Ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς “δάνος” (τὸ) προῆλθε τὸ ἐπίθετο δάνειος, τὸ οὐδέτερο τοῦ ὁποίου μετέπεσε σὲ οὐσιαστικὸ καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα μὲ τὴ γνωστὴ σημασία.
H σχετικὴ ἐνέργεια δηλώνεται μὲ τὸ ρῆμα “δανείζω”.
Πιθανολογεῖται ὅτι ἐτυμολογικά, ἑπομένως καὶ σημασιολογικά, οἱ λέξεις αὐτὲς σχετίζονται μὲ τὴ ρίζα -δω- τοῦ ρήματος δίδωμι: δάνειο(ν), λοιπόν, εἶναι χρήματα ποὺ δίνει κάποιος μὲ τὴ συμφωνία νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν. Μέρος τῆς συμφωνίας καθιερώθηκε νὰ εἶναι ἡ ἀπόδοση στὸν δανειστὴ ἑνὸς γεννήματος, στὴν πραγματικότητα κέρδους, αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζεται τόκος (ἀπὸ τὸ ρῆμα “τίκτω” = γεννῶ).
Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ ἄλλης μορφῆς δάνεια, ὅπως αὐτὰ στὴ γλώσσα.
Σὲ φυσιολογικὲς συνθῆκες ὁ δανεισμὸς εἶναι συνέπεια ἀνάγκης στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ δανειζόμενος. Οἱ διακυμάνσεις καὶ τὰ ἀπρόοπτα ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ ζωὴ ὁδηγοῦν συχνὰ σὲ ἀνέχεια, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ δανεισμὸς νὰ ἀποτελεῖ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἤδη χρόνια τὴν κύρια ἢ καὶ μόνη διέξοδο (πάντως, οἱ σχετικὲς λέξεις εἶναι ἄγνωστες στὸν Ὅμηρο).
Ἀνάγκη γιὰ δανεισμὸ εἶναι δυνατὸν νὰ προκύψει τόσο γιὰ μεμονωμένα πρόσωπα ὅσο καὶ γιὰ σύνολα ἀνθρώπων ὅπως εἶναι τὰ κράτη εἴτε μὲ τὴ σημερινὴ μορφή τους εἴτε μὲ τὴν παλαιότερη (“πόλη κράτος”).
Στὴ ζωὴ καὶ τὴν πορεία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἀπὸ τὴ σύστασή του μέχρι σήμερα τὰ δάνεια καὶ ὁ δανεισμὸς κατέχουν κυριαρχικὴ θέση. Στὶς μέρες μας δὲ τὸ θέμα ἔχει ἀναχθεῖ σὲ ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, μὲ ὀξεῖες ἀντιπαραθέσεις ἀνάμεσα σὲ πολιτικούς, καθὼς ὅλοι βγάζουν ἀπὸ πάνω τους τὴν εὐθύνη φορτώνοντάς την στοὺς ἑκάστοτε ἀντιπάλους.
Ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν ὁ δανειζόμενος εἶναι φυσικὸ πρόσωπο ἢ κράτος τὰ δεδομένα ἀλλάζουν, κάτι ποὺ διαχρονικὰ ἔχει ἐπηρεάσει τὶς περὶ δανεισμοῦ ἀπόψεις. Παράλληλα, ὅπως εἶναι εὔκολο νὰ διαπιστωθεῖ, ὑπεισέρχονται καὶ ἄλλοι παράγοντες, οἱ ὁποῖοι συνάπτονται κατὰ κύριο λόγο μὲ θέματα θρησκευτικὰ καὶ ἠθικῆς.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Παροιμίαι 19, 17) ὁ δανεισμὸς συνδέεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, κατὰ τρόπο ὅμως μεταφυσικό: “δανείζει θεὸν ὁ ἐλεῶν πτωχόν”. Ὁ λόγος εἶναι γιὰ τῆς ἐλεημοσύνης τὴν ἀξία, τὸ μέγεθος τῆς ὁποίας ὑπογραμμίζεται μὲ τὸ νὰ προβάλλεται ὡς λήπτης ἑνὸς “δανείου” ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἐμμέσως βέβαια στέλνεται τὸ μήνυμα ὅτι τὸ δάνειο (πρέπει νὰ) ἐπιστρέφεται στὸν δανειστή.
