-Γιατί γράφεις; Δὲ βαρέθηκες; ἦταν ἡ διπλῆ ἐρώτηση ποὺ μοῦ ἔκαμε καλὸς φίλος ξαφνιάζοντάς με. Στὴν ἀρχὴ δὲν κατάλαβα.
-Τί ἐννοεῖς; τὸν ρώτησα βλέποντάς τον νὰ εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὴ συνέχεια.
-Στὴν ἐφημερίδα. Γράφεις καὶ ξαναγράφεις. Ἂν τύχει νὰ σὲ διαβάσει κανεὶς τὴν ἴδια μέρα, πάει καλά. Ἔφυγε ἡ μέρα, ἡ ἐφημερίδα στὸ καλάθι, τὸ ἴδιο καὶ σύ. Ἂν εἶχες κουραστεῖ, ὁ κόπος χαμένος.
-Τίποτα δὲν πάει χαμένο – ἔχεις ἀκούσει τὸ τραγούδι;
-Ἂς ποῦμε πὼς εἶναι ἔτσι. Μέτρησες ὅμως πόσοι διαβάζουν κάθε φορὰ τὰ γραφτά σου; Καὶ πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς λογαριάζουν ὅσα γράφεις;
-Πῶς νὰ τοὺς μετρήσω; Δὲν ἔχω τὸν τρόπο νὰ τὸ κάμω αὐτό.
-Ἀκόμη χειρότερα, γιατὶ μπορεῖ νὰ σὲ προσπερνοῦν ὅλοι – ὅλοι!
-Μὰ ὅποιος πιάνει μιὰ ἐφημερίδα στὰ χέρια του τὸ κάνει γιατὶ θέλει νὰ τὴ διαβάσει. Ἔστω νὰ τὴν ξεφυλλίσει, νὰ δεῖ τὶς ἐπικεφαλίδες…
-Καὶ ποῦ θὰ σταθεῖ, καὶ τί θὰ τὸν ἐνδιαφέρει, καὶ τί θὰ ψάχνει νὰ βρεῖ. Καὶ δὲν εἶσαι μόνο ἐσύ. Μέτρησες καμιὰ φορὰ πόσοι γράφουν κάθε μέρα; Καὶ πόσα παράσημα καὶ πόσα γαλόνια κουβαλάει καθένας τους καὶ τὰ μοστράρει δίπλα στ’ ὄνομά του; δὲ χρειάζεται νὰ τὰ ἀραδιάσω τώρα.
-Δὲν μέτρησα. Οὔτε προσέχω παράσημα καὶ γαλόνια ποὺ λὲς καὶ ἄλλα φανταχτερά. Νὰ σὲ ρωτήσω ὅμως κι ἐγώ: πῆγες νὰ βρεῖς κανέναν ἀπὸ δαύτους, νὰ τοῦ πεῖς αὐτὰ ποὺ λὲς σὲ μένα;
-Δὲν πῆγα, ἀλλὰ φαντάζομαι πὼς ὅλοι οἱ γραφιάδες θὰ μοῦ λέγανε αὐτὰ ποὺ μοῦ λὲς καὶ σύ.
Ἡ κουβέντα εἶχε γιὰ τὰ καλὰ ζεσταθεῖ. Καταλάβαινα πὼς ὁ φίλος δὲν μοῦ ἔκαμε τὴν ἐρώτηση στὴν τύχη – ἂς ποῦμε γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα. Λίγο ἡ περιέργεια, λίγο ἡ οἰκειότητα, ἴσως κάποια σημεῖα ἀπὸ ὅσα εἶχε τύχει νὰ διαβάσει τὸν ἔσπρωξαν νὰ μοῦ πεῖ τὴν ἀπορία του. Σχεδὸν μὲ εἶχε ἀναγκάσει νὰ πάρω θέση γιὰ ἄμυνα. Καὶ ἔβλεπα στὸ βλέμμα του καὶ στὸ ὕφος του τὴν ἀπαίτησή του νὰ τοῦ δώσω ἀπάντηση «ἐπὶ τῆς οὐσίας». Προσπάθησα νὰ ξεφύγω.
-Δηλαδή, ἡ ἐφημερίδα εἶναι κάτι ἄχρηστο; Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰδήσεις δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς νὰ διαβάσει χρήσιμα πράγματα; Μὲ τὸν τρόπο σου μοῦ εἶπες πὼς αὐτὰ ποὺ γράφω ἐγὼ εἶναι γιὰ τὸ καλάθι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄξιοι καὶ σοβαροὶ ἄνθρωποι ποὺ μὲ ὅσα γράφουν βοηθοῦν τὸν ἀναγνώστη κάτι νὰ μάθει, κάτι καινούργιο νὰ σκεφτεῖ, νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς του. Φτάνει νὰ τὸ θέλει καὶ ὁ ἴδιος.
