Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΕΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
(2014 ΕΓΧ 97’) Κωμωδία Σκην.: Λοράν Τιράρ Μουσ.: Ερίκ Νεβό Ηθ.: Βαλερί Λεμερσιέ, Καντ Μεράντ, Ντομινίκ Λαβάντ, Φρανσουά Ξαβιέ Ντεμεζόν, Μπουλί Λάνερς, Ματέο Μπουασελιέ
Καιρός λοιπόν… να στείλουμε και εμείς… για διακοπές… όλους τους ‘μπόμπιρες’… Η σχολική χρονιά τελείωσε και οι διακοπές αρχίζουν. Ο Μικρός Νικόλας καταφθάνει σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με τους γονείς και τη γιαγιά του και φροντίζει να κάνει γρήγορα καινούριους φίλους. Ανάμεσα τους ο ευρηματικός Μπλεζ, που δεν κάνει ακριβώς διακοπές, καθώς μένει όλο το χρόνο στην περιοχή. Ο Φρικτιέ, από την άλλη, τρώει τα πάντα, συνεχώς και αδιακρίτως. Ο Μικρός Νικόλας συναντάει, ακόμα, τον Τζότζο, που μιλάει ακαταλαβίστικα γιατί είναι Άγγλος, καθώς και τον κλαψιάρη Κρεπέν. Υπάρχει, όμως και ο Κομ, που είναι ενοχλητικά ισχυρογνώμων. Τέλος, ο μικρός ήρωας γνωρίζει την Ιζαμπέλ, που δεν τον χάνει στιγμή από τα γουρλωμένα της μάτια. Σε όλο αυτό το κομφούζιο, ένα είναι το βέβαιο. Όλοι τους πρόκειται να κάνουν αξέχαστες διακοπές… Ο αξιαγάπητος, σκανταλιάρης ήρωας εκατομμυρίων μικρών και μεγάλων, επιστρέφει ολοζώντανος στη μεγάλη οθόνη με μια μεγάλη γαλλική παραγωγή, στα πρότυπα του κινηματογραφικού του ντεμπούτου, που σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία σε ολόκληρο τον πλανήτη το 2009. Στο δεύτερο επεισόδιο της σειράς, ο Μικρός Νικόλας ενσαρκώνεται από τον πρωτοεμφανιζόμενο Mathéo Boisselier και παρασύρει τους φίλους του, στις διασκεδαστικές περιπέτειες του. Η νέα αυτή έκδοση της ταινίας, υπόσχεται ένα σπαρταριστό, απολαυστικό, οικογενειακό θέαμα, που μεταφέρει με σχετική ακρίβεια, το καρτουνίστικο κλίμα των εικονογραφήσεων των Γκοσινί και Σεμπέ, αιχμαλωτίζοντας τη φωτογενή ατμόσφαιρα του γαλλικού καλοκαιριού, σε ένα πιστό αντίγραφο των ‘60s… Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη: Τι σας έκανε να ασχοληθείτε και πάλι με μια ακόμα από τις περιπέτειες του Μικρού Νικόλα; Ο Μικρός Νικόλας είναι μια σειρά, οπότε είχαμε σκεφτεί τη συνέχεια από την πρώτη ταινία. Το θέμα των διακοπών μου θύμισε τις ταινίες της παιδικής μου ηλικίας όπως “Οι Διακοπές του κύριου Ιλό” (Ζακ Τατί). Θεώρησα ότι αυτό το θέμα θα μας επέτρεπε να κινηθούμε σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, που μας φέρνει στον νου την ανεμελιά των διακοπών στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Είναι ακριβώς για αυτή τη διάσταση, αυτή την αλλαγή στον τόνο που ήθελα να ξανακάνω κάτι τέτοιο. Η πρώτη ταινία ήταν μια ισχυρή συναισθηματική εμπειρία που άφησε μια δυνατή ανάμνηση: η συνεργασία με τα παιδιά ήταν μαγική. Ήμουν διχασμένος ανάμεσα σε μια πιθανή απογοήτευση και στην πανίσχυρη έλξη του να το ξανακάνω. Και έκανα τη σωστή επιλογή: το απόλαυσα και πάλι. Ποια η σχέση σας με τον χαρακτήρα; Όταν ήμουν παιδί και διάβαζα τα βιβλία, ταυτιζόμουν έντονα με τον Μικρό Νικόλα. Συνέκρινα τον εαυτό μου με το παιδί που βλέπει τη ζωή με έναν μοναδικό τρόπο, μέσα από το πρίσμα της φαντασίας του. Πώς καθοδηγείτε τα παιδιά σκηνοθετικά; Σε αντίθεση με τους ενήλικες, τα παιδιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν μία σκηνή διανοητικά: αν αφομοιώσουν πλήρως, δεν θα μπορούν να είναι αυθόρμητα και φυσικά. Οπότε πρέπει να προσπαθείς να επικοινωνείς μαζί τους με όσο γίνεται λιγότερες κουβέντες. Από τη στιγμή που ό,τι λες είναι σημαντικό, πρέπει να βρεις οποιοδήποτε κόλπο θα βοηθήσει το παιδί να διατηρήσει τη διαισθητική πλευρά του, για να συνεχίσει η διαδικασία να είναι παιχνίδι.