Εἶναι αὐτονόητο τὸ ὅτι σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δάνειο, ἡ ἐλεημοσύνη δίδεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει προσδοκία, πολὺ περισσότερο ἀπαίτηση ἐπιστροφῆς τῶν χρημάτων. Γιὰ τὸ δάνειο, ὅπως συμβατικὰ τὸ γνωρίζουμε, ἔχουν ἐνδιαφέρον ἀναφορὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀλλὰ καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ παράδειγμα, στὸν 36ο Ψαλμὸ τοῦ Δαβὶδ ὑπάρχουν οἱ στίχοι (21 καὶ 26): “δανείζεται ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ οὐκ ἀποτείσει” (δὲν θὰ ἔχει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πληρώσει τὸ χρέος), ἐνῶ ὁ δίκαιος “ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεᾷ καὶ δανείζει”.
Στὸν 14ο Ψαλμὸ (στιχ. 5) διαβάζουμε: “τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ”, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Θεὸ δὲν ἐκμεταλλεύεται τὴ φτώχεια τῶν ἄλλων δανείζοντάς τους τὰ χρήματά του μὲ τόκο (ἑπομένως ὁ δανεισμὸς εἶναι ἐνέργεια ἀποδεκτή). Σχολιάζοντας καὶ ἀναλύοντας αὐτὸν τὸ στίχο ὁ Μ. Βασίλειος (Patrologia Graeca 29, 268-269) βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ κάμει λόγο γιὰ τὸ δανεισμὸ χρημάτων καὶ γιὰ τὸν τοκισμό. Ἂν δὲν εἶναι ἀρνητικὸς μπροστὰ στὴ λύση τοῦ δανεισμοῦ, εἶναι πάντως ἐπιφυλακτικός. Γράφει:
“῾Ο τόκοις ἑαυτὸν ὑπεύθυνον καταστήσας, ὧν τὴν ἔκτισιν οὐχ ὑφίσταται, δουλείαν αὐθαίρετον κατεδέξατο διὰ βίου. Ἐπὶ συμμαχίαν ἐλθὼν, πολέμιον εὗρεν. ἀλεξιφάρμακα περιζητῶν, δηλητηρίοις ἐνέτυχε”. Δηλαδή, ὅποιος συμφωνεῖ νὰ δίνει τόκους ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει ἀποδέχεται μὲ τὴ θέλησή του νὰ εἶναι δοῦλος σὲ ὅλη τὴ ζωή του. Θέλοντας νὰ συμμαχήσει μὲ κάποιον, βρῆκε μπροστά του ἕναν ἐχθρό. Ἀναζητώντας φάρμακο γιὰ προστασία του, πέτυχε δηλητήριο. Καὶ συνεχίζει: “Αὐτὸς πού, ἐπειδὴ βρίσκεται σὲ ἀδυναμία, ζητάει δανεικά, ὅταν μὲν κοιτάξει τὴ φτώχεια του, δὲν βλέπει μὲ ποιό τρόπο θὰ πληρώσει τὸ χρέος τὸ ὁποῖο θὰ προκύψει, ὅταν, πάλι, ἀναλογιστεῖ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχει, βρίσκει τὴν τόλμη νὰ δανειστεῖ. Εἶναι ὅμως ὁ ἡττημένος, γιατὶ ὑπέκυψε στὴν πίεση τῆς ἀνάγκης, ἐνῶ ὁ ἄλλος, αὐτὸς ποὺ τὸν δάνεισε, φεύγει ἔχοντάς τον δεμένο μὲ γραμμάτια καὶ ἐγγυήσεις. Στὴν ἀρχή, ἀφοῦ πάρει τὰ χρήματα, εἶναι λαμπερὸς καὶ χαρούμενος, στολισμένος ὅμως μὲ ξένα στολίδια, καὶ τὸ δείχνει αὐτὸ μὲ τὴν ἀλλαγὴ στὴ ζωή του. Τραπέζι δηλαδὴ πλουσιοπάροχο, ροῦχα πολυτελῆ, δοῦλοι ἀλλαγμένοι, μὲ λαμπρὴ ἐμφάνιση, κόλακες, συμποσιαστές. Ἀναρίθμητοι κηφῆνες στὸ σπίτι.