-Ἄφησε τὴν ἐφημερίδα· αὐτὴ κάνει τὴ δουλειά της, μοῦ εἶπε ὁ φίλος. Ἂν ὅμως σὲ πρόσβαλα, νὰ μὲ συμπαθᾶς, πρόσθεσε σχεδὸν στενοχωρημένος. Ἤθελα νὰ μὲ βοηθήσεις, γιατὶ βλέπω κάθε μέρα τόσα γραφτά, ποὺ δὲν τὰ προλαβαίνω – ἄλλο τὸ ἂν τὰ καταλαβαίνω ἢ ὄχι. Καὶ ἀναρωτιέμαι: φταίω ἐγώ; ἢ μήπως καὶ σεῖς τὸ παρακάνετε καμιὰ φορά. Καὶ δὲ σοῦ τὸ κρύβω πὼς ὧρες ὧρες ἔρχεται στὸ νοῦ μου ἡ παροιμία ποὺ λέει πὼς μαζὶ μὲ τὰ ξερὰ καίγονται καὶ τὰ χλωρά.
-Ἀπὸ ὅσα μοῦ εἶπες καταλαβαίνω πὼς μὲ βάζεις μὲ τὰ «χλωρά».
-Θέλεις νὰ μοῦ κλέψεις κουβέντες, μὰ δὲ θὰ τὸ πετύχεις! Ἐγὼ σοῦ ἔκαμα μιὰ ἐρώτηση, καὶ ὕστερα ἀπὸ τόση ὥρα ἀπάντηση δὲν ἔχω πάρει.
-Ἔχεις δίκιο… Μιὰ χάρη μόνο σοῦ ζητῶ: νὰ μὲ ἀφήσεις νὰ γράψω τὴν ἀπάντηση στὴν ἐφημερίδα. Ποῦ ξέρεις… τὴν ἀπορία σου μπορεῖ νὰ τὴν ἔχουν καὶ ἄλλοι. Καὶ ὅποιος θέλει, ἢ βρεῖ τὴν ὄρεξη, ἂς διαβάσει τὴν ἀπάντηση. Νὰ ἔχει ὅμως κοντά του τὸ καλάθι – ἴσως τὸ χρειαστεῖ.
Δώσαμε τὰ χέρια καὶ χωρίσαμε. Δὲν ἄργησα νὰ καταλάβω πὼς μοῦ εἶχε βάλει δύσκολα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μοῦ εἶπε πὼς χάνω τὸν καιρό μου γράφοντας, ἀπὸ τὴν ἄλλη συμφώνησε σιωπηρὰ νὰ γράψω κάτι γιὰ χατίρι του. Καὶ τί νὰ γράψω, ποὺ τώρα εἶμαι σίγουρος πὼς θὰ διαβάσει πρὶν ρίξει στὸ καλάθι τὶς δικαιολογίες μου. Εἶναι καὶ πὼς δὲν ἔχω ἰδέα γιὰ τὶς προτιμήσεις του· τί τοῦ ἀρέσει νὰ διαβάζει· πρὸς τὰ ποῦ γέρνουν τὰ πιστεύω του. Τὸ μόνο ποὺ εἶχα ἀκούσει πιὸ παλιὰ ἀπὸ τὸ στόμα του ἦταν πὼς νιώθει περήφανος, γιατὶ τὸν τόπο του – τὸν τόπο μας – τὸν ὀμορφαίνουν πολλὰ λουλούδια μυριστικά. Ποιητὲς καὶ ριμαδόροι (εἶχε πεῖ), δάσκαλοι, παπάδες, ἐρευνητές, ἱστορικοὶ καὶ γλωσσολόγοι, κριτικοὶ – τὸ τόνισε: μὲ γιῶτα – καὶ φιλόσοφοι καὶ καλλιτέχνες, ἀρθρογάφοι, σχολιογράφοι καὶ ἀναλυτὲς (ἀνέφερε κάποιους ἀκόμη ποὺ τοὺς ἔχω ξεχάσει) ποὺ γράφουν καὶ ξαναγράφουν τοῦ θύμιζαν εἶπε, τὰ «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ παραδείσου» ποὺ λένε καὶ οἱ ψάλτες στὴν εκκλησία. Δὲν εἶμαι σίγουρος, ἀλλὰ μοῦ φάνηκε πὼς τὰ ἔλεγε κοροϊδευτικὰ – στὴν εἰρωνεία εἶναι ξεφτέρι.