■ ή αλλιώς η ομορφιά μιας προέλευσης του κόκκινου
Ποιος αλήθεια δεν γνωρίζει το κόκκινο χρώμα αλλά και την ομορφιά, τη δύναμη και τη διαχρονικότητά του, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στην τέχνη, στην ψυχολογία, στην επικοινωνία, στην πολιτική…
Σήμερα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε μια από τις πολλές συνιστώσες αυτού του χρώματος που αποτελούσε για αιώνες και συνεχίζει να αποτελεί μια από τις κύριες πηγές προέλευσής του. Χωρίς την επιστημονική συνεισφορά ενός γλωσσολόγου, ενός ειδικού, θα ανασκαλέψουμε από μια άλλην οπτική, μια καταχωνιασμένη γεωεπιστημονική φράση σε ιστορικά βιβλία ορυκτολογίας και ξεχασμένα λεξικά, τόσο απόμακρη από την καθημερινότητά μας αλλά τόσο οικεία και τόσο δημιουργική στο παγκόσμιο γίγνεσθαι των γεωεπιστημών και της «ομορφιάς», που κανείς δεν θα περίμενε, ιδιαίτερα στο νησί της Κρήτης, να υπάρχει τόση ομίχλη γύρω από αυτήν: Creta rubra
Ας ξεκινήσουμε το όμορφο ταξίδι των χρωμάτων. Πίσω από κάθε χρώμα υπάρχει και μια χρωστική ουσία. Επειδή δεν υπάρχει ο χώρος στο μικρό αυτό άρθρο να ασχοληθούμε με όλα τα χρώματα, θα «μείνουμε» στο κόκκινο. Εκτός από τις κόκκινες χρωστικές ουσίες που προέρχονται από τον φυτικό και ζωικό κόσμο, οι σιδηρούχες ώχρες επικράτησαν διαχρονικά σε σχέση με το κιννάβαρι (κόκκινη χρωστική ουσία από θειούχο ορυκτό του υδραργύρου). Ας δούμε όμως τι είναι αυτό που τις κατέστησε διαχρονικές. Πριν όμως από αυτό, ας ορίσουμε τι είναι η ώχρα. Η ώχρα είναι ένας όρος που πέρα από τις γεωεπιστήμες χρησιμοποιείται ευρύτατα και στην αρχαιολογική κοινότητα για να περιγράψει οποιαδήποτε φυσική χρωστική ουσία γήινης προέλευσης (απλό ίζημα, αργιλικό υλικό, ή πέτρωμα), αδιάλυτης στο νερό, που εμφανίζει κόκκινες, πορτοκαλί, κίτρινες, μοβ και καφέ αποχρώσεις και περιέχει σχετικά αυξημένες ποσότητες οξειδίου ή/και υδροξειδίου του σιδήρου. Οι σκούρες κοκκινωπές ώχρες περιέχουν σε περίσσια το ορυκτό αιματίτη (Fe2O3), ενώ ο γκαιτίτης (α-FeOOH), είναι η κύρια ορυκτολογική φάση που προσδίδει στην ώχρα την κιτρινωπή απόχρωση. Μεταξύ των δύο αυτών ακραίων αποχρώσεων υπάρχουν όλες οι δυνατές ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Η χρήση της ώχρας χάνεται πέρα από την αχλή της προϊστορίας, αφού έχει πιστοποιηθεί η χρήση της από ανθρωποειδή 500.000 χρόνια πριν1. Αλλά και στην αμέσως επόμενη μέση παλαιολιθική περίοδο μια αύξηση που παρατηρήθηκε στη χρήση της ώχρας, στην χρονική περίοδο 310.000 έως 210.000 χρόνια πριν, πιθανότατα συνδέεται με τον πρώιμο Homo sapiens, γιατί η ώχρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των σύγχρονων γνωστικών ικανοτήτων στην γενεαλογία του Homo2. Ήδη πριν από 200.000 έως 100.000 χρόνια, οι άνθρωποι του Νεάντερταλ στην Ευρώπη αλλά και οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι (Homo Sapiens) έβαφαν το σώμα τους με κόκκινη ώχρα αναμεμειγμένη με λίπος. Το έκαναν πολύ πριν ο σύγχρονος άνθρωπος αναπτύξει σημαντικές καλλιτεχνικές δεξιότητες και ενδιαφέρον για «εκλεπτυσμένα» τελετουργικά3. Μια κοινή ερμηνεία είναι ότι, έχοντας το χρώμα σχεδόν του αίματος, η ώχρα θεωρήθηκε ότι είχε ζωογόνες ιδιότητες.
Οι τρέχουσες γνώσεις μας για την χρήση χρωμάτων στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή έχουν εμπλουτιστεί κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – από την εξέταση της τέχνης των σπηλαίων της εποχής αυτής. Η χρήση της κόκκινης ώχρας ως χρωστικής ουσίας μελετήθηκε σε σπηλαιογραφίες Νεολιθικής εποχής όπως στα σπήλαια στην Αλταμίρα4, στο Λασκώ (Lascaux)5 .
Οι Αιγύπτιοι την χρησιμοποίησαν πολυποίκιλα, όπως άλλωστε οι Μινωίτες, και οι Μυκηναίοι αλλά και στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον αρχαιοελληνικό αλλά και τον ρωμαϊκό κόσμο. Έχουν γραφτεί χιλιάδες επιστημονικά άρθρα για τις νωπογραφίες και τις τοιχογραφίες της προϊστορικής Ελλάδας. Αυτό που θα ήθελα απλά να τονίσω εδώ είναι ότι παρά την χρήση της ώχρας για χιλιάδες χρόνια, αυτός που την κατονόμασε και την περιέγραψε για πρώτη φορά είναι ο Θεόφραστος στο σύγγραμμα του «Περί λίθων», το πρώτο γραπτό τεκμήριο που περιγράφει αναλυτικά τα ορυκτά και τις χρήσεις τους. Γιατί οι ώχρες εκτός από χρωστικές ουσίες χρησιμοποιήθηκαν ως φάρμακο, για αντιμετώπιση διαταραχών του αίματος αλλά και άλλες παθήσεις. Ο Θεόφραστος που βασίστηκε στην αρχή της τετράχρωμης κλίμακας, η οποία αρχίζει με το λευκό διέρχεται το ωχρόν, το ερυθρόν και καταλήγει στο μέλαν, αναφέρει την ώχρα στο έργο αυτό επτά φορές. Αυτήν ακριβώς την κλίμακα δανείστηκε και περιγράφει στην συνέχεια και ο Πλίνιος στο 35° βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας του6.
Παρά την λαμπρή της πορεία στην αρχαιότητα η ώχρα οδηγήθηκε στην συνέχεια για αιώνες στην αφάνεια. Στο δεύτερο μισό όμως του 15ου αιώνα, Ευρωπαίοι καλλιτέχνες πρόσθεσαν «φυσική κόκκινη κιμωλία» –μη επεξεργασμένη κόκκινη ώχρα– («natural red chalk–raw unprocessed red ocher») στην περιορισμένη επιλογή τους από φυσικές κιμωλίες ως νέα και μοναδικά υλικά σχεδίασης, που επέτρεψαν επαναστατικές αλλαγές στον χώρο της ζωγραφικής και γραφιστικής τέχνης. Την εισαγωγή της φυσικής κόκκινης κιμωλίας την απέδωσαν στον Leonardo da Vinci (1452-1519). Την χρησιμοποίησε ως μέσο σχεδίασης ήδη από το 1473. Φυσικά δεκάδες άλλοι καλλιτέχνες υιοθέτησαν την φυσική κόκκινη κιμωλία ως μέσο σχεδίασης, μεταξύ αυτών ο Μποττιτσέλλι (1445 -1510), ο Μιχαήλ Άγγελος (1474-1564) κ.α. Για να φτάσουμε στην φυσική κόκκινη κιμωλία ας ξεκινήσουμε από τα απλά: Η κιμωλία (chalk) αρχικά αναφερόταν στη φυσική λευκή κιμωλία από το ορυκτό ασβεστίτη, το όνομα της οποίας προέκυψε από την λατινική λέξη για την κιμωλία, creta. Αυτοί που αναφέρουν και περιγράφουν την λέξη αυτήν είναι κυρίως ο Βιτρούβιος (80-15 π.Χ.), ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) και ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (560-636 μ.Χ.).
Με αναφορά σε αυτούς κυρίως, έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις, έχουν προταθεί γλωσσολογικές και ετυμολογικές ερμηνείες, οι οποίες σε επιστημονικό πεδίο είναι αντικρουόμενες, αλληλοσυμπληρώνονται και παραμένουν επιστημονικά ενεργές. Ακόμα και στις πρόσφατες επιστημονικές προσεγγίσεις η λέξη creta που συχνά μεταφράζεται «κιμωλία» ή «πηλός» έχει μια ευρεία πολυσημία7. Μεταξύ των ανωτέρω ο Ισίδωρος της Σεβίλλης, στο σημαντικότερο έργο του Etymologies XVI, de lapidibus et metallis, 1/6 αναφέρει: Argilla ab Argis vocata, apud quos primum ex ea vasa confecta sunt. Creta ab insula Creta, ubi melior est. Creta Cimolia candida est.. [‘White clay’ (argilla) is named from the Argives, who were the first to make vases from it. ‘Cretan earth’ (creta, i.e. white potter’s clay) is named from Crete, where the better sort is found. Cimolia is white Cretan earth…] (Ο «λευκός πηλός» (argilla) πήρε το όνομά του από τους Αργείους, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που έφτιαξαν αγγεία από αυτόν.
Η «Κρητική γη» (Creta, δηλαδή λευκός πηλός κεραμικής) πήρε το όνομά της από την Κρήτη, όπου βρίσκεται το καλύτερο είδος. Η Cimolia είναι λευκή κρητική γη…,8
Από λειτουργική άποψη, ο όρος «κιμωλία» χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά από διάφορες ομάδες τεχνιτών, επιστημόνων και καλλιτεχνών για να περιγράψει μια ποικιλία από πετρώματα μειωμένης σκληρότητας με κοινό χαρακτηριστικό να μπορούν να αποσπαστούν σε μικρά κομμάτια και να χρησιμοποιηθούν είτε για σχεδίαση και ζωγραφική, είτε για γραφή.
Στο βιβλίο των βοτάνων του (Kreuterbuch), που δημοσιεύτηκε το 1578, ο Adam Lonitzer απεικονίζει ένα υλικό κοκκινοκαφέ χρώματος, κομμένο σε μικρά στικ, κωνικού σχήματος9.
Σύμφωνα με τον Lonitzer, οι άνθρωποι του 16ου αιώνα ήταν εξοικειωμένοι με αυτό το υλικό καθώς διάφοροι τεχνίτες το χρησιμοποιούσαν για σήμανση. Η περιγραφή του Lonitzer είναι πολύ συγκεκριμένη για ένα υλικό που μέσα στους αιώνες γνώριζε πολλά ονόματα, αλλά από τον ίδιο ορίστηκε ως Rubrica fabrilis και αναφέρεται γενικά ως φυσική κόκκινη κιμωλία.
Στην Ιταλία η φυσική κόκκινη κιμωλία ήταν γνωστή με διάφορα ονόματα, όπως creta rubea (κόκκινη κιμωλία), lapis rosso (κόκκινη πέτρα), rubrica terra (κόκκινη γη), amatita della rossa (κόκκινη κιμωλία αιματίτη) και matita rossa (μολύβι κιμωλίας αιματίτη). Η Ematita, η Amatita και η Matita ήταν παραλλαγμένες μορφές της ιταλικής γλώσσας για τον αιματίτη.
Στη Γερμανία, η φυσική κόκκινη κιμωλία ήταν γνωστή ως Blutstein (αιματόπετρα), Rötel (κόκκινη κιμωλία), rote Kredie (κόκκινη κιμωλία), Rotstift (κόκκινο μολύβι), Rothstein (κόκκινη πέτρα) και Rottelstein (κόκκινη πέτρα).
Οι παραλλαγές των γαλλικών λέξεων για την κιμωλία είναι craye, craie και croye, καθεμία προερχόμενη από την λατινική λέξη για την κιμωλία, creta. Η γαλλόφωνη αρχή του 17ου αιώνα, l’Académie Françoise, όρισε το craye ως τη λέξη για ένα κομμάτι κιμωλίας και το crayon ως το όνομα ενός μολυβιού με ένα κομμάτι κιμωλίας. Έτσι, όπως ορίστηκε αρχικά, η λέξη κραγιόν σήμαινε μολύβι κιμωλίας. Στη Γαλλία, η φυσική κόκκινη κιμωλία ήταν γνωστή ως pierre de sanguine (πέτρα αίματος), crayon de sanguine (μολύβι με κιμωλία αίματος), pierre rouge (κόκκινη πέτρα), crayon rouge (κόκκινο μολύβι κιμωλίας) και ocre rouge (κόκκινη ώχρα). Ιστορικές περιγραφές σε τεχνικά εγχειρίδια καλλιτεχνών και επιστημονικά εγχειρίδια τεκμηρίωσαν ότι η φυσική κόκκινη κιμωλία δεν παρασκευάστηκε από κόκκινο πηλό, αλλά αποκόπηκε από συνεκτικά μπλόκ κόκκινης ώχρας10. Ως συνέπεια, η φυσική κόκκινη κιμωλία ταξινομήθηκε (τουλάχιστον σε μεγάλα χρονικά διαστήματα) ως τύπος ώχρας.
Αρκετά τεχνικά εγχειρίδια τεχνιτών και καλλιτεχνών τον 18ο αιώνα περιέγραψαν με λεπτομέρειες τον τρόπο απόσπασης της κόκκινης ώχρας σε μικρές ράβδους, χρησιμοποιώντας ειδικές λεπτές λεπίδες που αναπτύχθηκαν για το σκοπό αυτό. Στην συνέχεια ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι έδινε στις μικρές ράβδους το σχήμα μολυβιού, στρογγυλεύοντας τις τετράγωνες γωνίες και λεπτύνοντας το ένα άκρο σε μια αιχμηρή απόληξη. Το μολύβι κιμωλίας έμπαινε σε υποδοχέα που αρχικά ήταν είτε από καλάμι, είτε από φτερά χήνας. Μεταλλικές εκδοχές θήκης κιμωλίας περιγράφηκαν από τα τέλη του 17ου αιώνα και ήταν γνωστές ως matitatoio (μολυβοθήκη για κιμωλία αιματίτη) στην Ιταλία και porte-crayon (θήκη μολυβιού κιμωλίας) στη Γαλλία10.
Όπως και άλλοι τύποι φυσικών κιμωλιών που χρησιμοποιήθηκαν για σχέδιο, οι φυσικές κόκκινες κιμωλίες ήταν υλικά γεωλογικής φύσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν και στα επιστημονικά γεωλογικά συγγράμματα, όπως στην σημαντική για την εποχή της γεωλογική πραγματεία του John Hill, από το 1748, A history of fossils11.
Μπορεί να διαβάσει κανείς την συσχέτιση της κρητικής γης του Γαληνού, του Διοσκουρίδη, του Πλίνιου και του Aldrovandi. Δεν είναι όμως η μοναδική αναφορά. Σε μια άλλη γεωλογική περιγραφή του 18ου αιώνα (A Natural History of Fossils: By Emanuel Mendes Da Costa, 1757)12 η φυσική κόκκινη κιμωλία όχι μόνο περιλαμβάνεται, αλλά αναφέρεται ως creta rubra.
Ακόμα και στα γενικά λεξικά έναν αιώνα αργότερα είναι εμφανής η καταγωγή της λέξης chalk (κιμωλίας): «es ist eig. erde aus Creta (Κρήτη), aber aus dem lat. Überkommen» (Στην πραγματικότητα είναι γη από την Κρήτη (Κρήτη), αλλά κληρονομήθηκε από τα λατινικά) – Deutsches Wörterbuch von Jacob und Wilhelm Grimm. Lfg. 9 (1869), Bd. V (1873), Sp. 2139, Z. 33.
Και σε σύγχρονα λεξικά (https://lsj.gr/wiki/κρητιδικός) διαβάζουμε τις αντιδάνειες ελληνικές λέξεις με καταγωγή από την Κρήτη: όχι μόνο το κραγιόν < γαλλική crayon < craie < λατινική creta, αλλά και το Κρητιδικός/ή:
γαλλ. cretace < λατ. cretaceous < λατ. creta < κρήτη (-ή,-ό γεωλ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρητίδα, ή αυτός που αποτελείται από κρητίδα, από κιμωλία
2. φρ. «κρητιδική περίοδος» ή «κρητιδικό» — διάστημα του γεωλογικού χρόνου που αποτελεί τη νεώτερη περίοδο του μεσοζωικού ή δευτερογενούς αιώνα με διάρκεια 71 εκατομμύρια χρόνια, δηλ. από 136 ώς 65 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας.