Καθὼς ὅμως τὰ χρήματα λιγοστεύουν, ἐνῶ ὁ χρόνος κυλάει καὶ αὐξάνει τοὺς τόκους, οἱ νύκτες δὲν τοῦ χαρίζουν ἀνάπαυση, ἡ ἡμέρα δὲν εἶναι φωτεινή, ὁ ἥλιος δὲν εἶναι εὐχάριστος ἀλλὰ δυσκολεύει τὴ ζωή του, (…) στὸν ὕπνο του βλέπει, κακὸ ὄνειρο, τὸν δανειστή”. Καὶ ἂν τύχει νὰ συναντήσει στὸ δρόμο του τὸν δανειστή, τὸ βάζει στὰ πόδια, ὅπως τὸ θήραμα ὅταν δεῖ μπροστά του σκύλο”. Οἱ ἐπισημάνσεις αὐτὲς ἴσως θυμίζουν κάτι ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ ζοῦμε ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια…
Γενικά, παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις, τὶς ὁποῖες συναντᾶμε καὶ σὲ ἄλλα κείμενα τῆς χριστιανικῆς γραμματείας (π. χ., ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν ἴδια ὁμιλία του, συνοψίζοντας ἀποφαίνεται: “ψεύδους ἀρχὴ τὸ δανείζεσθαι· ἀχαριστίας ἀφορμὴ, ἀγνωμοσύνης, ἐπιορκίας”), ἡ συνολικὴ στάση ἀπέναντι στὸ δανεισμὸ εἶναι θετική, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὅτι αὐτὸ γίνεται μὲ σύνεση καὶ μὲ τὸν ὅρο ὅτι ὁ δανειστὴς δὲν ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀνάγκη στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ δανειζόμενος.
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτά, σὲ ἀρχαίους Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ μεταγενέστερους συγγραφεῖς συναντᾶμε καταδίκη τοῦ δανεισμοῦ. “τὸ δανείζεσθαι ἀνελευθερίας σημεῖον” ἐπισημαίνει ὁ Ἀριστοτέλης (Ρητορικὴ 1383 b), ἐνῶ ὁ Θεόφραστος δὲν δίστασε νὰ γράψει ὅτι πολλὲς φορὲς ὁ δανεισμὸς εἶναι δεῖγμα ἀναισχυντίας ἢ φιλοπονηρίας (Χαρακτῆρες, στὰ ἀντίστοιχα λήμματα). Πιὸ ξεκάθαρος ὁ Μένανδρος (Γνῶμαι μονόστιχοι 514) προειδοποιεῖ: “τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ”.
Γύρω στὰ μέσα τοῦ 7ου μ. Χ. αἰώνα ὁ ἱστορικὸς καὶ αὐλικὸς ἀξιωματοῦχος Θεοφύλακτος Σιμοκάτης σὲ ρητορικὸ γύμνασμα ἔγραφε: “Ὅταν δανείζεσαι, χαίρεσαι. Ὅταν σοῦ παίρνουν χρήματα, στενοχωριέσαι. Ὅταν συναντᾶς τοὺς δανειστές, σὲ κυριεύει ὁ φόβος δίνοντας τὴν ἐντύπωση πὼς βρέθηκαν στὸ δρόμο σου φοβερὰ καὶ ἀνήμερα θηρία. Ρίχνεις τὸ βλέμμα σου σὲ δρομάκια καὶ σὲ στοὲς θέλοντας νὰ ξεφύγεις ἀπὸ τοὺς δανειστές, ὅπως οἱ ναυτικοὶ ψάχνουν νὰ βροῦν λιμάνι, ὅταν πέσουν σὲ μεγάλη τρικυμία. Ὅμως στὸ κακὸ προσθέτεις κακό: ἀπὸ ἄλλους δανείζεσαι καὶ σὲ ἄλλους ἐξοφλεῖς τὸ χρέος κάνοντας τὸ ἴδιο μὲ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου πέφτουν σὲ γκρεμό. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ δανεισμὸς εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἕνα κακὸ μὲ πολλὲς πλευρές, χειρότερο καὶ ἀπὸ τὴ (Λερναία) ὕδρα ποὺ αὐτόματα ἔβγαζε καινούργια κεφάλια, ἀκόμη καὶ στὸν ὕπνο σου νὰ τὸν φοβᾶσαι.