02/10 – 05/10/14 ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΨΩΜΙ
(2010 ΕΓΧ 108’) Αστυνομική, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμίλι Τεϊσιντόρ Σκην.: Ογούστι Βιγιαρόνγκα Μουσ.: Οριόλ Καράσκο, Χοσέ Μανουέλ Παγκάν Ηθ.: Φραντσέσκ Κολομέρ, Νόρα Νάβας, Ρόχερ Κασαμαχόρ, Μαρίνα Κόμας, Σερζί Λοπέζ
Το μικρότερο ψέμα… δημιουργεί… το μεγαλύτερο ‘κτήνος’… Στη βορειο-κεντρική Καταλονία, λίγο μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο, βρίσκονται άνθρωποι που είναι είτε, με την πλευρά των νικητών, είτε με των ηττημένων. Ο Αντρέου, ένα 11χρονο αγόρι, που η οικογένειά του βρίσκεται στην πλευρά των δεύτερων, μεγαλώνει σε ένα αγρόκτημα ενός μικρού χωριού. Η χώρα έχει ήδη χωριστεί και κανείς δεν έχει δικαίωμα να ανήκει κάπου στο “ενδιάμεσο”. Ο Αντρέου, άθελα του, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας δύο φόνων στο δάσος, ενός πατέρα και του γιού του. Η αστυνομία θεωρεί ως μοναδικό ύποπτο τον άνεργο πατέρα του, τον κόκκινο επαναστάτη Φαριόλ. Ο Αντρέου για να τον σώσει, κάνει σκοπό της ζωής του, ώστε να ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο. Σύντομα ο Φαριόλ βρίσκεται στη φυλακή, όσο η σύζυγος του προσπαθεί να τα βγάλει πέρα, εργαζόμενη σε ένα από τα υφαντουργεία της περιοχής. Το χωριό όμως, ζει στη σκιά ενός φόνου από το παρελθόν. Η σκληρή πραγματικότητα εγκλωβίζει τον Αντρέου, που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα από εικόνες, αστικούς μύθους, μισόλογα και τις συνήθως αυθαίρετες ερμηνείες των όσων συμβαίνουν. Το σχολείο με τον αλκοολικό δάσκαλο είναι μια φυλακή για εκείνον και τη Νούρια, την ανάπηρη ξαδέλφη του. Η Νούρια, θέλοντας να ξεφύγει από τη δική της πραγματικότητα, δεν αργεί να γίνει συνοδοιπόρος στο ταξίδι της φαντασία του Αντρέου, αλλά και ο συνδετικός του κρίκος με μια ακόμα πιο σκληρή πραγματικότητα. Βάναυση τρυφερότητα, πραγματικότητα και φαντασία μπλέκονται ονειρικά στο σκοτεινό παραμύθι, που περιγράφει με ωμό τρόπο τα βασανιστήρια των παιδιών που δεν επέλεξαν να ζουν στον απόηχο των ψεμάτων των γονιών τους. Ο κόσμος των μεγάλων δημιουργεί μικρά κτήνη, ανθρώπους πιο σκληρούς από τους ίδιους τους ανθρώπους, που τους έφεραν στον κόσμο. Ο Αντρέου για να επιβιώσει, πρέπει να επινοήσει τρόπους μετάβασης από το στρατόπεδο των νικημένων σε εκείνο των νικητών, σε μια χώρα που με δυσκολία περνά από τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου, στον παραλογισμό μιας μακροχρόνιας δικτατορίας… Πρόκειται για ένα ‘πολιτικό’ παραμύθι, που γέρνει τη μνήμη προς τον «Λαβύρινθο του Πάνα». Η ταινία κέρδισε 13 Βραβεία Γκαουντί, 9 Βραβεία Γκόγια (η πρώτη καταλανική ταινία που κερδίζει αντίστοιχο βραβείο καλύτερης ταινίας), Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, για τη Ν. Νάβας και φυσικά ήταν η επίσημη πρόταση της Ισπανίας για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ. Αν λοιπόν, είστε φίλοι του ποιοτικού Ευρωπαϊκού κινηματογράφου και χρειάζεστε εικαστική αποσυμπίεση από τη χολιγουντιανή καταιγίδα, σπεύστε. Αν μη τι άλλο, η θέαση της ταινίας είναι άρρηκτα δεμένη με τις εγκυκλοπαιδικές σας γνώσεις για την ιστορία της σύγχρονης Ισπανίας.
