In memoriam aeternam
ΜNHMH ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΥ ΜΕΤ’ ΕΓΚΩΜΙΟΥ
Το δάσκαλον εγδάρασι κι άλλους πολλούς επνίξα (απαγχόνισαν)
και τσ’ άλλους, τσ’ αποδέλοιπους ‘ς τη φυλακή τσ’ ερρίξα.
(Από το θρηνητικό τραγούδι του Μπάρμπα Μπατζέλιου για το Δασκαλογιάννη στίχ. 823/4)
Η Λεβεντογέννα Κρήτη, στην ένδοξη και μακραίωνη ιστορία της, έχει να επιδείξει και να παρουσιάσει πάρα πολλά αξιοτιμημένα τέκνα της, που πολεμώντας τους κατακτητές θυσιάστηκαν αυτοβούλως υπέρ θρησκείας, πατρίδας και οικογένειας. Ένας τέτοιος υπερένδοξος ήρωας και του Έθνους Μεγαλομάρτυρας είναι ο ξακουστός Δασκαλογιάννης, που γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Βλάχος, γόνος της μεγάλης οικογένειας των Βλάχων από τα Σφακιά. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος καραβοκύρης και πολυταξιδεμένος, γι’ αυτό και φρόντισε να σπουδάσει ο γιος του στην Ευρώπη και να πάρει μεγάλη μόρφωση. Έτσι λοιπόν, όταν γύρισε πίσω στην πατρίδα του ο νεαρός Γιάννης, όλοι τον φώναζαν ο Δάσκαλος Γιάννης, κι έτσι του έμεινε το Δασκαλογιάννης. Ο Δασκαλογιάννης ήταν λεβέντης νέος, όμορφος και ψυχωμένος άντρας και με αγέρωχο παράστημα, που όλοι τον θαύμαζαν. Όλα τα παλικάρια των Σφακίων μαζευότανε γύρω του κι εκείνος τους μιλούσε για τα βάσανα της σκλαβιάς και τους άναβε τον πόθο για την ελευθερία. Ντυνόταν ευρωπαϊκά, αλλά οι Σφακιανοί του συγχωρούσαν αυτόν το νεωτερισμό του και τον αποκαλούσαν «Ψαλιδόκωλο(1)». Μεγάλα του προτερήματα ήταν ο πατριωτισμός, η γενναιότητα και η ευχέρεια λόγου. Με «λίγα λόγια και σταράτα» μπορούσε να κερδίσει τον όποιο συνομιλητή του, ας ήταν και αντίθετος! Είχε 3 ή 4 μεγάλα καράβια και ως πλούσιος καραβοκύρης ταξίδευε στην Ευρώπη. Μιλούσε Ιταλικά και Ρώσικα και είχε μεγάλες γνωριμίες με σημαίνουσες προσωπικότητες στα μεγάλα λιμάνια της Βενετίας της Τεργέστης και της Μαύρης θάλασσας. Και κάθε φορά που ο Δασκαλογιάννης γύριζε από ταξίδι στην Ανώπολη του γινόταν πανηγυρική υποδοχή, διότι έφερνε στους Σφακιανούς του κόσμου τ’ αγαθά, πυρομαχικά πολλά και πιο πολλές ελπίδες:
Κι ως ο Μπάρμπα Μπατζέλιος στο τραγούδι του στίχ. 11-14 λέει:
Κάθε Λαμπρή και Κυριακή έβανε το καπέλλο
και του Πρωτόπαππα λέγε: Το Μόσκοβο θα φέρω
να τα συντράμει τα Σφακιά, τσοι Τούρκους να ζυγώξου
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τωνε δώσουν…
Και είν’ αλήθεια πως ο Δασκαλογιάννης ενθουσιασμένος από τις υποσχέσεις των Ρώσων «ἐκήρυττεν ἐν Σφακίοις τὴν προσεχῆ ἀπελευθέρωσιν τοῦ Γένους καὶ ἐκάλει τὸν λαόν εἰς ἐπανάστασιν». Η Κρητική επανάσταση του 1770, όπως και η ατυχής στην άλλη Ελλάδα, ήταν μέρος του Ρωσοτούρκικου πολέμου 1769-1774, περισσότερο γνωστή με τον όρο «Ορλοφικά». Η Αικατερίνη η Μεγάλη των Ρώσων, η αποκαλούμενη και «Σεμίραμις του Βορρά(2)», αυτοκράτειρα πολυπράγμων και μεγαλοπράγμων, για να πραγματοποιήσει το όνειρό της για τη Ρωσική επέκταση στον Ελλαδικό χώρο και για ν’ αποκτήσει η Ρωσία διέξοδο σε ανοιχτή και θερμή θάλασσα, αλλά και για να προβάλει, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, τον εκλεκτό της καρδιάς της Γρηγόρη Ορλώφ, έστειλε μικρή δύναμη στην Ελλάδα, όμως η επανάσταση αυτή απέτυχε. Η τουρκική σκλαβιά στην Κρήτη την εποχή εκείνη ήταν αφόρητη για τους Χριστιανούς, των οποίων η ζωή, η τιμή και η περιουσία ήταν άμεσα και απολύτως εξαρτημένη από τις θηριώδεις ορέξεις των Τούρκων και προπαντός των ισχυρών Τουρκοκρητικών οικογενειών. Γι’ αυτό και την εποχή εκείνη είχαμε ομαδικούς εξισλαμισμούς ολόκληρων χωριών σε διάφορα μέρη του μαρτυρικού νησιού. Υπήρχαν βέβαια και οι «Χαΐνηδες», δηλαδή οι «Κλέφτες» της Κρήτης, εκδικητές και φόβος και τρόμος των Τουρκογενίτσαρων, αλλά και κρυφή ελπίδα των σκλαβωμένων Κρητικών. Αλλά τι το πολύ σημαντικό και γενικό καλό μπορούσαν να κάμουν κι αυτοί, μεμονωμένοι, μπροστά στον αφρισμένο και φουρτουνιασμένο ωκεανό της θηριώδους συμπεριφοράς και της κακουργηματικής αποχαλίνωσης των χιλιάδων Τυράννων;
Καθώς παραπάνω αναφέραμε, όλη η Κρήτη στέναζε και βασανιζόταν απάνθρωπα κάτω από το βαρύ των Αγαρηνών ποδάρι, όμως στα Σφακιά η κατάσταση ήταν αρκετά καλή. Τα Σφακιά για τους Τούρκους ήταν απόρθητα και άπαρτα, διότι τα κακοτράχαλα και δύσβατα βουνά τους με τα στενά ποροφάραγγα ήταν πολύ επικίνδυνα και με λίγα τουφέκια Σφακιανών γινότανε τάφος και θάνατος για τους επιδρομείς. Εξάλλου τα Σφακιά δεν είχαν πλούσια παραγωγικά μέρη, γι’ αυτό και οι Τούρκοι το απόφευγαν. Αλλά κι όσες φορές πήγαν εκεί, φρόντιζαν ηττημένοι ν’ απομακρύνονται απ’ αυτόν τον «καταραμένο», γι’ αυτούς, τόπο. Γι’ αυτό και οι Σφακιανοί ήταν ανεξάρτητοι.
