Η Ρόη άπλωσε τα κοκκαλιάρικα χέρια της ακόμα μία φορά στους ανθρώπους που περνούσαν μπροστά της, φορτωμένοι σακούλες με δώρα. ” Χρόνια σας πολλά. Μισό ευρώ για ένα κουλούρι ” είπε… ξεψυχισμένα.
Μα όλοι οι περαστικοί, σήμερα, ήταν υπερβολικά βιαστικοί. Έκανε εξάλλου κρύο ανυπόφορο, ο δρόμος είχε μουλιάσει από την ατελείωτη σε ώρες βροχή, η σκοτεινιά των σκεπών δημιουργούσε ένα μουντό γκρίζο νέφος πάνω από την πόλη που είχε υπογεγραμμένη σφραγίδα ως η “νύμφη του Θερμαϊκού”, τα φώτα των στολισμένων καταστημάτων, αντιφέγγιζαν περίεργα χρώματα στον ορίζοντα της μεγαλούπολης, οι δρόμοι ασφυκτιούσαν από τα αναρίθμητα αυτοκίνητα, τα πεζοδρόμια πνιγμένα με βιαστικούς περαστικούς και ανοιγμένες πολύχρωμες ομπρέλες όλων των διαστάσεων και δυστυχώς κανείς δεν πρόσεχε ..το λιπόσαρκο δωδεκάχρονο κορίτσι που στεκόταν στη γωνία των δύο μεγάλων εμπορικών δρόμων της συμπρωτεύουσας, ζητιανεύοντας λίγα κέρματα. Από το πρωί στημένο στην ίδια γωνία και δεν είχε εξασφαλίσει ούτε μισό ευρώ για ένα κουλούρι. Το στομάχι της πονούσε ανυπόφορα, το τεράστιο παλτό που κάλυπτε το κορμί της- ό,τι της είχε απομείνει από την αγκαλιά της μάνας της που χάθηκε εδώ και σαράντα μέρες- έμπαζε λόγω μεγέθους, από παντού και τα πάνινα ξεθωριασμένα της παπούτσια, με φαγωμένες τις σόλες τους και τρύπες μικρές ή μεγαλύτερες σε άπειρα σημεία, είχαν νοτίσει πλήρως από την ραγδαία και διαρκή βροχή. Ένα υποτυπώδες κασκόλ- πλεγμένο κι αυτό από τα χέρια της μάνας της κάποτε- τότε που η μάνα ήταν ακόμα υγιής και δεν την είχε καταβάλει η αρρώστια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας που της παραμόρφωσε τα άκρα, ευτυχώς όχι όμως την ψυχή- και μιά νάιλον σακούλα περασμένη ,σαν σκουφί, γύρω από το κεφάλι της, ήταν η μοναδική προστασία της Ρόης, απέναντι στην κακή διάθεση του καιρού σήμερα.
Μα οι καιρικές συνθήκες δεν την ενοχλούσαν- μαθημένη στις αναποδιές της ζωής, η Ρόη είχε κάνει διατριβή παίρνοντάς επάξια άριστα-το στομάχι της, λόγω αφόρητης πείνας την παίδευε και κυρίως η τσακισμένη της ψυχή που κουβαλούσε θάνατο και μοναξιά, μοναξιά και θάνατο.
Μια μάνα γνώρισε όλη κι όλη, πατέρας δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή της- μονογονεϊκή, βλέπεις, οικογένεια-και την έχασε κι αυτήν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μάνας της ,ο πατέρας της είχε άλλη οικογένεια ήδη και δεν την αναγνώρισε ποτέ. Έτσι το επίθετο “Ευσταθίου” που της ανήκε δεν της κατοχυρώθηκε ως αναγνώριση ταυτότητας. Ο Χρήστος Ευσταθίου δεν δηλώθηκε ποτέ ως πατέρας της. Πήρε το επίθετο ” Λάμπρου” της ταλαίπωρης μάνας της. Η Ρόη πάντα ειρωνευόταν το επίθετο της.” Λάμπρου ..επίθετο για ευτυχείς.. όχι για απόκληρους ζωής ” σκεφτόταν μα.. δεν το ξεστόμισε ποτέ, όσο ζούσε η μάνα της. Εδώ και σαράντα μέρες όμως …μπορούσε να το σκέφτεται … και… να το υπογράφει με την ψυχή της.