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ σκέφτομαι. Ὄχι πὼς φοβοῦμαι τὸ στόμα του – παρόμοια ἔχω ἀκούσει καὶ ἀπὸ ἄλλους. Εἶναι καλόκαρδος μέσα στὴν παραξενιά του αὐτὴ καὶ δὲ θέλω νὰ τὸν χάσω ἀπὸ φίλο γράφοντας ὅ,τι μοῦ ἔρθει στὸ νοῦ. Ἔχει τὸν τρόπο νὰ ξεχωρίζει τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ ψέμα ἀπὸ τὶς καθαρὲς κουβέντες, γι’ αὐτὸ δύσκολα μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν ξεγελάσει. Ὁ ἴδιος βέβαια βάζει μιὰ πονηριὰ στὰ λόγια του: τέτοια ἦταν ἡ πρώτη ἐρώτησή του, ἀφοῦ καλὰ ξέρει καὶ εὔκολα καταλαβαίνει γιὰ ποιό λόγο παίρνει καθένας τὸ μολύβι καὶ γράφει. Ἔχει καὶ ἄλλο χάρισμα: τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν διαβάζει, ἀλλὰ μελετᾶ. Περνάει ἀπὸ κόσκινο τὴν ἄποψη τοῦ ἄλλου καὶ χωρὶς δυσκολία βρίσκει τὰ στραβὰ καὶ τὰ ἀνάποδα. Τὸ κάνει ἐπειδὴ θέλει νὰ μαθαίνει. Τὸ εἶχε ἐξηγήσει αὐτὸ κάποτε χρησιμοποιώντας μιὰ ἀρχαία φράση: «ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει καὶ πολυμαθής». Ἀπὸ τότε ἀνέβηκε στὴν ἐκτίμησή μου καὶ μέσα μου ἔκανα τὴν εὐχὴ νὰ τοῦ μοιάσω. Καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο: τὴ διαφωνία του, ἀκόμη καὶ τὸ θυμό του, τὰ βγάζει μὲ τρόπο ποὺ δείχνει εὐγένεια, ποὺ δὲν φέρνει σύγκρουση καὶ στενοχώρια. Θέλει νὰ εἶναι ἀξιοπρεπὴς καὶ δίκαιος μὲ ὅλους.
Ὅσο τὰ σκέφτομαι τώρα αὐτά, καταλαβαίνω τί τὸν ἔσπρωξε νὰ μοῦ κάμει τὴν ἐρώτηση ποὺ ἔγραψα στὴν ἀρχή. Κάτι θὰ εἶχε διαβάσει, μὲ κάτι θὰ διαφωνοῦσε καὶ θὰ ἤθελε νὰ μὲ βάλει σὲ δοκιμασία. Μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε χαμηλόφωνα· «ἐσεῖς ποὺ γράφετε ζεῖτε στὸν κόσμο σας. Μοῦ θυμίζετε κάποιους μεγαλοδημοσιογράφους· νομίζετε πὼς ἄλλος σὰν κι ἐσᾶς δὲν ὑπάρχει. Αὐτὸ ποὺ γράφετε εἶναι καὶ μόνο αὐτό. Κάποιοι δὲν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, καὶ ἂς λένε λόγια τοῦ ἀέρα, ἂς γράφουν ἀκαταλαβίστικα. Ἄλλοι ἔχουν τὴν ἰδέα πὼς ξέρουν τὰ πάντα. Καὶ πὼς δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ κόψουν αὐτὴ τὴ συνήθεια». Λόγια, δηλαδή, ποὺ δείχνουν πὼς δὲν εἶναι ἕνας ἀναγνώστης τοῦ ποδαριοῦ. Μιὰ ἄλλη φορὰ – ἡ μοναδικὴ ποὺ μαρτύρησε – εἶχε ἐνθουσιαστεῖ μὲ κάτι ποὺ διάβασε – δὲν ξέρω ποῦ. «Καιρὸ εἶχα νὰ διαβάσω τόσο ὡραῖο γραφτό», ἔλεγε καὶ ξαναέλεγε. «Ὄμορφα λόγια, καλογραμμένα, εὐγένεια καὶ εἰλικρίνεια, σεμνότητα, γλώσσα ποὺ τὴν καταλαβαίνουν ὅλοι – αὐτὸς ποὺ τὸ ἔγραψε πρέπει νὰ εἶναι ξεχωριστός· μόνο ποὺ δὲν ἔχω τὴν τύχη νὰ τὸν γνωρίζω».
