Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Χριστουγεννιάτικο διήγημα: Τα προικιά…

Ένα αεράκι ψυχρό απ’ το κοντινό στενό που βγάζει στη θάλασσα τη βρήκε, καθώς άνοιξε την πόρτα κι έσυρε στο πλατύσκαλο τη βαλίτσα της.

Eριξε μια ανυπόμονη ματιά ολόγυρα… Στολισμένα μπαλκόνια, φωτάκια παντού, ο δρόμος στο πλάι γεμάτος θόρυβο και κίνηση.
Παραμονή Χριστουγέννων βλέπεις, κι όλοι τρέχουν να προλάβουν…
Την ευτυχία σίγουρα! Σε κάθε της μορφή…
Έβγαλε το παλαιικό κλειδί απ’ την έξω πλευρά, τράβηξε με δύναμη τη βαριά πόρτα και ξανακοίταξε πέρα μακριά, στο βάθος του δρόμου, εκεί όπου ένα καταστόλιστο δενδράκι του Δήμου έστελνε ολόγυρα το ζωηρό του φως.
Έφθασε πια η ώρα ν’ ασφαλίσει τη κεντρική πόρτα, που ‘χει ακόμα στη δεξιά πλευρά το μπρούτζινο χεράκι των παιδικών της χρόνων. Πριν μέρες κάλυψε με μια γιρλάντα από γκι το πάνω μέρος της με τα δυο παραθυράκια αλλοτινών καιρών, απ΄ όπου μια ζωή αγνάντευε τον έξω κόσμο. Τη στόλισε γιορτινά για να μην είναι παραπονεμένη, κι ας ετοιμάζεται να τη κλειδώσει και να σφραγίσει μια ζωή ολόκληρη! Διότι ετούτο εδώ το νεοκλασικό σπίτι, με τα μικρά μπαλκονάκια, με τους μαιάνδρους να φέρνουν κύκλους στις σιδεριές τους και τ’ ακροκέραμα στην κεραμιδένια στέγη να προδίδουν τα πολλά τα χρόνια του, τη κράτησε στοργικά στην αγκαλιά του πάνω από μισό αιώνα.
Τώρα που δεν είναι πια δικό της πρέπει να πει «αντίο»!
Τελευταίο βλέμμα, τελευταίος ασπασμός, μ’ ένα κόμπο στο λαιμό, αλλά χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, διπλοκλείδωσε και του γύρισε πλάτη. Εξάλλου έτσι που απόμεινε ορφανό χωρίς την όμορφη επίπλωσή του, με τα δάπεδα γυμνά από χαλιά και τους τοίχους να ορθώνονται άδειοι απ’ τα κεντητά κάδρα και τις πλαγιαστές φωτογραφίες των προγόνων, δεν αντέχει ούτε να το κοιτά. Λες κι η πολλή πραμάτεια του -που έφυγε πριν απ’ αυτήν!- πήρε μαζί της κάθε στιγμή απ’ τα περασμένα, τα πολλά και διάφορα του παρελθόντος που δεν ήθελε να θυμάται!
Ας πούμε η παλιά τραπεζαρία των γονιών. Πόσα τραπέζια, πόσα γλέντια, πόσες χαρές ανείπωτες δεν έζησε καθισμένη στη αγαπημένη της σκαλιστή πολυθρόνα με τα λιονταρίσια ποδαράκια! Αλλά και τι απόγνωση και μαύρη απελπισία στο ίδιο ακριβώς σημείο, εκείνη τη ημέρα που η μητέρα έφυγε για το μακρινό ταξίδι, για να συναντήσει τον πατέρα…
Μα πως την εγκατέλειψαν έτσι μόνη κι έρημη;
Ευτυχώς στο πλάι της έστεκε -όπως συνήθως- η συνονόματη ανιψιά!
Αν δεν ήταν κι αυτό το κορίτσι -το μονάκριβο παιδί του αδελφού της- θα ‘χε χάσει κάθε ελπίδα. Τι άξιζε η ζωή χωρίς αυτό; Και τι θα τα ‘κανε τα κομπλέ σερβίτσια της προίκας της; Τι λόγο θα ‘χε να βγάζει κάθε χρόνο τα ασπροκέντητα απ’ τη κασέλα, να τ’ αερίζει και να τα τυλίγει σε χαρτί για να μην τα φάει ο σκόρος; Ευτυχώς άρεσαν στο κορίτσι τα παλιά πράγματα, κι είχε περί πολλού τη κεντημένη «Καλημέρα», τους πολύτιμους τσεβρέδες της γιαγιάς με τις περίτεχνες δεσιές, τις φαντές πετσέτες της προγιαγιάς με το καλλιγραφικό μονόγραμμα στη πλουμιστή τους άκρη!
Πανικά για μια ζωή που προοριζόταν γι΄ αυτήν, μα τα χρόνια περνούσαν, οι χρόνοι κυλούσαν κι ο καλοί γαμπροί έρχονταν και έφευγαν! Πριν καλά-καλά το καταλάβει σαραντάρισε και σε μια εποχή που τα κορίτσια παντρευόταν απ’ τα 18 τους, εκείνη δεν είχε ακόμα ζευγαρώσει. Ύστερα πέρασε σχεδόν άλλη μια δεκαετία, τα προικιά πλήθαιναν, αλλά η ελπίδα να βρει τον κατάλληλο άνθρωπο όλο και λιγόστευε…
