… Η νύχτα είναι εξαίσια. Ησυχία απόλυτη. Ούτε ένα φύλλο δεν κινείται. Το φεγγάρι κάνει τη νύχτα να φαίνεται σαν ημέρα. Οι γύρω χιονισμένες κορυφές αστράφτουν στην ανταύγεια του φεγγαριού.1
Άγγελοι και Μάγοι και βοσκοί δεν φαίνονται πουθενά. Φαίνεται ελοξοδρόμησαν. Ίσως φταίει και το χιόνι. Ουράνιες μελωδίες δεν ακούονται. Ακούονται μόνο τα απαίσια γρυλίσματα των τσακαλιών που ηχούν και αντηχούν στις δασωμένες ρεματιές του Βίτσι και μας κάνουν να ανατριχιάζουμε.
Ξημερώνουν Χριστούγεννα. Για μένα και για τους περισσότερους είναι τα πρώτα πολεμικά Χριστούγεννα. Θα τα περάσουμε φέτος στο ύψωμα της Βασιλειάδας. Η νοσταλγία μας σήμερα για τα χωριά μας, τους δικούς μας γίνεται πιο μεγάλη από κάθε άλλη ημέρα. Αν βρισκόμαστε στο χωριό μας πόσο ωραία θα επερνούσαμε. Θα πηγαίναμε στην εκκλησία να ακούσουμε το «Χριστός γεννάται», θα καθίζαμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με όλους τους δικούς μας και θα νοιώθαμε ότι πράγματι είναι μια ημέρα χωριστή από τις άλλες.
Ξημερώνει. Σηκωνόμαστε και η πρώτη μας λέξη είναι «χρόνια πολλά παιδιά, και του χρόνου στα σπίτια μας» και άλλες παρόμοιες ευχές. Πήραμε το ρόφημα και καθένας ασχολήθηκε κατόπιν με ό,τι μπορούσε. Οι περισσότεροι όμως εκοιμήθηκαν γιατί είχαν ξαγρυπνήσει πολύ την νύχτα. Εγώ ασχολήθηκα με την παρασκευή του φαγητού. Κατά τη μία το φαγητό ήταν έτοιμο. Μαζεύτηκε όλη η διμοιρία και εμοιράσαμε το κρέας, το κρασί, τα γλυκά, τα μήλα και ό,τι άλλο είχαμε για την ημέρα. Εκαθίσαμε πέντε – έξι παρέα, εφάγαμε καλά, ευχηθήκαμε στην υγειά μας και λέγαμε ότι αυτό το χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.
Και η υπόλοιπη μέρα επέρασε όπως το πρωί. Μέσα στα σπιτάκια (αμπριά) και τη φωτιά. Πήραμε με τον ασύρματο και ακούσαμε λίγη μουσική και ειδήσεις και έτσι ετελείωσε και αυτή η ημέρα.
Αν και ευρεθήκαμε εδώ πάνω τόσο απρόοπτα, καταλάβαμε ότι η ημέρα αυτή κάπως διέφερε από τις άλλες.
………………………………………
Πρωτοχρονιά στο «μέτωπο»
31 Δεκεμβρίου 1947 Τετάρτη
«…Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Όταν αφήσαμε το μέρος που βρισκόμαστε και επήγαμε στο 811 όπου οι υπόλοιποι είχαν ετοιμάσει σκηνές. Ο δεκανέας του όλμου έχει ετοιμάσει τη σκηνή μας και μόλις πήγα μπήκα μέσα. Τι λάσπη, τι κακό. Ανοίγω ένα δέμα που μου είχε φέρει ο ταχυδρόμος και μαζί με τους στρατιώτες της διμοιρίας μου το αδειάσαμε ευχόμενοι καλή τύχη ο ένας στον άλλο. Δεν ξέρω αν εκοιμήθηκα καθόλου μέχρι τις 10 που σηκώθηκα με μια ομάδα για ενέδρα λίγο πιο πάνω από τις σκηνές. Το χιόνι πέφτει και έχει ασπρίσει τις πλαγιές όλες. Το κρύο είναι τσουχτερό. Τα πόδια μας δεν τα αισθανόμαστε από το κρύο. Τη μια καθόμαστε σε καμιά πέτρα που είχαμε βγάλει από το χιόνι και την άλλη εσηκωνόμασταν και εχτυπούσαμε χάμω τα πόδια μας να ξεπαγώσουν.
Σ᾿ αυτή τη θέση, στο χιονισμένο 811 αντικρίσαμε τον καινούργιο χρόνο. Αλήθεια τι ωραία πρωτοχρονιά. Στη μία η ώρα ξαναγυρίσαμε στις σκηνές. Πώς να κοιμηθούμε όμως που έχουμε παγώσει, και χωρίς φωτιά! Ησυχία απλώνεται παντού. Μόνο από απέναντι ο άλλος λόχος ρίχνει καμιά ριπή, ίσως για να μην παγώσουν τα πολυβόλα του. Επίσης και οι σιλουέτες των σκοπών διακρίνονται να κινούνται πάνω στο χιόνι.
……………………………………
1 Ιανουαρίου 1948 Πέμπτη
Πρωί –πρωί έχουμε πεταχτεί όλοι από τις σκηνές. Θέλουμε να κινηθούμε για να ξεμουδιάσουμε από το κρύο. Έχει βγει και ο ήλιος. Όλοι αρχίζουν να τραγουδούν και να ψέλνουν. Την περισσότερη όμως ευθυμία την δίδει το κονιάκ που ήπιαμε αρκετό για να ζεσταθούμε. Αλήθεια είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς τους στρατιώτες ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες να τραγουδούν θέλοντας να διώξουν από τον νου τους τις σκέψεις που άθελα έρχονται στο μυαλό. Μερικοί δεν το κατορθώνουν αυτό και ξαπλωμένοι μέσα στις σκηνές ποιος ξέρει τι σκέπτονται. Μια φωνή ακούεται σ᾿ όλο το μέρος «χρόνια πολλά παιδιά, καλή τύχη και του χρόνου στα σπίτια μας». Όλη η ημέρα πέρασε έτσι. Πότε στις σκηνές και πότε στη φωτιά. Το φαγητό είναι «ξηρά τροφή», τυρί, κονσέρβα, σταφίδες, μαρμελάδα γιατί δεν μπορούμε να μαγειρέψουμε. Ασχοληθήκαμε με τις σκηνές, στρώνοντας τις με χόρτα που επήραμε από το χωριό και έτσι επέρασε και η πρωτοχρονιά, ημέρα που θα μου θυμίζει τόσα και τόσα πράγματα σ᾿ όλη μου τη ζωή.
Φαίνεται πως ο Άη Βασίλης έχασε το δρόμο του στο χιόνι και δεν κατάφερε να μας βρει».
Παρατηρήσεις
1. Βρίσκομαι στο ύψωμα 811 έξω από το χωριό Καλοχώρι Καστοριάς στον δρόμο προς Νεστόριο. Τα πάντα είναι σκεπασμένα από χιόνι.
2. Το κείμενο είναι παρμένο από το ανέκδοτο βιβλίο μου «Η ζωή μου στον στρατό 1946-1960. Ημερολογιακές σημειώσεις».
1. Βρισκόμαστε σε ένα ύψωμα έξω από το χωριό Βασιλειάδα της Καστοριάς, στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Ηταν η εποχή της νεότερης Ελληνικής τραγωδίας.
Το κείμενο αυτό είναι από το ανέκδοτο βιβλίο μου «Η ζωή μου στον στρατό 1946-1960. Ημερολογιακές σημειώσεις».