“Ακόμα και το επίθετο μου με.. ειρωνεύεται” σκεφτόταν .
Είχε βραδιάσει για τα καλά. Μα η Ρόη περίμενε ένα θαύμα. Κάποιον να της αφήσει λίγα κέρματα μόνο για ένα.. κουλούρι. Της ήταν αρκετό. Μα η επιθυμία της ,δεν έγινε πράξη. Τα μαγαζιά έκλεισαν, οι διαβάτες εξαφανίστηκαν για την θαλπωρή της οικογενειακής τους εστίας και η Ρόη δεν είχε στα χέρια της το πολυπόθητο κέρμα. Η βροχή δυνάμωνε ακόμα περισσότερο και η ίδια όφειλε να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Τρία χιλιόμετρα περίπου απείχε το σπίτι της. Ποιο σπίτι δηλαδή,.. ό,τι είχε απομείνει από αυτό!
Η μικρή έσυρε τα βήματα της, έτοιμη να λιποθυμήσει από την πείνα και διήνυσε το πρώτο χιλιόμετρο. Δεν μπορούσε να περπατήσει παραπέρα. Μια έντονη τάση λιποθυμίας την κυρίευσε και σταμάτησε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της μήπως και συνέλθει. Η πρώτη σκέψη που χαράχτηκε στο νου της ήταν το οξύμωρο του ονοματεπωνύμου της με την πραγματικότητα.
” Επίθετο και όνομα ..αντιστρόφως ανάλογα της ζωής μου. Λάμπρου Ρόη. Λάμπρου για.. τη σκοτεινιά μου…. Τέλεια! Και…Ρόη από το Καλλιρόη.. Ρόη από το.. Δακρυρόη.
0-1. Κέρδισε το δεύτερο ” ειρωνεύτηκε ξανά την κατάσταση της και βούρκωσε.
Η βροχή συνέχιζε να τη χτυπά αλύπητα στο πρόσωπο, στο σώμα, στην ίδια της την ψυχή. Και τα δάκρυα της Ρόης, ενώθηκαν με τη βροχή και η μουσκεμένη αδύνατη σιλουέτα, θύμιζε αερικό που ξεφύτρωσε από τα βάθη μιας αδιάκοπης, σε υγρό, δεξαμενής.
Η Ρόη κοίταξε τον ουρανό με ικεσία.
“Γιατί θεούλη μου; Λίγο ψωμί ζήτησα! ” παραπονέθηκε φωναχτά. Μα μάλλον είχε σφραγίσει και ο ίδιος ο ουρανός τα ρολά του και άκουγε μόνο τη ροή της βροχής και όχι …τον μονόλογο της απελπισίας του κοριτσιού.
Λίγα λεπτά αργότερα το κορίτσι κίνησε για τη μοναξιά του φτωχόσπιτου της..
Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά. Ο φωτισμός δεν ήταν επαρκής μέχρι το ερειπωμένο της σπίτι και τα σημεία από τα οποία περνούσε ήταν συνήθως ολοσκότεινα. Ειδικά σήμερα που έπεφτε και ανελέητη βροχή, το τοπίο τριγύρω γινόταν περισσότερο βλοσυρό. Η μικρή Ρόη όμως ήταν συνηθισμένη στα σκοτάδια και στις δυσκολίες και είχε τόσα χρόνια εξοικειωθεί πια με τον φόβο, τη μοναξιά ,τις δυσκολίες. Μόνο που σήμερα τα μάτια της ήταν θαμπωμένα.. από τα πολλά δάκρυα που τους ράγισαν την όραση και δεν εστίαζε καλά μέσα στο σκοτάδι. Σήμερα η πίκρα.. είχε δηλητηριάσει τη γεύση της προσμονής, η ακοή.. είχε λαβωθεί από την απώλεια μιας όμορφης κουβέντας και η αφή… αυτή κι αν ήταν μέρες τώρα.. ακρωτηριασμένη από την ανύπαρκτη αίσθηση της αγκαλιάς. Ειδικά σήμερα είχε τραυματιστεί, μάλλον, θανάσιμα και η έκτη αίσθηση η εσωτερική διαίσθηση που ,πάντα, προστάτευε το κορίτσι από τον κίνδυνο.. Ετοιμάστηκε να περάσει το δρόμο. Σε λίγο θα έφτανε στο σπίτι της.
