Τέτοιες ημέρες, τέλος της μιας χρονιάς και αρχή της επόμενης, όλοι κοιτούμε το ημερολόγιο και αναπολούμε πότε πέρασε από τη μια ο παλιός χρόνος και ονειρευόμαστε ή σχεδιάζουμε για τον καινούργιο από την άλλη. Με τούτες τις σκέψεις λοιπόν ως αφορμή, σήμερα θα παρουσιάσουμε με λίγα λόγια την ιστορία του ημερολογίου που χρησιμοποιούμε σήμερα στην Ελλάδα για τη μέτρηση του χρόνου!
Ιουλιανο
Ημερολογιο
Καταρχήν, ας δώσουμε έναν πρόχειρο ορισμό της λέξεως «Ημερολόγιο»: Είναι το σύστημα για την καταμέτρηση του χρόνου και τη διαίρεσή του σε χρόνια, μήνες, βδομάδες και μέρες με βάση αστρονομικά φαινόμενα, το ηλιακό έτος (περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο) ή το σεληνιακό έτος ( κίνηση της σελήνης γύρω από τη γη).
Ενώ οι αρχαίοι Έλληνες, αν και με διαφορετικά ονόματα μηνών και διάρκεια αυτών ανά περιοχή, χρησιμοποίησαν κατά κόρον το σεληνιακό έτος και το Ημερολόγιό τους είχε 6 μήνες των 29 ημερών και 6 των 30, με την παρεμβολή ενός άλλου μήνα με 22 ημέρες κάθε δυο χρόνια, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν αρχικά ένα έτος 10 μηνών ή 304 ημερών.
Έπειτα, όμως, από αρκετές παλαιότερες απόπειρες τροποποιήσεων, ο Ιούλιος Καίσαρ, το 46 π.Χ., βρίσκει τη λύση. Καθιερώνει τη χρήση ενός νέου Ημερολογίου, που έκτοτε ονομάζεται Ιουλιανό. Το νέο Ημερολόγιο, που στηρίχτηκε στις μελέτες και τις έρευνες του Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη, βασίστηκε στο ηλιακό έτος και περιελάμβανε τις ακόλουθες μεταρρυθμίσεις σε σχέση με ό,τι ίσχυε ως τότε: Είχε περίοδο 4 ετών, από τα οποία τα 3 πρώτα είχαν 365 ημέρες και το τελευταίο 366. Ο χρόνος με την 366η μέρα ονομάστηκε δίσεκτος, γιατί η εμβόλιμη ημέρα έμπαινε τότε στην έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου, δηλ. μεταξύ 24 & 25 Φλεβάρη και λεγόταν «δις έκτη» (δυο φορές η έκτη μέρα). Το κάθε έτος είχε 12 μήνες, από 30 και 31 ημέρες.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο εφαρμόζεται από το 44 π.Χ. και πέρασε και στα χριστιανικά χρόνια με τη διάδοση του χριστιανισμού, υποσκελίζοντας έτσι τα διάφορα τοπικά θρησκευτικά ή παραδοσιακά Ημερολόγια στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τα χρόνια της «Pax Romana». Με βάση αυτό, καθορίστηκαν κι οι γιορτές των χριστιανών.
Τέλος, ο Ιούλιος Καίσαρ όρισε ως αρχή του έτους, που εισάγει το Ημερολόγιό του, την 1η Μαρτίου, αλλά το πρόβλημα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο ήταν πως η διάρκεια του έτους, με βάση ό,τι οριζόταν, είναι 365 ημέρες και 6 ώρες, την ώρα που η πραγματική διάρκεια είναι μικρότερη κατά 11 λεπτά και 12.55 δευτερόλεπτα. Αυτό σήμαινε, εν γνώσει του Σωσιγένη, μια διαφορά 1 ημέρας κάθε 128 χρόνια. Το σφάλμα ήταν σημαντικό, όσο περνούσαν τα χρόνια, και κάτι έπρεπε να γίνει.
