Στο Μάλεμε απού ‘χουνε… τσοι Γερμανούς θαμμένους…
τα μνήματα εθύμιαζε… μια μάνα μαυροφόρα…
βουβό ’τανε το κλάημα τζη… κρυφό το μοιρολόι…
κι ένας διαβατης πέρασε… και αναρώτηξέ ντη…
– Πες μου κερά κι αρχόντισσα… να σε ρωτήξω θέλω…
γιάηντα θυμιάζεις και θρηνείς… στα μνήματα των ξένω…
– Γιατι ’χα η δόλια ένα γιο… ακριβαναθρεμμένο…
κι ήρθανε χρόνια δίσεχτα… και μαύρη κατσιφάρα…
κι οι Γερμανοί τον πιάσανε… την ώρα του πολέμου…
κι αιχμάλωτο τον πήρανε… μακριά στη Γερμανία…
Μα τέλειωσεν ο πόλεμος… κι ο γιος μου δεν εφάνη…
κι έμαθα πως απόθανε… εκειά στσοι ξένους τόπους…
Αυτοί που κείτουνται επά… είχαν κι αυτοί μανάδες…
κοπέλια είκοσι χρονώ… εις τον αθό τση νιότης…
Αλάργο ‘ναι οι μανάδες τους… και ποιος θα ‘ρθει να κλάψει.
Ποιος θελα ‘νάψει ένα κερί…. ν’ ανάψει το καντήλι…
Μπορεί μια μάνα να βρεθεί… στο μνήμα του παιδιού μου…
νά ’χει κι αυτή την πίκρα μου… να ‘χει το σπαραγμό μου…
Ν’ αφήσει ένα δάκρυ τζη… στου σπλάχνου μου τον τάφο…
Ιδιος λογάται ο καημός κι ο θρήνος τω μανάδω…
Ιδιος κι ο πόνος τση καρδιάς…
Σημ.: αδημοσίευτο ακόμα ριζίτικο τραγούδι, βασισμένο σε αληθινή ιστορία που άκουσα πρόσφατα