Ο Πέτρος Παπαδουκάκης συνταξιούχος γιατρός ζει σε ένα παλιό αρχοντικό στην Κρήτη. Με απέραντη θέα τη θάλασσα. Χρόνια ζούσε µόνος αφ΄ ότου έφυγε από τη ζωή η αγαπηµένη του σύντροφος. Τα παιδιά του στα 4 σηµεία του ορίζοντα Αυστραλία – Αµερική – Σουηδία – Γιοχάνεσµπουργκ. Επιστήµονες µε διαπρεπή καριέρα.
Στις γιορτές πήγαινε σε κάποιο από τα παιδιά του ή ερχόταν τα παιδιά. Αυτά τα Χριστούγεννα του ανακοίνωσαν µετά λύπης πως δεν θα µπορέσουν. ∆εν τους παραπονέθηκε αλλά ένοιωσε µια θλίψη και τη µοναξιά να τον τυλίγει.
Μόνος; Τι µόνος; Γιατί µόνος; Έχω τόσες επιλογές. Ξαφνικά άρχισε να χαίρεται σαν µικρό παιδί. Το βρήκα!!! Θα πάω στη Θεσσαλία σ΄ εκείνο το ορεινό χωριό που πριν δεκαετίες έκανα το αγροτικό µου και πέρασα πολύ όµορφα µε τους απλούς και ζεστούς ανθρώπους.
Φτάνοντας στο χωριό σκέφτηκε πως αν δεν βρει κάποιον που να τον θυµάται ή δωµάτιο να µείνει θα πήγαινε στην κοντινή πόλη και κάτι θα έβρισκε.
Άφησε το αυτοκίνητο στη µέση του χωριού. Πρόσεξε τις τεράστιες αλλαγές, είχε ασφαλτοστρωµένους δρόµους, ωραία πλατεία και πολλά όµορφα καινούργια σπίτια. Ένοιωσε την ανάγκη να περάσει το ποτάµι που είχε σχεδόν στερέψει, να πάρει το ανηφοράκι του λόφου που ήταν το εκκλησάκι του Αη Γιώργη. Συγκίνηση και νοσταλγία, θυµήθηκε πως κάποτε ανέβαινε συχνά και απολάµβανε το µαγευτικό ηλιοβασίλεµα.
Πάνω που άναβε τα καντήλια ξέσπασε µια τροµακτική χιονοθύελλα. Πήρε τον κατήφορο να προλάβει να πάει στο καφενείο του χωριού µε την ξυλόσοµπα. Στα µισά του δρόµου γλίστρησε. Πονούσε πολύ και δεν µπορούσε να σηκωθεί.
Αη Γιώργη µου κάνε το θαύµα σου κάποιος να µε δει, κάποιος να περάσει από ΄δώ. Προσευχόταν µε δάκρυα.
Και νάσου κάποιο αγροτικό σταµάτησε δίπλα του.
Ε! πατριώτη! Τι έπαθες;
Γλίστρησα πονάω φρικτά και δεν µπορώ να σηκωθώ.
Εγώ είµαι εδώ. Έλα! όπα! σιγά – σιγά, στηρίξου πάνω µου.
Τον κάθισε στη θέση του συνοδηγού και τον πήγε κατ΄ ευθείαν στο Νοµαρχιακό Νοσοκοµείο, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αναθάρρησε ο Πέτρος. ∆ιαγνώστηκε θλάση στο πέλµα και ένα ελαφρύ κάταγµα στην κνήµη. Τον τύλιξαν µε επιδέσµους του δώσανε παυσίπονα και οδηγίες.
Πάµε σπίτι µου η ∆εσποινούλα η γυναίκα µου θα σε περιποιηθεί, µαζί θα κάνουµε τις γιορτές. Αφού έφτασαν στο σπίτι βουβοί διηγήθηκαν στην κυρά ∆έσποινα την περιπέτεια. Εκείνη µε πολύ χαρά τον περιποιήθηκε. Κάθισε αναπαυτικά σε δυο πολυθρόνες, άπλωσε τα πόδια του και απόλαυσε ζεστό τσάι και σπιτικό γλυκό. Ένοιωσε περιέργως σαν στο σπίτι του. αµέσως µετά έστρωσαν το τραπέζι, όλα παραδοσιακά.
Αλήθεια πως σε λένε; ∆εν συστηθήκαµε εγώ είµαι ο Χρήστος ∆εληγιώργης κτηνοτρόφος.
Εγώ είµαι ο Πέτρος Παπαδουκάκης απ΄ την Κρήτη.
Κύριε Πέτρο σου έχω µια έκπληξη πάµε να δεις, να σου δείξω που θα κοιµηθείς. Θα σου ανάψω και την ξυλόσοµπα που ξέρω ότι σου αρέσει. Θα ψήσεις και κάστανα.
Πως το ξέρεις;
Πάµε και θα δεις, είναι ο οντάς που έµενε από το παλιό σπίτι. Μπήκαν στον οντά, στον τοίχο µια κορνίζα µε τη φωτογραφία του Αριστείδη µε τα υπέροχα πράσινα µάτια και τις µεγάλες βλεφαρίδες.
Χρήστο είσαι γιος του Αριστείδη;
Ναι κύριε Πέτρο κι εσύ ο σωτήρας του πατέρα µου. Αµυδρά σε θυµάµαι αλλά ο µπαµπάς µου διηγούταν µε συγκίνηση την ιστορία και πάντα σε ευγνωµονούσε. Τα παράτησες όλα, έκλεισες το ιατρείο, άφησες τον κόσµο να περιµένει και τον έτρεξες στο νοσοκοµείο που αν αργούσε µια ώρα θα είχε πεθάνει. Έζησε αρκετά χρόνια χάρη σε σας, έφυγε πλήρης ηµερών.
Και να που ήρθε η ώρα να ξοφλήσω το χρέος µου έστω µετά από δεκαετίες.
Χρήστο! Κανείς δεν χρωστάει σε κανέναν. Είναι η βαθύτερη ανάγκη µας για προσφορά. Και πάντα αυτό µας επιστρέφεται σε ανύποπτο χρόνο. Τίποτα δεν πάει χαµένο.
Ο Πέτρος έγινε µέλος της οικογένειας αφού βάφτισε το τρίτο παιδί του Χρήστου.
Τα καλύτερα του Χριστούγεννα γεµάτα ζεστασιά κι αγάπη.
Καλά Χριστούγεννα πάντα µε υγεία και αγάπη!