Κι όμως ήταν όμορφη, γλυκομίλητη και καλοαναθρεμμένη!
Μα τι να το κάνεις; Η μοίρα αλλιώς είχε ορίσει τα πράγματα κι η ανιψιά μεγάλωσε, γοργά βρήκε τον άνθρωπό της, κι ήταν η ώρα ν’ ανοίξει τα σεντούκια, να πλύνει τα κεντήματα, να τα κολλάρει, να τρίψει την ασημένια κουταλοθήκη, να ξεκρεμάσει τις φαντές κουρτίνες που τόσο άρεσαν στο κορίτσι, και με χαρά να του τα παραδώσει! Μαζί και το προπολεμικό σαλονάκι των γονιών, τη καλή τραπεζαρία, μερικά χαλιά, τα διακοσμητικά και τα κάδρα με τις οικογενειακές φωτογραφίες…
Πήρε το κορίτσι ό,τι του άρεσε, ξεχώρισε εκείνη το ρουχισμό της κι ύστερα άρχισε να χαρίζει κουβέρτες, σεντόνια, και τσικαλικά, σε γειτονικά σπίτια όπου υπήρχαν ελλείψεις και ανάγκες. Γιατί τι να τα κάνεις τα πολλά αν ζεις χωρίς συντροφικότητα κι αγάπη, που είναι ο πλούτος της ζωής του κάθε ανθρώπου; Με τη καρδιά της μάλιστα, πρόσφερε κι αρκετά έπιπλα απ’ το πάνω όροφο σ΄ ένα νέο ζευγάρι που περιέμεναν παιδί! Κι αφού τα έδωσε όλα -και σαν να ‘φυγε ένα βάρος από πάνω της- αποφάσισε να νοικιάσει το σπίτι και να βρει ένα πιο μικρό επιπλωμένο. Τα χρήματα του ενοικίου τα ‘ταξε μηνιάτικο στην ανηψιά, τίποτα δεν κράτησε για τον εαυτό της παρά μόνο τη καλή της, τη καρδιά και το…χαμόγελό της!
Αυτό το χαμόγελο, που ήταν το μεγάλο ατού της και που της άλλαξε τη ζωή…
Και τώρα όρθια στο κεφαλόσκαλο, αφήνει πίσω της τα περασμένα, καθώς κοιτά με προσδοκία τον άνδρα της ζωής της που μόλις φάνηκε στη γωνιά! Πριν λίγο αχνά διέκρινε το πρόσωπό του κάτω απ’ το φως του Χριστουγεννιάτικου δένδρου, μα σίγουρα αυτός είναι, μια που η γεροδεμένη φιγούρα του όλο και τη πλησιάζει.
Σαν να κρατά μάλιστα και μια ανθοδέσμη στο χέρι…
Φαβορί επίδοξος γαμπρός κάποτε…
Στρατιωτικός που πολύ της άρεσε κι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κάθε που τον έβλεπε!
Την είχε μάλιστα ζητήσει δυο φορές, μα δεν τον ήθελαν ο γονείς για να μην την αποχωριστούν…
Μόνος κι έρημος κι αυτός, που είχε πρόσφατα αποστρατευτεί κι εγκατασταθεί στην γενέτειρά του…
Έπεσε πάνω του στο δρόμο ένα πρωινό, τη κέρασε και τα ‘παν με τις ώρες.
«Μοίρασα ό,τι είχα εδώ κι εκεί, έδωσα και στην ανιψιά μου ό,τι της άρεσε! Δεν έχω τίποτα πιά! Ούτε σπίτι, ούτε έπιπλα, ούτε…προικιά…Μόνο μια μικρή σύνταξη…», του είπε αστειευόμενη, καθώς τη ρωτούσε πολλά και διάφορα.
Τον πήραν τα γέλια κι ύστερα ρώτησε δειλά: «Σύντροφο έχεις;»
«Ούτε σύντροφο έχω!», απάντησε και τη πήραν τα γέλια κι αυτή.
«Μη νοιάζεσαι!» της είχε πει με μάτια που έλαμπαν. «Έχω εγώ…προικιά όσα θέλεις! Καινούργιο διαμέρισμα, μπόλικη πραμάτεια και μια ανοιχτή αγκαλιά! Τι λες; Το κανονίζουμε; Ενώνουμε τις ζωές μας;»
«Γιατί όχι; Εξάλλου ποτέ δεν ειν’ αργά!» αποκρίθηκε και του χαμογέλασε πλατιά για να κρύψει τη μεγάλη της συγκίνηση…
Και να τον τώρα που της δίνει τα λουλούδια στο χέρι, το ψυχρό αεράκι του χειμωνιάτικου απογεύματος σαν να υποχώρησε, μια ζεστασιά γέμισε την ψυχή της, έσκυψε και τον φίλησε, εκείνος πήρε τη βαλίτσα, κατέβηκαν τα σκαλιά, βάδισαν μαζί χέρι-χέρι μέχρι το τέλος του δρόμου και λουσμένοι στο φως του Χριστουγεννιάτικου δένδρου χάθηκαν στη στροφή…

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
ΥΓΕΙΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα