Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο..!!
Όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο Βάμου, πριν μισό αιώνας και κάτι χρόνια, ακόμη θυμούμαστε με νοσταλγία και αγάπη τον αγαθό γίγαντα που είχαμε στην τάξη, τον φίλο μας τον Δημητρό.
Ένα άκακο άντρακλα, ροδοκόκκινο ίσαμε εκεί πάνω, σκέτο θρεφτάρι από τα φρέσκα αυγά και τσι στάκες που του έψηνε η μάνα του για πρωινό… που ενώ τον έστελνε ο αφέντης του στο σκολειό μπας και μάθει απ’ όξω το «Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο», για να μπορεί να βαστά το μπακαλοδεύτερο του μαγαζιού… αυτός δεν άνοιγε διάολε το βιβλίο, έκανε ένα κάρο απουσίες και δυο δυο χρόνια σε κάθε τάξη.
Δεν κρατούσε σάκα, είχε ούλο κι ούλο ένα λαδωμένο τετράδιο στην κωλότσεπη με κάτι καλικατσούνες γραμμένες κι η μόνη του έγνοια να κυνηγά τον ποδόγυρο.
Μεγαλωμένος μέσα στη φύση, στα ζώα και τα πουλιά του χωριού, βλέποντας ούλη μέρα τους πετεινούς να βατεύουν αράδα τις κότες στην αυλή τους και μετά να βγαίνουν στο ματσιπέτι να φωνάζουν κικιρίκου, τον κούνελο να κάνει τα αεροπλανικά του στο κλουβί με την κουνέλα και μετά να πέφτει τέζα, τους κάτες να κατσουλεύουν ούλο το βράδυ στα κεραμίδια και να σκληρίζουν… τον έπιανε ντελίριο να τα μπανίζει ούλα ετούτανα, κι αυτό να μην έχει γκόμενα.
Κουζουλαμός του ερχόταν όταν τα θωρούσε.
Δεν μπορώ δεν νταγιαντίζω να θωρώ και να μη γκίζω, αστειευόταν στον παππού…
-Άμε μωρέ τροζοκόπελο να ανοίξεις κάνα βιβλίο ,και μη σκαλίζεις ούλη μέρα εκείνο να το διάολο πούχεις στο πατελόνι σου, για θα σε τροζάνει στο τέλος.
Τα πρωινά κρατούσε ματσάκια μανουσάκια και τα έκανε δώρα στις συμμαθήτριες μπας και τον αγαπήσουν, έβαζε ραβασάκια στις τσάντες τους με καρδούλες κι ερωτικές μαντινάδες, τους έκανε και τα γλυκά ματάκια στην τάξη, τους πετούσε και σαΐτες στα μαλλιά…
Κι αυτές οι τσούπρες, γελούσαν και τον έκαναν χάζι. Όταν περιμέναμε το μαθητικό λεωφορείο, γλακούσε πρώτος σπρώχνοντας με τσι χερούκλες του να μπει μέσα για να πιάσει θέση και να τη φυλάει μπας και κάτσει το αίσθημα…
Πιασμένη είναι έλεγε σε ούλους μανισμένος.
Ένα πρωί που φύλαγε θέση για να κάτσει η Μαριγώ η βυζαρού με τσι μακρέ ποδάρες -και δεν άφηνε κουνούπι να σιμώσει- του έκατσε λαχείο ένας γεροντής παπάς, με μια γενειάδα μέχρι τον μπέτη του.
-Πήγαινε τέκνο μου παραμέσα να κάτσει κι ο ιερέας σου, για δεν μπορεί να στέκει.
-Την ευλογία μου να έχεις παιδί μου και καλή πρόοδο.
Μόλις κατέβηκε ο πάτερ στο επόμενο χωριό έγινε χαμός στο λεωφορείο με ζάρπες και γιουχαΐσματα από την ψιλή μαρίδα…
-Μα στον παπά φύλαγες τη θέση, βρε μεγάλε αγαπητικέ… Δεν μας τά ’λεγες αυτά…
-Ούτε εγώ θάρθω να κάτσω εκεί που καθόταν ο παπάς, του έκανε νάζια κι η Μαριγώ η κουνίστρα.
-Δεν με θέλεις Μαριγώ να κι εγώ, της πέταξε κι αυτός για να φτιάξει ατμόσφαιρα.
Όι θα καθόταν να παρακαλεί δυο μέτρα λούμακας την Μαριγούλα… Την επόμενη που έκλεισαν τα σκολειά για Χριστούγεννα, ξεχύθηκε στα λιόφυτα του κάμπου να μαζεύει τα απαμάζουδα από ελιές (κουκολόγια) τα έβγαλε στο ελαιουργείο, πούλησε το λάδι στον μπακάλη κι ό,τι χαρτζιλίκι κονόμησε, τα τσέπωσε και πήρε το πρώτο λεωφορείο για την χώρα .
Στον σταθμό του ΚΤΕΛ τον περίμενε ο μπάρμπας του ο Μήτσος, τον κέρασε μια πάστα αμυγδάλου και μετά πήγαν τσάρκα στα κακόφημα σπίτια με τα κόκκινα λαμπάκια πέριξ της οδού Μίνωος… για να κάμει δοκιμαστικό, όπως είχαν συνεννοηθεί.
Στον πρώτο οίκο που συνάντησαν βλέποντας τη γερασμένη ιέρεια να στέκεται στην πόρτα, βαμμένη σαν τον καρνάβαλο, με κόκκινη περούκα , μίνι φούστα με στραβά πόδια, και μεγάλη μύτη, φοβήθηκε μη τον δαγκάσει…
Ώφου Παναγία μου ένα σκιάχτρο, όι δεν θέλω μπάρμπα να μπω, πάμε-πάμε να φύγουμε γρήγορα.
Πήγαν μετά κι αγόρασαν ένα ωραίο μπουφανάκι από του Ρούτζου με το χαρτζιλίκκι από το λάδι, του πήρε και δυο σουβλάκια από το Κύπρος και τον έστειλε στο χωριό με το βραδινό λεωφορείο.
Ο Δημητρός βέβαια άλλα παραμύθια μας ξεφούρνισε κάνοντας τον μεγάλο εραστή κι εμείς το διασκεδάζαμε κάνοντας πως τα πιστεύαμε.
Πέτρινα χρόνια για τη νεολαία…!!