Μόνο ἔτσι θὰ ἀντικρίζεις ἐλεύθερος τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καὶ θὰ ἀναπνέεις μὲ εὐφροσύνη τὸν ἀέρα ποὺ πνέει πάνω ἀπὸ τὴ γῆ” (Ἐπιστολαὶ ἠθικαί, ἀγροικικαί, ἑταιρικαί, 16).
Στὸν τόπο μας σήμερα ἀκούγονται πολλὲς φωνές. Μὲ ἄλλες κατηγοροῦνται οἱ πολιτικοί, ποὺ ἀντὶ νὰ φροντίσουν γιὰ ἀξιοποίηση τοῦ κάθε μορφῆς ἐθνικοῦ πλούτου κατέφευγαν καὶ καταφεύγουν στὸ δανεισμό, μὲ ὅρους μάλιστα ἐπαχθεῖς γιὰ τὴ χώρα καὶ γιὰ τοὺς κατοίκους της. Μὲ ἄλλες κατηγοροῦνται οἱ τράπεζες, ἐπειδὴ μὲ τὸν τρόπο τους, καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια, παραπλάνησαν τοὺς ἀδαεῖς ἢ καὶ ἐπιπόλαιους καὶ τοὺς ἐγκλώβισαν μὲ χορήγηση δανείων τὰ ὁποῖα ξεπερνοῦσαν τὰ οἰκονομικὰ ὅρια τῶν δανειοληπτῶν. Μὲ ἄλλες προσάπτεται μομφὴ ἐναντίον ὅσων κατέφευγαν σὲ δανεισμό, προκειμένου μάλιστα νὰ ἐξυπηρετήσουν μικρῆς σημασίας ἀνάγκες – δάνεια ἀκόμη καὶ γιὰ ἑορτές, γιὰ ταξίδια, γιὰ ἀγορὰ περιττῶν ἀγαθῶν. Φαίνεται πώς, ἂν καὶ καμαρώνουμε γιὰ τὴ σοφία τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, σ’ αὐτὸ τουλάχιστον τὸ θέμα οἱ Ἰνδοὶ ἦταν περισσότερο σοφοί: ὁ Αἰλιανὸς Κλαύδιος (2ος-3ος αἰ. μ. Χ.), Ρωμαῖος μὲν σοφιστὴς ἀλλὰ γιὰ τὰ καλὰ ἑλληνικά του “μελίγλωττος” καὶ “μελίφθογγος” συγγραφέας, στὸ ἔργο του “Ποικίλη Ἱστορία” (4, 1) γράφει: “Ἰνδοὶ οὔτε δανείζουσιν οὔτε ἴσασι δανείζεσθαι” (δὲν ξέρουν, δὲν ἔχουν μάθει νὰ δανείζονται).
Ὁ παροιμιώδης λόγος “δανεικὰ κι ἀγύριστα”, ὅσο καὶ ἂν χρησιμοποιεῖται μὲ σκοπὸ νὰ προκληθεῖ εὔθυμη διάθεση, ἀποκαλύπτει καὶ τὴν ἐπιπολαιότητα μὲ τὴν ὁποία προσφεύγουμε στὸ δανεισμό. Ξεχνώντας ἔτσι κάτι οὐσιῶδες, τὸ ὅτι δηλαδή, ἀντὶ γιὰ τὸ δέλεαρ καὶ τὴν εὔκολη λύση τοῦ δανεισμοῦ, πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ στόχο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, νὰ προσαρμόζουμε τὶς ἀνάγκες στὰ δεδομένα τῆς ζωῆς – καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ὁ ἀρχαῖος λόγος ὁρίζει ὅτι “ἀνάγκᾳ καὶ θεοὶ πείθονται” (ἢ κατὰ τὸν Σιμωνίδη, ἀπόσπ. 37, ἔκδ. D. L. Page, “ἀνάγκᾳ οὐδὲ θεοὶ μάχονται”), ὑπῆρχε μάλιστα καὶ ἡ Ἀνάγκη ὡς θεά, ὅμως ἡ ὑποταγὴ σ’ αὐτὴν ἀμαχητὶ δὲν ταιριάζει στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου.
Θέμα μεγάλο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ γίνει ξεχωριστὸς λόγος.