Οι διαλέξεις, εισηγήσεις και συζητήσεις, που πραγματοποιήθηκαν κατά το 20ο Πανελλήνιο Συνέδριο Management Υπηρεσιών Υγείας της ΕΕΜΥΥ τον Νοέμβριο στην Αθήνα, απέδωσαν ένα πλούσιο υλικό διαπιστώσεων για την προγενέστερη αλλά και την τρέχουσα κατάσταση αναφορικά με τις δαπάνες υγείας αλλά και γενικότερα τον τομέα της Υγείας στην χώρα μας.
Oλες πάντως οι διεθνείς προβλέψεις συγκλίνουν στην ανεπιθύμητη αυξητική τάση των δαπανών υγείας.
Με την ενσωμάτωση και μερικών εμπειρικών παρατηρήσεων των Μελών Δ.Σ. της ΕΕΜΥΥ προέκυψε το ακόλουθο κείμενο συμπερασμάτων.
Τα συμπεράσματα αφορύν κυρίως την χώρα μας συγκριτικά με τον μέσο ευρωπαικό όρο αλλά και τα αποτελέσματα της εφαρμογής των πολιτικών υγείας τα χρόνια προ και μετά της κρίσης.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΣΘΕΝΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτά, στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι προφανής η έλλειψη συγκεκριμένης, σφαιρικής και ασθενοκεντρικής Πολιτικής Υγείας. Μετά τον Ν.1397/1983 του Παρ. Αυγερινού για την ίδρυση του ΕΣΥ, η μόνη απόπειρα διατύπωσης στρατηγικής για την Υγεία υπήρξε ο Ν.2889/2001 του Αλ. Παπαδόπουλου.
Και οι δύο αυτές προσπάθειες δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Ο δημόσιος τομέας χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την επικράτηση συντεχνιακών και ψηφοθηρικών λογικών, με ταυτόχρονη απαξίωση του επιστημονικού management και συνεχή αναπαραγωγή αποτυχημένων σχεδιασμών και πρακτικών. Επιδιώκεται η ποσοτική επέκταση των δομών, αντί της ποιοτικής αναβάθμισης των υπηρεσιών.
Η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική δεν προωθεί την πραγματική έξοδο του συστήματος από την κρίση, ούτε την ασθενοκεντρική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων. Ταυτόχρονα όμως, αν και το 2019 είναι έτος πολιτικής κινητικότητας και προβληματισμού, το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» παρεμποδίζει τους πολιτικούς σχηματισμούς ως προς την ευθεία, λεπτομερή διατύπωση και ρητή υιοθέτηση του συνόλου των γνωστών, αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων του δημόσιου τομέα.
Αντίθετα, έντονο ενδιαφέρον εκδηλώνεται για τον τομέα υγείας από διεθνείς επενδυτές, με τη δημιουργία ιδιωτικών αλυσίδων νοσοκομειακών και εξωνοσοκομειακών υπηρεσιών, υψηλής τεχνολογικής υποδομής και ορθολογικής διαχείρισης, με σαφή προοπτική το ενδεχόμενο απόκτησης του management και μέρους της δημόσιας υγειονομικής υποδομής.
ΔΑΠΑΝΕΣ ΥΓΕΙΑΣ
Κατά την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης (2009) οι συνολικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήσαν μεγαλύτερες (10,0%) του μέσου όρου των Χωρών του ΟΟΣΑ (9,6%), εξαιτίας της πολύχρονης καταχρηστικής υπερδιόγκωσης.
Στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, οι συνολικές δαπάνες περιορίσθηκαν αναγκαστικά σε 8,4% (2017), έναντι μέσου όρου 9,6% στις 28 Χώρες της Ε.Ε. (15η θέση), ποσοστό που πρέπει να θεωρείται εύλογο με κριτήριο τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Δυσμενέστερη θέση (19η) καταλαμβάνει η Ελλάδα με βάση την επίσημη δαπάνη υγείας κατά κεφαλή, η οποία προφανώς δεν περιλαμβάνει όλες τις άδηλες πληρωμές των πολιτών, ενώ πρέπει να συσχετισθεί και με την αυτοαναφερόμενη καλή υγεία του ελληνικού πληθυσμού (5η θέση).
Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, που δεν πρέπει να συγκρίνεται με την αντίστοιχη των χωρών της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, βρίσκεται μέσα στα ποσοστιαία όρια της ομάδας χωρών της Νότιας Ευρώπης και είναι σαφώς μεγαλύτερη των Ανατολικών Χωρών, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ιστορικά, η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε μεγαλύτερη του μέσου όρου στις χώρες της Ε.Ε. Η αδικαιολόγητη εκτόξευσή της από το 4% (1998) στο 7% (2009) του ΑΕΠ ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την οικονομική κρίση. Σήμερα, ανέρχεται περίπου στο 5% του ΑΕΠ και επιμερίζεται ισομερώς στον κρατικό προϋπολογισμό και στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση.
Η ιδιωτική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα υπήρξε πάντοτε εξαιρετικά υψηλή και είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε. (18%), κυμαινόμενη κατ’ έτος μεταξύ 39-41%. Πρόκειται κυρίως για άμεσες πληρωμές (out of pocket), ενώ η παραδοσιακά ισχνή ιδιωτική ασφάλιση διπλασίασε το ποσοστό της στα χρόνια των μνημονίων και κάλυψε το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. (4%).
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ – ΦΑΡΜΑΚΑ
Η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη ενδονοσοκομειακή δαπάνη (42%) επί του συνόλου των δαπανών υγείας, έναντι 30% μέσου όρου στις χώρες της Ε.Ε. και 26% στην Πορτογαλία.
Στην Ελλάδα καταγράφεται επίσης η τρίτη μικρότερη δαπάνη εξωνοσοκομειακής περίθαλψης (22%), έναντι 30% μέσου όρου στις χώρες της Ε.Ε. και 49% στην Πορτογαλία.
Για την εξωνοσοκομειακή προμήθεια φαρμάκων η Ελλάδα διαθέτει το 25% του συνόλου των δαπανών υγείας, έναντι μέσου όρου 17% στις χώρες της Ε.Ε. Για όλα τα ιατρικά προϊόντα (medical goods) το εξωνοσοκομειακό κόστος στην Ελλάδα ανέρχεται στο 31% των δαπανών υγείας, έναντι μέσου όρου 20% στις Χώρες της Ε.Ε. και 19% στην Πορτογαλία.
Τέλος, η υστέρηση της Ελλάδας όσον αφορά τη δαπάνη της μακροχρόνιας φροντίδας υγείας (long-term care expenditure) είναι χαρακτηριστική. Η χώρα μας κατέχει την τελευταία θέση μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε. (2016), με ποσοστό 0,2% επί του συνόλου των δαπανών υγείας.
ΜΕΓΑΛΟΣ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ
Ο αριθμός των ιατρών είναι διαχρονικά υπερδιπλάσιος του αναγκαίου και, ως προς την αναλογία ιατρών/πληθυσμού, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών χωρών –με τεράστια απόκλιση από το μέσο όρο- και στη δεύτερη θέση παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, αναλογεί (2016) ένας ιατρός για κάθε 151 κατοίκους. Σε αρκετές ειδικότητες σημειώνεται κορεσμός και σε άλλες ανεπάρκεια, ενώ κρίσιμες αυτοτελείς ειδικότητες δεν έχουν καν συσταθεί (π.χ. Επείγουσας Φροντίδας, Γηριατρικής).
ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΙ/ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ – ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ
Όσον αφορά τους φαρμακοποιούς, των οποίων ο αριθμός είναι ο όγδοος μεγαλύτερος μεταξύ των 28 χωρών της Ε.Ε., επισημαίνεται ότι η αναλογία φαρμακείων/πληθυσμού είναι υπερτριπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στην Ελλάδα λειτουργεί (2016) ένα φαρμακείο για κάθε 1.042 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος για τις 28 χώρες είναι 1 φαρμακείο ανά 3.226 κατοίκους και στη Δανία λειτουργεί 1 φαρμακείο για κάθε 14.286 κατοίκους. Οι οικονομικές συνέπειες αυτού του «υπερεμπορισμού» θα μπορούσαν να μετριαθούν, αν τα φαρμακεία χρησιμοποιούνταν επίσημα –και υπό προϋποθέσεις- ως σημεία αγωγής και προαγωγής της υγείας, πρόληψης και βασικής πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Ακριβώς αντίθετη, τέλος, είναι η κατάσταση ως προς το νοσηλευτικό προσωπικό. Ενώ στις 28 χώρες της Ε.Ε. ο μέσος όρος ανέρχεται σε 1 νοσηλευτή ανά 119 κατοίκους, στην Ελλάδα η αναλογία περιορίζεται δραματικά σε 1 ανά 303.