06/10 – 07/10/14 ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΣΕ ΕΜΑΣ
(1970 ΕΓΧ 98’) Κωμωδία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πιέρο Τσιάρα, «La Partizione» Σκην.: Αλμπέρτο Λατουάντα Μουσ.: Οριόλ Καράσκο, Χοσέ Μανουέλ Παγκάν Ηθ.: Ούγκο Τονιάτσι, Μιλένα Βούκοτιτς, Πιέρο Κιάρα, Ζαν Ζακ Φουργκό, Άντζελα Γκούντγουιν, Φραντσέσκα Ρομάνα Κολούτζι
Εκεί… που ο έρωτας… μετατρέπεται σε σεξουαλική εμμονή… Ο Εμερεζιάνο, μεσήλικας εφοριακός υπάλληλος, είναι αφοσιωμένος σε στόχο αναζήτησης εύπορης συζύγου. Εξόφθαλμα έντονη προσωπικότητα και χαρακτήρας που ξεχειλίζει επιθυμίες και πάθη, περισσότερα απ’ όσα μπορεί να αντέξει το ίδιο του το στομάχι, ο Εμερζιάνο τοποθετείται από την υπηρεσία του κάπου στη βόρεια Ιταλία, όπου φυσικά δε μπορεί με τίποτα να υποψιαστεί τι τον περιμένει. Εκεί βρίσκεται αντιμέτωπος με τρεις αδερφές, οι οποίες παρότι πλούσιες, δυστυχώς για αυτόν δεν είναι καθόλου νέες και το χειρότερο, καθόλου όμορφες. Παρόλα αυτά, ωστόσο, ο Αντρέ, αποφασίζει να παντρευτεί μια από αυτές και τις άλλες δυο να τις διατηρήσει στον κύκλο ‘αγάπης και εμπιστοσύνης’ του, ως ερωμένες. Οι άπειρες ερωτικά και ανυποψίαστες αδερφές, αρχίζουν σταδιακά να λαχταρούν όλο και περισσότερους άντρες και ξεδιπλώνουν, στην πορεία, τα σεξουαλικά τους ταλέντα. Όλα δείχνουν να λειτουργούν ομαλά για τον Εμερεζιάνο, μέχρι την ημέρα που εισβάλλει στη ζωή του μια νεαρή σερβιτόρα. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ο δύσμοιρος ήρωάς μετατρέπεται σε αβοήθητο αιχμάλωτο, έρμαιο των ιδιοτροπιών διψασμένων για αγάπη γυναικών… Ο καυστικός και ιδιαίτερα χιουμοριστικός σχολιασμός των Ιταλών, για την ανθρώπινη φύση και τις ευαίσθητες κοινωνικές συμβάσεις ήταν, ευτυχώς, ανέκαθεν ανεξάντλητος. Η ιταλική κωμωδία, είτε ως κομμάτι της περίφημης «κομέντια α λα ιταλιάνα», είτε μακριά από την αίγλη των σούπερ-σταρς και τις διάσημες κινηματογραφικές παραγωγές της, κατάφερε να αποτελεί, παραδοσιακά, σημαντικό σημείο αναφοράς της μακράς καλλιτεχνικής ιστορίας στο παγκόσμιο σκηνικό της έβδομης τέχνης. Σημαντικότατο κεφάλαιο στην εξέλιξη και την ανάδειξη της ιταλικής κωμωδίας –και συγκεκριμένα της άνευ κόμπλεξ μαύρης ιταλικής κωμωδίας– είναι φυσικά και ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός Ούγκο Τονιάτσι. Από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς αστέρες της Ιταλίας, ο Τονιάτσι εμφανίζεται στο καλλιτεχνικό σκηνικό της γειτονικής μας χώρας στη δεκαετία του 50’, όπου μέσα από τις σημαντικές του συνεργασίες με τους μετρ της ιταλικής σκοτεινής κωμωδίας, Μάριο Μοντιτσέλι, Μάρκο Φερέρι και Ντίνο Ρίτσι, καταφέρνει να κατακτήσει την αγάπη του κοινού, αλλά και να δημιουργήσει βήμα – βήμα, την περίφημη σχολή της ιταλικής ‘κοινωνικής’ κωμωδίας.