Γρηγοριανο
Ημερολογιο
Μολονότι η 1η Οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας (325 μ.Χ.) αναθέτει στον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας να επιμελείται τον καθορισμό του Πασχάλιου εορταστικού κύκλου και το 1324 ο Νικηφόρος Γρηγοράς προτείνει στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο αλλαγές, που δεν έγιναν από το φόβο ξεσηκωμού των αμαθών και νέου ενδορθοδόξου σχίσματος , στα σφάλματα που παρατήρησε στο εν χρήσει Ιουλιανό Ημερολόγιο, αλλά και το 1450 ο διανοούμενος Γ. Γεμιστός ή Πλήθων προτείνει στην Κων/πολη μεταρρυθμίσεις χωρίς ανταπόκριση, η παραπαίουσα Βυζαντινή αυτοκρατορία, μα και για τους επερχόμενους αιώνες η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία έμειναν πιστές στο Ιουλιανό Ημερολόγιο, γιατί κάθε αλλαγή (από τον 16ο αιώνα κι έπειτα) σήμαινε υποταγή στον Πάπα. Να σημειωθεί εδώ πως η απόφαση να υιοθετηθεί το ρωμαϊκό Ιουλιανό Ημερολόγιο και να ξεκινά το θρησκευτικό έτος ταυτόχρονα με το πολιτικό, σε όλη τη διαδρομή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στις 1 του Σεπτέμβρη ανήκει στην Εκκλησία κι όχι σε κάποιον αυτοκράτορα.
Όμως, οι Ρωμαιοκαθολικοί, ήδη από το 1582, με πρωτοβουλία του Πάπα Γρηγορίου (εξ ου και Γρηγοριανό) του 13ου, «διόρθωσαν» κατά προσέγγιση το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Συγκεκριμένα, στις 11/3/1582, ο Γρηγόριος, με τη συνδρομή του Ιταλού αστρονόμου Lilio, θέλοντας να επαναφέρει τις ημερομηνίες και τις θρησκευτικές γιορτές που συνδέονται με αυτές στη φυσική τους θέση, δηλαδή εκεί που τις είχε ορίσει η 1η Οικουμενική σύνοδος στη Νίκαια το 325 μ.Χ. με βάση την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου, διέταξε για να καλυφθεί η διαφορά των μέχρι τότε αιώνων να ονομαστεί η 5η Οκτωβρίου του 1582 σε 15η Οκτωβρίου.
Το Γρηγοριανό Ημερολόγιο επίσης όρισε πως δίσεχτα επαιώνια (1600, 1700, κλπ) έτη θάναι μόνο όσα διαιρούνται ακριβώς με το 4, δίχως έτσι να εμφανίζεται καθυστέρηση, μόνο 1 ημέρα κάθε 4000 έτη. Έγινε, μάλιστα, την ίδια χρονιά (1582) αποδεχτό από Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία και Γαλλία, το 1583 στην Ελβετία και τις Κάτω Χώρες, το 1586 στην Πολωνία και το 1587 στην Ουγγαρία, ενώ άργησε η εφαρμογή του στην Πρωσία (με αντιδράσεις), το 1700, και στην Αγγλία (με ταραχές και ανθρώπινα θύματα) , μόλις το 1752.
Η αναγκη της αλλαγης
και στην Ελλαδα
Αφού για καθαρά θρησκευτικούς λόγους, τους ίδιους ακριβώς που δεν επέτρεπαν να αρθεί το Σχίσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών ή οδήγησαν στην απόσχιση των Διαμαρτυρομένων, η αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κων/πολης Εκκλησία της Ελλάδος μέχρι το 1919 χρησιμοποιούσε και επέβαλε και στην πολιτική ζωή το Ιουλιανό Ημερολόγιο, κατάλαβε έστω κι αργά το ημερολογιακό σφάλμα της. Έβλεπε τη σύγχυση, που προκαλούσε η διαφορετική ημερολογιακή αρίθμηση (η απόκλιση Ιουλιανού – Γρηγοριανού Ημερολογίου ήταν 13 ημέρες εις βάρος του πρώτου), μα και την πασιφανή μετάθεση των εορτών από τη φυσική τους εποχή.