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκεῖνο ποὺ θέλω εἶναι νὰ πιστέψει πὼς ὅσα θὰ διαβάσει δὲν τὰ ἔγραψα γιὰ νὰ τὸν ξεφορτωθῶ ἢ νὰ τὸν περιπαίξω. Θέλω νὰ τοῦ ἐξηγήσω πὼς τὸ γράψιμο γιὰ τὸ ὁποῖο μὲ ρώτησε δὲν εἶναι εὐκαιρία γιὰ νὰ βγεῖ κάποιος στὴν πλατεία καὶ ν’ ἀρχίσει νὰ διαλαλεῖ τὴν πραμάτεια του· δὲν εἶναι βάρος ἢ ἀγγαρεία ἢ ἀγώνας γιὰ μεροκάματο· θὰ ἦταν ξεστράτισμα κάτι τέτοιο. Ἀντίθετα, εἶναι ξεχείλισμα καρδιᾶς καθαρῆς καὶ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει παράθυρο στὸ φῶς. Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ κλοπιμαῖα, δὲν μπορεῖ νὰ γυροφέρνει στὰ ἴδια, ἀντὶ νὰ δείχνει καινούργιους δρόμους. Νὰ τοῦ ζητήσω νὰ νιώσει καὶ αὐτὸς τὴ χαρὰ ποὺ νιώθει ὅποιος μοιράζεται μὲ τοὺς ἄλλους ὅσα ἀνήκουν σὲ ὅλους, πότε πότε καὶ τὰ δικά του. Νὰ ταξιδέψει μαζί μου στὰ βάθη τοῦ χρόνου, νὰ δοῦμε εἰκόνες ἀλλοτινὲς τῶν παππούδων μας, νὰ ἀνάψουμε τὸ καντήλι στὸ μισογκρεμισμένο κι ἔρημο σπίτι τους. Νὰ τοῦ θυμίσω (ἐπειδὴ εἶμαι σίγουρος πὼς τὸ ξέρει) ὅτι τὸ γράψιμο παλεύει μὲ κάτι πολὺ δύσκολο – μὲ τὴν ἔγνοια νὰ σβήσει τὴ δίψα στὰ διψασμένα.
Ὁμολογῶ πὼς εἶναι δύσκολα ὅλα αὐτά. Ὁ φίλος δὲν συμβιβάζεται μὲ μισόλογα, ἀπεχθάνεται ὅμως καὶ τὴ φλυαρία (πολὺ συχνὰ θυμᾶται τὸ στίχο τοῦ ἀρχαίου ποιητῆ «γλώσσης περίπατός ἐστιν ἀδολεσχία»). Ἴσως θὰ ἦταν καλύτερα νὰ τοῦ εἶχα δώσει ἀπάντηση μὲ δυὸ λόγια, τώρα ὅμως πάει… Καὶ δὲν ἀποκλείεται, ὅταν τύχει νὰ συναντηθοῦμε, νὰ ἀρχίσει πάλι τὰ ἴδια. Θὰ εἶμαι ὅμως προετοιμασμένος. Καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἀποφάσισα νὰ τοῦ πῶ ὅτι, ἂν τὸ γράψιμο εἶναι μιὰ κίνηση ἀγάπης, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ἄλλες τέχνες ποὺ ὀμορφαίνουν τὴ ζωή. Τὴν τέχνη τῆς γεωργίας λατρεύει ὁ ἕνας, ὁ ἄλλος νὰ βόσκει τὰ πρόβατά του καὶ νὰ μιλάει μαζί τους, ὁ τρίτος νὰ ποτίζει τὰ βασιλικὰ καὶ τὶς τριανταφυλλιές του. Καὶ κάθε χειρώνακτας ἔχει μάθει νὰ μὴν κοιτάζει τὰ ροζιασμένα χέρια του ἀλλὰ τὰ τεχνουργήματα ποὺ χάρη σ’ αὐτὰ τὰ χέρια ἀνάστησε. Ἂς πάει, θὰ τοῦ πῶ, νὰ τοὺς βρεῖ ὅλους αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ρωτήσει – νὰ τοὺς ρωτήσει καὶ ἂν χωρὶς αὐτὸ ποὺ κάνουν ἡ ζωή τους θὰ εἶχε τὴν ἴδια χάρη καὶ ὀμορφιά.
Διαμάντι! Το διάβασαν αυτοί για τους οποίους είναι γραμμένο;