Στη στροφή του δρόμου ξεπρόβαλαν στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο ήλιος ρόδιζε τα αραιά άσπρα σύννεφα κάνοντας τα να αστράφτουν όλα μαζί, κυπαρίσια και έλατα πλάι-πλάι πλυμένα από τη βροχή, στολισμένα πριγκιπικά με λαμπερές νεροσταγόνες.
Οι αγορές των Χριστουγέννων όδευαν προς το τέλος και τα δεντράκια μάταια περίμεναν
τους τελευταίους αργοπορημένους αγοραστές. Κάποια τυχερά θα φώλιαζαν την ύστατη στιγμή σ’ ένα φωτισμένο γιορτινά σπίτι να στολίσουν και να στολιστούν με πολύχρωμες μπάλες και φωτάκια. Τα υπόλοιπα, στυλωμένα στον τοίχο θα έμεναν στα αζήτητα, περιμένοντας μέχρι τέλους κάποιον να τα διαλέξει, να τους δώσει την ευκαιρία να ζήσουν αυτό για το οποίο προορίζονταν.
Υπήρχε μιά σιωπηλή συνεννόηση μεταξύ τους, μια συμμετοχή σε κάτι που έμοιαζε με οικογενειακό πένθος. Ένα παράπονο σιγανό και αδύναμο, σαν μικρού παιδιού, φούσκωνε μέσα τους, ένας καημός πως δεν θα προφτάσουν. Θλιβερό θέαμα τα καημένα τα δεντράκια, θλιβερό και άγριο μαζί.
Ώσπου ήρθε η νεροποντή. Το χώμα βούλιαξε από το βάρος της βροχής και τα νερά ορμητικά παρέσυραν τα δεντράκια, το ένα μετά το άλλο.
Τίποτα δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. Σαν μιά αόρατη ρουφήχτρα να τατράβηξε για να τα γλυτώσει από τη λύπη και τη ντροπή.