Ωρα πολύ στεκόμασταν όξω απ’ τον Άγιο Γρηγόριο, εκεί κάτω από το βλέμμα της Μεγαλόχαρης Παναγιάς της Χρυσοσκαλίτισας μ’ ένα ποτηράκι τσικουδιά στο χέρι. Ρούφηξε μια γουλιά, σφούγγιξε με την ανάστροφη της ροζιασμένης απαλάμης του ατζιδερά γένια και μουστάκι κι ως τον έβλεπα, απάντεχα με λαιμαργία να ξανανοίξει τα χείλη του.
«Από το εξήντα δυο πού ‘βαλα το ράσο» άρχισε εκστατικός ο παπά Νεκτάριος, κι αφού ύψωσε τα ηλιοκαμένα και χαρακωμένα χέρια του προς το Θεό, ζωγράφισε ένα κύκλο και στύλωσε τη ματιά του βορεινά, στην ακκλησιά μπάντα, για να συμπληρώσει.
«Τετρακόσιες σαράντα τέσσερις, στο Νομό Χανίων που υπηρέτησα, ναι, τόσοι νομάτοι ήτανε, (συλλογίστηκε λίγο) ναι, ξανάπε με βεβαιότητα, όπου με στείλανε, μμμ, τετρακόσιες σαράντα τέσσερις κηδείες έκαμα, Θεός συχωρές τους· μια δραχμή, και σήκωσε το ζευλωμένο δείχτη του χεριού του προς τον ουρανό, μια τρύπια δεκάρα, δεν την επήρα. Γιατί αυτά, είναι λεφτά λύπης. Λεφτά δακρύων· δακρύων λύπης. Δεν τα θέλω.»
Είδα τα μάτια του να υγραίνονται, μια ικανοποίηση να τον εξεχειλά, τότε, 2008, κι απόμεινα κρεμασμένος σε τούτη τη κουβέντα που σφηνώθηκε βαθιά στην ψυχή μου.
Ετούτα τα λόγια του ταπεινού λευίτη, του παπά Νεκτάριου, ήρθανε τούτη την ώρα στο μυαλό μου, με το που ξεκίνησα να γράψω για το υπέροχο απόγεμα που περάσαμε, φιλοξενούμενοι κι επισκέπτες, με τον Κόκοτο το Λίνο και το Γιώργο Χαχλάκη στο Αννουσάκειο Ίδρυμα της Ι. Μ. Κισάμου….
Ήτανε από τις λίγες φορές που ένιωσα ποια είναι ετούτα τα δάκρυα χαράς, όχι λύπης, χαράς κι αγαλλίασης, που λαμπυρίσανε στα μάτια μου και στάξανε στην ψυχή μου σαν έβλεπα πονεμένους απόμαχους της ζωής μα και νεότερους, άρρωστους και καθηλωμένους στην αναπηρική καρέκλα να γελάνε, να χτυπάνε χαρούμενοι παλαμάκια και να τραγουδάνε μαζί με το Λίνο και το Γιώργο.
Να έχουνε ξεχάσει τη διανοητική, πνευματική ή σωματική τους λαβωμένη υγεία, και, ναι, μερικοί απ’ αυτούς που τους είχε γονατίσει η αναπηρία ή τα γερατειά, ναι, να τους βλέπεις ποτισμένους αόρατες δυνάμεις κι αδρεναλίνη να σηκώνονται με κόπο, βοηθούμενοι από τους εθελοντές ή τους εργαζόμενους του Αννουσάκειου, ξανανιωμένοι, θαρρείς, ετούτοι οι αναξιοπαθούντες και να χορεύουνε.
Τι μεγαλείο! Πλημμύρισε ευτυχία ο προαύλιος χώρος όπου με το πιάνο ο Κόκοτος και δίπλα ο Χαχλάκης στο μικρόφωνο γιομίζανε τον τόπο και τις ψυχές μας μελωδία και τραγούδια νοσταλγικά.
Πόση και η ικανοποίηση των διοργανωτών εθελοντών που με θυσίες πολύπλευρες, ατομικά ο καθένας ή όλοι μαζί σαν ομάδα, την ομάδα εθελοντών του Αννουσάκειου Ιδρύματος, πασκίζουν να αλαφρύνουν τον πόνο των φιλοξενούμενων ανήμπορων ή ασθενών του ιδρύματος.
Υπάρχει, αλήθεια, πιο μεγάλη αμοιβή από το να τους βλέπεις με αλαφρότερο το φορτίο που τους έχει φορτώσει η μοίρα, και το βράδυ, να κοιμάσαι ήρεμος, αναπαυμένος και να μονολογείς. «Έκανα κι απόψε το χρέος μου στον συνάνθρωπο, στην κοινωνία.» Ποτέ δεν κοιτάμε, δεν πρέπει να κοιτάμε τι κάνει ο άλλος, να τον μιμηθούμε, να συναγωνιζόμαστε κι άλλα γνωστά τέτοια.
Θυμάσαι φίλε μου τι έλεγε ο μεγάλος στοχαστής ο Καζαντζάκης;
«Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».
Και τούτη τη φορά, όπως και πριν δυο χρόνια, σταθήκανε πολύτιμοι συμπαραστάτες ο γνωστός μουσικοσυνθέτης ο Λίνος Κόκοτος μαζί κι ο επίσης γνωστός μας ο Κισαμίτης Γιώργος Χαχλάκης πρωτοψάλτης, μουσικός, χοράρχης και δάσκαλος, εθελοντές κι αυτοί, σε ένα όμορφο, νοσταλγικό και πλημμυρισμένο μελωδίες και κέφι απόγεμα στον προαύλιο χώρο του Αννουσάκειου Ιδρύματος.
Και να ‘βλεπες, έντονα ζωγραφισμένα με ξενοιασιά και χαρά τα πρόσωπα ολωνών ήτανε.
Είναι η ευτυχία σκορπισμένη σπάταλα παντού. Σε τοίχους, καρέκλες, ανθρώπους, στον αγέρα που ανασαίνουμε.
Αλήθεια, φίλε μου. Ένοιωσες ποτέ ετούτη την ικανοποίηση; Την ευδαιμονία που αναβλύζει από την εθελοντική προσφορά χωρίς να προσμένουμε αναγνώριση;
Αν όχι, δοκίμασε. Θα δικαιωθείς πλουσιοπάροχα.
Αλήθεια σου λέω.