“Τουλάχιστον πλησιάζω. Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι της μάνας μου να μην είμαι μόνη. Θα τυλίξω την κουβέρτα της γύρω μου και θα νιώσω τη μυρωδιά της. Ίσως αύριο βρω κάτι για φαγητό. Θα περάσω κι από την εκκλησία. Ίσως γιορτάζει πάλι κάποιος Άγιος και …υπάρχει άρτος! Τί καλά που υπάρχουν τόσοι πολλοί Άγιοι στην εκκλησία μας ” σκέφτηκε και αναθάρρησε η πονεμένη της καρδούλα. Χαμογέλασε ασυναίσθητα στον εαυτό της και κατέβηκε από το πεζοδρόμιο.
“Αύριο όλα θα είναι καλύτερα” μονολόγησε και άρχισε να διασχίζει το δρόμο.
Μα μάλλον ήταν.. τόσο διαλυμένη από την κούραση ή …εξουθενωμένη από την υγρασία της βροχής ή.. απορροφημένη από τις σκέψεις της ή.. πελαγωμένη στη σφοδρότητα της μοναξιάς της ή ..κουρασμένη από την ειρωνεία της ζωής της … και δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω της. Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγγλισαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια του οδηγού να αποφύγει τον διαβάτη που ξαφνικά βρέθηκε στην πορεία του.
“Μα… τί στο καλό! Μόνη της στο δρόμο τέτοια ώρα στα σκοτάδια; Δεν έχει γονείς;” ξεδίπλωσε φωναχτά τις σκέψεις του ο οδηγός, στην οικογένεια του, που γέμιζε με τις χαρούμενες φωνές της, το αυτοκίνητο.
Ένα δυνατό μπαμ και ένα σώμα μπροστά στους τροχούς.
Ο οδηγός έντρομος ακούμπησε το άψυχο σώμα. Έπιασε το κοκκαλιάρικο χέρι και εστίασε στη χρυσή παιδική ταυτότητα που στόλιζε το δεξί του χέρι.
” Καλλιρρόη Λάμπρου “..διάβασε και ..
Ένα απελπισμένο ” Γιατί; ” βγήκε από τα χείλη του και του έκλεψε μια για πάντα την συνείδηση.
Η Ρόη κείτονταν νεκρή με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη.
Ίσως σε εκείνον τον κόσμο που… μεταφέρθηκε η Ρόη ετυμολογείται από το.. Καλλιρρόη…. ίσως.. εκεί η ροή των χαμόγελων είναι διαρκής, η ροή των ελπίδων αιώνια και η ροή της ομορφιάς, ανεξάντλητη.
Ο δράστης όμως έχασε για πάντα το χαμόγελο του.
Έτσι τον ξεπλήρωσε η νέμεση της ζωής.
Σε εκείνον πια το όνομα ..” Χρήστος Ευσταθίου” που υπέγραφε η δική του γήινη ταυτότητα ..ήταν πλέον μέγγενη κόλασης!!
Η Καλλιρρόη Λάμπρου ήταν ήδη ένα ..λαμπρό αστέρι στον παράδεισο του ουρανού .Και εκείνος ένα σκοτεινό ον σε μια κόλαση γης!
Οξύμωρη αντίληψη θείας δίκης!!
Εύα Ε. Μαζοκοπάκη
Από τη διηγηματική μου συλλογή “ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΌ ΜΗΛΟ ΤΗΣ ΕΥΑΣ”
Εκδόσεις bookguru.gr.
Νοέμβριος 2021