Ηταν κάποιος Δεκέμβρης της δεκαετίας του 1940. Τα σκολειά είχαν κλείσει κι εμείς τα κοπέλια είμαστε στσι χαρές μας, γιατί θα ζούσαμε κάμποσες μέρες ξένοιαστα. Τα σπίτια είχαν βάλει τα γιορτινά τους κι από τσοι φούρνους έβγαιναν τα καλούδια, που θ’ αποτελούσαν τα “τραταμέντα” των ημερών. Σε πολλά σπίτια στόλιζαν και το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο αλλιώτικο από τ’ άλλα, αποφάσισε να στολίσει στο αρχοντόσπιτό τους ο Γιάννης ο Τζιανουδάκης, ο Τζιανουδογιάννης ή Γιαννάκος όπως ακουγότανε. Ο μακαρίτης πλέον, μα αξιαγάπητος και αξέχαστος Γιαννάκος, ήταν ένας άνθρωπος πάντα χαρούμενος, καλόκαρδος, έτοιμος για καλή παρέα, που δημιουργούσε καλή διάθεση σ’ αυτούς που ήταν μαζί του. Επλησίαζαν, λοιπόν, τα Χριστούγεννα και ο Γιαννάκος σκέφτηκε, πως το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, που μας ήρθε «προσφάτως εξ Αθηνών,» δεν θα ήτο πρέπον να μείνει «ξένον προς την πατροπαράδοτον ροπήν των Κρητών» στο καλό κρασάκι και το μεζεδάκι, τέτοιες χαρούμενες μέρες. Αποφάσισε, λοιπόν, να τροποποιήσει τον διάκοσμο του δέντρου έτσι, που να ταιριάζει με τη γαστρονομική αρχιτεκτονική και αντίληψη του λαού.
Έκοψε ένα κλαδί από πρινάρι, το άφησε να φάει τα πολλά-πολλά φύλλα μια κατσίκα, το στήριξε σε μια γωνιά στο σαλόνι του σπιτιού τους και το στόλισε αποβραδίς την παραμονή των Χριστουγέννων με κάθε λογής μεζέδες. Κεφτεδάκια, λουκάνικα, πιατάκια με κουραμπιέδες, μελομακάρουνα, ραπανάκια (για την όρεξη), μπριζολίτσες κ.λπ. κ.λπ. Το κάθε στολίδι είχε έναν αριθμό επάνω του. Δίπλα στο δέντρο έβαλε ένα βαρελάκι με κρασί, έναν δίσκο με ποτήρια και πιο εκεί ένα κουτί, που μέσα του είχε κλήρους με ανάλογους αριθμούς των μεζέδων, που κοσμούσαν το δέντρο. Ανήμερα Χριστούγεννα οι επισκέπτες που πήγαιναν στο σπίτι για ευχές τραβούσαν ένα ή περισσότερους κλήρους και έπαιρναν από το δέντρο τα «στολίδια» με τους ανάλογους αριθμούς. Περιττό να πούμε πως για το κρασάκι δεν υπήρχαν κλήροι. Αυτό ήταν απεριορίστου ροής. Βέβαια στο σπίτι αυτό δεν υπήρχαν μόνο οι μεζέδες – στολίδια του δέντρου, που συνεχώς ανανεώνονταν. Αυτοί ήταν τα ορεχτικά…
Αφήνω τον καθ’ ένα σας να φανταστεί το κέφι και το γλέντι που προκάλεσε αυτή η πρωτοτυπία. Ακόμη και η αρχόντισσα η κυρία Ελισάβετ η μητέρα του Γιαννάκου, παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, στο τέλος ενθουσιάστηκε, πάντα όμως με επιφυλάξεις, ως προς την ορθότητα της πρωτοτυπίας.