Έτσι, το 1919 αποφασίζει η Ελληνική Εκκλησία αποφασίζει να δεχτεί πρόταση ειδικά συγκροτηθείσης επιτροπής να τελεί τις εορτές σύμφωνα με το Ιουλιανό και να επιτρέψει στην Πολιτεία να χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό. Έτσι και η Ελλάδα θα εναρμονιζόταν με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και θα ακολουθούσε την εγκύκλιο του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ του 3ου, που το 1902 ζητούσε από τις αυτοκέφαλες ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετήσουν το ημερολογιακό σύστημα και να δουν πώς μπορούν να το διορθώσουν.
Η αλλαγη
Τελικά, η εισαγωγή και χρήση και στην εκκλησιαστική, μα και στην πολιτική ζωή της Ελλάδας του Γρηγοριανού Hμερολογίου επήλθε στις 18 Ιανουαρίου του 1923, όταν η ελληνική κυβέρνηση του συνταγματάρχη Στυλιανού Γονατά, που είχε αναλάβει τις τύχες της χώρας με στρατιωτική υπό το Ν. Πλαστήρα επανάσταση λίγους μήνες μετά τη μικρασιατική τραγωδία του 1922, αποφασίζει να λύσει το πρόβλημα που είχε ανακύψει με το Ημερολόγιο. Συγκεκριμένα, με ειδικό διάταγμα αποφασίζεται η εφεξής εγκατάλειψη του Ιουλιανού Ημερολογίου, που χρησιμοποιούσαν ως τότε οι Έλληνες , κι η αντικατάστασή του από το Γρηγοριανό.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο υπολειπόταν κατά 13 ημέρες από το Γρηγοριανό, που χρησιμοποιούσαν στη δυτική Ευρώπη. Για να ευθυγραμμιστεί, λοιπόν, και ημερολογιακά η Ελλάδα με την Ευρώπη τετραμελής επιτροπή, που είχε πρόεδρο τον Γ. Κοφινά, υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση Γονατά, και μέλη τους πανεπιστημιακούς καθηγητές Δ. Αιγινίτη, Χρ. Παπαδόπουλο και Αμ. Αλιβιζάτο, πρότεινε την υιοθέτηση του Γρηγοριανού.
Μολονότι η κυβέρνηση είχε αντιρρήσεις και επιφυλάξεις για την ταυτόχρονη εφαρμογή του νέου Ημερολογίου και ως θρησκευτικού και ως πολιτικού, η μεταρρύθμιση της επιτροπής Κοφινά όρισε την εισαγωγή του νέου Ημερολογίου μόνο ως πολιτικού στις 18/1/1923 και πραγματοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1923, δηλαδή στις 1 Μαρτίου με το νεοεισαχθέν Ημερολόγιο. Για να καλύψει και τον εκκλησιαστικό τομέα έπρεπε να περάσει μια ολόκληρη χρονιά γεμάτη παρερμηνείες, διαφωνίες από εκκλησιαστικούς παράγοντες και προβλήματα ώσπου εστάλη ειδική επιστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 18 Ιανουαρίου 1924 προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Χρυσόστομο, στην οποία το Φανάρι συμφωνεί να ταυτιστούν πολιτικό και εκκλησιαστικό ημερολόγιο στις 10/23 Μαρτίου 1924. Η επικύρωση είχε ως μόνη επιφύλαξη το να μη θιγούν από τις όποιες μεταβολές ο Πασχάλιος Κύκλος κι οι εξαρτημένες από αυτόν κινητές θρησκευτικές εορτές.
Μια μικρή, μόνο, μερίδα χριστιανών έμεινε προσκολλημένη στο Ιουλιανό Ημερολόγιο και με βάση αυτό τηρεί το εορτολόγιο. Είναι η κίνηση των λεγόμενων «Παλαιοημερολογιτών».