Αναζητούνται οι άλλοι οκτώ
Το άκουσε στην τηλεόραση. Μέχρι εννέα άτομα επιτρέπονται στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Η κυρά Σταθούλα 85 χρονών σήμερα ζει μόνη. Έχει τρία παιδιά και πέντε εγγόνια. Όλοι ξενιτεμένοι. Στην Αλεξανδρούπολη, στα Γιάννενα και στη Λάρισα.
– Πού να τους βρω εγώ τώρα τους άλλους οχτώ; αναρωτιόταν.
Πού είναι εκείνα τα χρόνια τα παλιά που γέμιζε το σπίτι φωνές, γέλια, χαρές και αγκαλιές και χορό. Που μοσχοβολούσε και η αυλή απ’ τις χίλιες νοστιμιές.
Πώς αλλάζουν οι καιροί!
Απ’ τη μια μέρα στην άλλη έρχονται τα πάνω κάτω. Τι να κάνω κι εγώ η μοναχούλα; Ε, δεν είμαι δα και η μόνη που είμαι μόνη. Πόσοι και πόσες δέρνονται απ’ τη μοναξιά. Αυτός ο καταραμένος ο κορωνιός, μας καταδίκασε. Μα θα περάσει. Όπως πέρασαν οι άλλοι πόλεμοι και η κατοχή. Επιζήσαμε, μα χάθηκαν και πολλοί. Όπως και σήμερα.
Αλίμονο σ’ αυτούς που χάθηκαν και χάνονται κάθε μέρα.
Εμείς που ζούμε, ειδικά οι μεγάλοι έως γέροι θα βρούμε τον τρόπο. Υπάρχουν και οι νέοι. Αγαπώ τους νέους γιατί σέβονται και βοηθούν. Τις σκέψεις της διέκοψε ένα κουδούνισμα και μια φωνή.
– Κυρά Σταθούλα, άνοιξε!
Η κυρά Σταθούλα δεν άνοιγε την πόρτα γιατί φοβόταν. Μισάνοιξε το παραθυράκι. Το εγγόνι της γειτόνισσας γύρω στα 18, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη.
– Καλημέρα κυρά Σταθούλα. Η γιαγιά μου σου στέλνει μια βασιλόπιτα, φαγητό και γλυκά να περάσεις την Πρωτοχρονιά. Θέλεις κάτι; Θες να σου φέρω κάτι άλλο; Ό,τι θέλεις πες μου. Οτιδήποτε χρειαστείς εδώ είμαστε.
– Ευχαριστώ παιδί μου τώρα, τάχω όλα. Καλή χρονιά να έχετε όλοι. Κι εσύ καλό μέλλον. Μα θα το έχεις γιατί έχεις φιλότιμο και ανθρωπιά.
Δάκρυσε από συγκίνηση η κυρά Σταθούλα. Μωρέ κανείς δεν είναι μόνος όσο υπάρχουν άνθρωποι. Μετά γέλασε κι έκανε χαρούλες σαν μικρό παιδί που του χαρίζουν σοκολάτα.
– Τουλάχιστον φέτος θα βρω το φλουρί εγώ. Κάθε μέρα να τρώω ένα κομμάτι κάποια μέρα θα το πετύχω. Και γέλασε. Ξεγέλασε τον εαυτό της.
Και σκέφτηκε κάνοντας έναν πρόχειρο υπολογισμό: Στης κυρά Τούλας, δίπλα, είναι εννιά τα άτομα. Τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Ευτυχώς είναι κοντά και μαζεύτηκαν. Πήραν και τη συμπεθέρα τους τη χήρα. Εγώ φυσικά δεν χωράω σ’ αυτή την εννιάδα. Φοβούνται οι άνθρωποι να με καλέσουν. Και καλά κάνουν είναι και η αστυνομία που ελέγχει. Μα κι αυτοί τόσο αυστηροί είναι; ένας παραπάνω να γίνουν δέκα, τι πειράζει; τι; ούτε εγώ που είμαι μισός άνθρωπος έτσι που έμπασα με τα χρόνια; Μα καλά κάνουν και είναι αυστηροί. Γιατί… κι εμείς ένα βούρδουλα τον θέλουμε πότε – πότε, αλλιώς είμαστε απείθαρχοι. Το ‘χουμε μέσα μας φαίνεται. Ας είναι…
Νάναι καλά όλος ο κόσμος, να ‘χει την υγεία του και του χρόνου ίσως… εκεί κόμπιασε. Ποιού χρόνου; Ποιός ξέρει για του χρόνου αφού δεν ξέρουμε για το αύριο.
Όμως ελπίζουμε. Ακόμα κι εγώ ελπίζω και περιμένω να δω και πάλι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, να τα αγκαλιάσω. Κι ανε ζω του χρόνου και υπακούν τα πόδια μου, θα τους φτιάξω όλα τα καλούδια που τους αρέσουν.
– Εγώ θα περιμένω! Και προσπάθησε να ισιώσει το κορμί της που είχε καμπουριάσει. Εγώ θα περιμένω, ξανάπε και είχε το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα μπροστά.