Φθινόπωρο- χειμώνας του 1940. η Ελλάδα έχει δεχθεί μια ύπουλη επίθεση από τη φασιστική Ιταλία. Οι μάχες μαίνονται στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου. Μάχες σκληρές. Οι Ιταλοί πολεμούν. Οι Έλληνες φαντάροι όμως μάχονται «υπέρ βωμών και εστιών» και νικούν. Πολεμούν τους Ιταλούς και τα κρύα.
Το χιόνι είναι πιο σκληρός εχθρός. Στη βουνοκορφή το “Μνήμα της Γριάς”, σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων οι μάχες είναι πιο σκληρές. Τη βουνοκορφή πότε την κερδίζουν οι Ιταλοί και πότε οι Έλληνες φαντάροι. Το χιόνι πέφτει συνεχώς. Οι φαντάροι μας της 5ης Μεραρχίας Κρητών ξεπαγιάζουν πάνω στη βουνοκορφή. Χέρια και πόδια ξυλιάζουν. Τα κρυοπαγήματα φαίνεται να έρχονται, όμως πολεμούν και ελπίζουν ότι μπορεί να γλυτώσουν. Όχι από τους Ιταλούς, όχι από τα βόλια, αλλά από τον χειρότερο εχθρό. Το χιόνι.
Είναι Δεκέμβρης. Στο σπίτι του καπετάν Σπυριδογιάννη
-του Γιάννη του Σπυρίδο- είναι στενοχωρημένοι και ανήσυχοι. Τι να κάνει ο γιος τους που πολεμά στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου τους Ιταλούς. Ζει ή είναι σκοτωμένος; Δεν έχουν καθόλου νέα του. Η πόρτα χτυπά. Είναι ο ταχυδρόμος. Τους φέρνει γράμμα από τον γιο τους. Ο Σπυριδογιάννης το πήρε και το άνοιξε ανυπόμονα.
«Πατέρα ζω», του έγραφε. «Είμαι όμως σε νοσοκομείο εκστρατείας. Έχω πάθει κρυοπαγήματα, γιατί έμεινα πολεμώντας του Ιταλούς στο χιόνι, πάνω στη βουνοκορφή που τη λένε “Μνήμα της Γριάς”». Οι γιατροί μου ‘κοψαν το αριστερό πόδι πάνω από τον αστράγαλο. Στενοχωριέμαι γιατί δεν έφαγα βόλι για να μου το κόψουν. Μου το ‘κοψαν από κρυοπαγήματα. Τα πόδια μου είχαν παγώσει πάνω στο βουνό στο οποίο πολεμούσα. Δεν είχα τσουράπια να φορέσω, χρειαζόμαστε τσουράπια. Πολλά τσουράπια, για να γλυτώσουμε από το χιόνι».
Τσουράπια μωρέ, είπε ο Σπυριδογιάννης. Πήρε το γράμμα του γιου του και το πήγε στον παπά να το διαβάσει την Κυριακή στην εκκλησία. Ο παπάς το διάβασε, το πήγε όμως και στον Δεσπότη. Ο Δεσπότης το τύπωσε σε χιλιάδες αντίτυπα στο Τυπογραφείο Κανάκη Φραγκιαδάκη – Φωτεινής Μαυράκη και το ‘στειλε σ’ όλη την Κρήτη.
Η ιαχή ΑΕΡΑ του Έλληνα φαντάρου στα βουνά της Βορείου Ηπείρου γίνεται ιαχή “Τσουράπια σ’ όλη την Κρήτη”. Η 5η Μεραρχία χρειάζεται τσουράπια για τους φαντάρους της. Η Κρήτη ολάκερη γίνεται ένα απέραντο εργαστήρι κατασκευής τσουραπιών. Στα χωριά της Ρίζας οι αργαλειοί δεν υφαίνουν περίτεχνα υφαντά. Υφαίνουν κετσέδες που με κατάλληλο ράψιμο γίνονται υπέροχα τσουράπια.
Στο Γαβαλοχώρι -χωριό του Αποκόρωνα- οι γυναίκες δεν πλέκουν κοπανέλι, παραδοσιακό πλέξιμο του χωριού. Όλες πλέκουν τσουράπια. Κάπου – κάπου οι κοπέλες, πλέκοντας τα τσουράπια τραγουδούν «κορόιδο Μουσουλίνι κανείς δεν θα σου μείνει κι εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία από τον χάρτη θα σβηστεί».
Στο Μοναστήρι οι καλόγριες έπαψαν να φτιάχνουν λαμπάδες και κεριά για τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων που έρχονται. Φτιάχνουν όλες τσουράπια. Τα χέρια μας είναι κοντά στους φαντάρους μας. Η καρδιά μας είναι κοντά στο νεογέννητο θεάνθρωπο που έρχεται. Στη γαλλική Σχολή στη Χαλέπα τα μαθήματα έχουν σταματήσει λόγω του πολέμου.
Η Σερ-Ευαντελή, ή Σερ-Αμελή, η Μα-Μερεϊ και οι άλλες καλόγριες πλέκουν τσουράπια για τους Έλληνες φαντάρους».
«Η πατρίδα μας είναι σκλαβωμένη στους Ναζί Γερμανούς και στους φασίστες τους Ιταλούς» λέει η Μα-Μερ. Οι Έλληνες φαντάροι πολεμούν και για τη δικιά μας λευτεριά. Η προσφορά μας είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε, να τους βοηθήσουμε στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών και του χιονιού. Στα σπίτια έχει σταματήσει κάθε προετοιμασία για τα Χριστούγεννα που έρχονται. Ούτε χριστόψωμα δεν θα φτιάξουμε, λένε οι γυναίκες, τσουράπια και μόνο τσουράπια. Ο κυρ-Αριστείδης ο πραματευτής γυρίζει με το γαϊδουράκι του τις γειτονιές. Δεν έχει φορτωμένες βιτρίνες. Έχει δυο μεγάλα κοφίνια και μαζεύει τσουράπια. Ντιν-νταν χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών αναγγέλλοντας τη γέννηση του θεανθρώπου.
Το ντιν-νταν γίνεται ιαχή ΑΕΡΑ πάνω στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Οι φαντάροι μας με ζεστά τα ποδάρια με τις χιλιάδες τσουράπια που είχαν φθάσει στην 5η Μεραρχία πολεμούν και νικούν. Η μια μετά την άλλη οι πόλεις και τα χωριά γίνονται και πάλι ελληνικά. Οι ένδοξες μέρες του 1914 που τα κρητικά Αντάρτικα Σώματα απελευθέρωναν τη Βόρειο Ήπειρο ξανάρχονται. Οι Άγιοι Σαράντα, η Χειμάρρα, η Κορυτσά είναι και πάλι ελληνικές.
Το νεοριζίτικο
«Παιδιά ίντα γινήκασι της Κρήτης οι γυναίκες.
Μηδέ σε ρούγες φαίνονται μηδέ σε παραθύρια.
Τα σπίτια δε στολίζουνε για του Χριστού τη γέννα,
ούλες τσουράπια πλέκουνε, για τσ’ Έλληνες φαντάρους
που πολεμούνε σα θεριά στης Αλβανίας τα βουνά»,
ακουγόταν σε όλη την Κρήτη.
Σημ.: Τσουράπι είναι η χοντρή μάλλινη κάλτσα που φτάνει μέχρι το γόνατο.
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος
δημοσιογράφος – τυπογράφος
Σημαντικό κείμενο ,μας κάνει να αισθανόμαστε περήφανοι!!