Το δωδέκατο βήμα του χρόνου ακούμπησε και φέτος τα Χριστούγεννα. Δημιουργεί προσδοκίες στα νιάτα αλλά και αναμνήσεις στα γηρατιά. Οι παλαιότεροι ανακαλύπτουν τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα και των δύο του τωρινού. Τα χρόνια εκείνα δεν αλλάζουν και τόσο απ’ τα σημερινά. Τότε είχαμε πολέμους, τους δύο παγκοσμίους, εμφύλιους σπαραγμούς, προσφυγικό, πολιτικές εξελίξεις, οικονομικές δυσκολίες. Υπήρχαν και τότε βολεμένοι, διαπλεκόμενοι, διεθνείς κερδοσκόποι, καταχραστές και τοκογλύφοι.
Οι μικρότεροι δεν καταλαβαίναμε τους μεγαλύτερους. Ολα για μας τις γιορτινές ημέρες είχαν μια πρωτοτυπία. Στην αγορά που βγαίναμε, υπό όρους, βλέπαμε τον εορταστικό χαρακτήρα της. Οι μαγαζάτορες ασβέστωναν τα πεζοδρόμια και στόλιζαν τα καταστήματά τους, οι ραφτάδες έκαναν τις τελευταίες πρόβες, οι τσαγκάρηδες ξεκαλούπωναν τα κατά παραγγελίαν παπούτσια, οι ταβερνιάρηδες κρέμαγαν τα σημαιάκια, δείγμα ότι άνοιξε γιοματάρι. Οι νοικοκυρές είχαν πλύνει και σιδερώσει τ’ ασπρόρουχα, προετοιμάζονταν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, έφτιαχναν το Χριστόψωμο, τους κουραμπιέδες, μεγάλη πρόκληση, που τους φύλαγαν σκεπασμένους με άσπρη πετσέτα σε πιατέλα στο μάρμαρο του μπουφέ γεμάτο από αναμνηστικές φωτογραφίες. Και κοιμόμαστε νωρίς, να ξυπνήσουμε με την πρώτη καμπάνα της εκκλησιάς, να βρεθούμε νοερά στη φάτνη της γέννησης του Χριστού.
Το σχολείο το ξεχνάγαμε για ένα 10ήμερο. Τον “κυρ Γιώργη” Καραθανάση, τον “κυρ Φώτη” Φωτόπουλο, την “κυρά Ελένη” Τριτσιμπίδα και τους άλλους δασκάλους θα τους βλέπαμε “τ’ Αγιαννιού την άλλη μέρα”. Μέχρι τότε ξεγνοιασιά και παιχνίδι στην αυλή στις λεμονοπορτοκαλιές. Κάναμε και θελήματα. Κουβαλάγαμε κληματόβεργες και κούτσουρα στο πλυσταριό για το “παραγώνι” έξω απ’ το σπίτι. Και όταν βράδιαζε, και όταν το κρύο “έτσουζε” βοηθάγαμε στο άναμμα της φωτιάς, να γίνουν κάρβουνα. Γιομίζαμε το μαγκάλι μεταφέροντάς το στο μεγάλο και μοναδικό δωμάτιο του κεραμμόσπιτου. Η τσιμπίδα στο χερούλι του μαγκαλιού βοήθαγε να σγαρλίζουμε τα κάρβουνά του, γύρω απ’ το οποίον καθόμαστε, να ζεσταθούμε. Γεμίζανε τα πόδια μας μπαλώματα, “κεραμίδες” τα λέγαμε, από τη ζέστη.
Αν έβρεχε, μεριάζαμε τα μπαούλα απ’ τον τοίχο, μην “περονιάσει” η υγρασία, και βάζαμε τους τετζερέδες, εκεί που ‘σταζαν τα κεραμίδια. Σκαρφαλώναμε απ’ τον καναπέ στα πρεβάζια των παραθύρων, μεριάζοντας τις κουρτίνες να δούμε τη “ρουμπελιά” που ερχόταν από ψηλά την Ντάρντιζα κι έτρεχε στο κατηφορικό “καλντερίμι”.
Τέτοιες εμπειρίες δύσκολα μπορούν να τις κατανοήσουν τα σημερινά παιδιά. Ζουν τα χρόνια της αμεριμνοσύνης τους. Πασπαλίζουν τα όνειρά τους με χρυσόσκονη, που δεν έχουν τίποτα κοινό με τα δικά μας τότε, όταν η φαντασία μας κάλπαζε στη χριστιανική γιορτινή απεαντοσύνη. Τότε μαζευόταν όλη η οικογένεια. Τα παιδιά πρωταγωνιστούσαν και σε τιμητική θέση παππούς και γιαγιά. Η πρώτη και η τρίτη ηλικία. Τώρα πέλαγος οι εορταστικές εκδηλώσεις, χάνεται η απλότητα, ευτελίζεται η πραγματικότητα, εμποροποιούνται τα πάντα, αλλοιώνεται η παράδοση. Η αγάπη, που γεννήθηκε στη φάτνη, παραμερίστηκε. Και αυτά ακόμα τα κάλαντα, τα εκφραστικά θρησκευτικά αισθήματα απ’ την αρχαία λατρεία υπέρ ευημερίας του οίκου από παιδιά, που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με αντάλλαγμα ένα γλύκισμα, ή δύο πεντάρες, τώρα κατάντησαν εκμετάλλευση, βάζοντας το χρήμα πάνω απ’ τον άνθρωπο. Οι ευχές όμως μένουν οι ίδιες. Υγεία και ειρήνη.