Σκέπασε όλο το χωριό και την παλιά εκκλησία το χιόνι από τ’ απόβραδο κι όταν ήρθε η αυγή βρήκε όλους τους χωριανούς ν’ ακούν τη λειτουργία από τα χείλη του παπά μ’ ανάλαφρη ψυχή.
Χριστούγεννα, γιορτή χαράς, ευχές μοιράζουν όλοι, γιόμισε κόσμο το μικρό κι απόμερο χωριό, σε κάθε σπίτι μοιάζει η αυλή μ’ ολάνθιστο περβόλι, αναγαλλιούν παππούς, γιαγιά που είδαν τον εγγονό.
Όμως μια μάνα σε μια αυλή καθόταν ξεχασμένη, κάτι έλεγαν τα χείλη της και με ματιά θολή, σ’ ολόγυρά της κοίταζε με πόνο δακρυσμένη, στέναζε και τα δάκρυα της πικρά ήταν σαν χολή.
Ήταν η μάνα που μακριά μίσεψε το παιδί της, πέρασαν χρόνια, γέρασε, κι ακόμα να φανεί, παρακαλούσε το Θεό κι έλεε στην προσευχή της «άλλη μάνα την πίκρα μου μην νιώσει στην ψυχή».
Τη δέησή της άκουσαν σκύβοντας οι αγγέλοι τα πονεμένα λόγια της στον Πλάστη να τα πάνε, κι ένα κρυφό χαμόγελο δειλά δειλά ανατέλλει την ώρα που άκουγε γλυκά οι καμπάνες να χτυπάνε.