιατί έτσι με απορρίπτουν ευκολότερα και αποφεύγουν τα προβλήματα που πιθανώς τους θέτω – που είναι και δικά μου προβλήματα. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσω το γεγονός πώς ό,τι και να γράψω, αυτοί δεν διαβάζουν αυτά πού λέω, αλλά αυτά που θα ήθελαν να λέω;
Εφευρίσκουμε πολώσεις για να απορρίψουμε τον προβληματισμό και να μείνουμε ανενόχλητοι στις βεβαιότητες μας. Είναι τυπικό σύμπτωμα ψυχολογικής άμυνας, ανεπίγνωστη έκφραση ψυχολογικής ανασφάλειας. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια διαλόγου αποδείχνεται μάταιη.
ΤΕΛΟΣ