Πέρα από τις ιστορικές μεταλλευτικές περιοχές του ν. Χανίων όπως τα Ραβδούχα, Δρακώνα, Χλιαρό, Σκινέ, Φουρνέ, Κακκόπετρος στις οποίες εξορυσσόταν μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα εξαιρετικής ποιότητας ώχρες, υπάρχουν διάσπαρτες σε όλα τα βουνά της Κρήτης μικρές εμφανίσεις οξειδίων και υδροξειδίων του σιδήρου, τις οποίες σίγουρα γνώριζαν οι κάτοικοι της δωρικής Κρήτης, γιατί ήταν και είναι και εμφανείς και χαρακτηριστικές. Πιθανώς σε όλες αυτές να οφείλεται η διαχρονική αντιδάνεια κατά βάση φράση creta rubra. Αυτό βέβαια απαιτεί περαιτέρω έρευνα και μελέτη, όχι οπωσδήποτε από κάποιους άριστους, που δεν καταπιάνονται με αυτά τα μη κερδοφόρα θέματα. Αυτά απαιτούν την ευλαβή συνεισφορά απλών ερευνητών, φιλολόγων, αρχαιολόγων,… με καλές γνώσεις, ειδικές, γενικές, λατινικών, αρχαίων ελληνικών, μα κυρίως όρεξη για ανιδιοτελή προσφορά. Γιατί όπως έγραψε ο Goethe στο μεγαλειώδες έργο του η Θεωρία των Χρωμάτων: «… αν ψάξει κανείς την ιστορία της επιστήμης γενικά και ιδιαίτερα την ιστορία της φυσικής επιστήμης, διαπιστώνει ότι ορισμένα εξαιρετικά πράγματα έχουν επιτευχθεί σε ειδικά θέματα όχι από ειδικούς, αλλά πολύ συχνά από λαϊκούς ανθρώπους».
*Ο Εμμανουήλ Μανούτσογλου είναι Καθηγητής Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων Πολυτεχνείου Κρήτης
Αναφορές
[1] https://www.journals.uchicago.edu/doi/10.1086/686484
[2] https://doi.org/10.1515/opar-2018-0012
[3] https://atlasofscience.org/red-ochre-and-early-humans/
[4]https://en.wikipedia.org/wiki/Cave_of_Altamira_and_Paleolithic_Cave_Art_of_Northern_Spain
[5] https://www.bradshawfoundation.com/lascaux/
[6] Κατσαρού Θωμά (2009) «Χρωματολογία Θεόφραστου του Ερέσιου- αναλύσεις -ταυτοποίηση-συμβολή στην ανάδειξη έργων πολιτιστικής κληρονομίας», Διδακτορική Διατριβή, Ρόδος.
[7] Davidovits, F., 2016. Notes on the nature of creta anularia and Vitruvius’ recipe for Egyptian blue. In: L. Cleland, K. Stears, and G. Davies, eds. Colour in the ancient Mediterranean world. (pp. 16-21), Oxford: BAR Publishing.
[8] The Etymologies of Isidore of Seville https://digsell.net/product/pdf-the-etymologies-of-isidore-of-seville-stephen-a-barney-3/; https://penelope.uchicago.edu/Thayer/L/Roman/Texts/Isidore/16*.html#6
[9] https://www.researchgate.net/publication/359577760_Red_Chalk_and_other_iron-oxide_rich_materials
[10] https://www.jstor.org/stable/26158254
[11] Hill, John (1748). A History of Fossils, A General Natural History Or New and Accurate Description https://play.google.com/store/books/details?id=t-FBAQAAMAAJ&rdid=book-t-FBAQAAMAAJ&rdot=1
[12] https://books.google.gr/books/about/A_Natural_History_of_Fossils.html?id=-2688rHiY5sC&redir_esc=y