Έτσι λοιπόν ο Δασκαλογιάννης, αν ήθελε, θα «καθόταν στ’ αυγά του» αμέριμνος και καλοπερνώντας δε θα επαναστατούσε. Αλλά δεν έμεινε άπραγος κι ασυγκίνητος στα μαρτυρία της υπόλοιπης Κρήτης. Διότι, ως προαναφέραμε ήταν πολύ φιλόπατρις κι αγαπούσε την Κρήτη. Άλλωστε είχε πεισθεί στις ψεύτικες (καθώς αποδείχθηκε), υποσχέσεις των Ρώσων. Και για όλ’ αυτά εκήρυξε την Επανάσταση την ημέρα του Ευαγγελισμού (25/3/1770) στην Ανώπολη. Απελευθέρωσε αρκετά μέρη και την ημέρα του Πάσχα (4 Απριλίου 1770) από το οροπέδιο Κράπη (προθάλαμο των Σφακίων από και προς Χανιά) 2000 οπλοφόροι Σφακιανοί, μεταξύ των οποίων και 20 ιερωμένοι, ορμούν προς τα Ρεθυμνιώτικα και προς τα Χανιά για να τ’ αποκλείσουν. Οι Τούρκοι τότε τρομοκρατημένοι κλείστηκαν στα κάστρα και περίμεναν το τέλος τους. Αλλά και ο Δασκαλογιάννης ανήσυχος περίμενε μάταια το Ρωσικό στόλο του Ορλώφ, που όμως ποτέ δεν ήρθε. Αλλά αυτό το αντιλήφθηκαν οι Αγαρηνοί και ξεθάρρεψαν, ανασυντάχθηκαν και φέρνοντας από Ρέθυμνο και Ηράκλειο πολλές χιλιάδες στρατό αντεπιτέθηκαν στους Σφακιανούς, που είχαν μείνει μόνοι κι αβοήθητοι. Και οι Τούρκοι για την κατάληψη και καταστροφή των Σφακίων «επιτάσσουν» και χιλιάδες Χριστιανούς για να κουβαλούν τις αποσκευές των με σακκούλες, γι’ αυτό και τους έλεγαν και «σακκουλιέριδες», οι οποίοι βέβαια προπορευόταν ως προκάλυμμα, ενώ πίσω ακολουθούσαν αυτοί. Κι ως ήταν επόμενο πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν ή από Τούρκικα είτε από Ελλήνων πήρα. Οι Σφακιανοί βέβαια πολέμησαν σαν λιοντάρια στα πλάγια, στα ποροφάραγγα και στα Σφακιανά βουνά και χωριά. Και ο κλεφτοπόλεμος αυτός κράτησε αμείωτος όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1770. Αλλά το χειμώνα του 1771 η κατάσταση εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών έγινε αφόρητη. Οι μυριάδες Τούρκοι προχωρούν, λεηλατούν και κατακαίουν τα Σφακιανά χωριά και τέλος πατούν την Ανώπολη, τη γενέτειρα του θρυλικού καπετάνιου, την οποίαν λεηλατούν, καίουν και ξεθεμελιώνουν, ιδιαιτέρως δε το αρχοντικό του Δασκαλογιάννη. Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει τις δύο κόρες του και τον αδελφό του Πέτρο και μετά έβαλαν ντελάληδες, που διασάλπιζαν: «Καπετάν Δάσκαλε Γιάννη πιάσαμε τις κόρες σου. Αν θες να μην τσι πειράξουμε, παραδώσου». Ο δε Δασκαλογιάννης, που μαζί με γυναικόπαιδα είχε αποσυρθεί στα δασωμένα Κρούσια, παρακολουθούσε περίλυπος μέχρι θανάτου την τραγωδία των Σφακίων. Γι’ αυτό και τέλη Μαρτίου του 1771 κάλεσε τους Αρχηγούς και τους είπε: «Ο Ορλώφ με ξεγέλασε και σας πήρα στον λαιμό μου, μ’ αυτό το πρόωρο ξεσηκωμό. Και για να μη χαθούνε άδικα τα γυναικόπαιδα θα πάω να παραδοθώ στον Πασά και θα του πω ότι ήταν δικό μου το φταίξιμο. Έτσι η οργή του θα ξεσπάσει σ’ εμένα». Κι έτσι κι έπραξε ο ατόφιος και γνήσιος Κρητικός. Ο Δασκαλογιάννης ωραιοντυμένος και πάνοπλος παραδίνεται στους Τούρκους στην Ανώπολη, τον συνοδεύουν λίγοι πιστοί.
Εσυντροφιάζασιν τονε ‘δικολογιαίς και ξένοι
κι ήσαν μιαν εβδομηνταριά ούλοι ξεδιαλεμμένοι
(Από το τραγούδι του Μπάρμπα Μπατζέλιου στίχ. 679-680)
Οι Τούρκοι τον τιμούν ψεύτικα, αλλά τον αφοπλίζουν και για ασφάλεια τον μεταφέρουν από μέρος σε μέρος (Μπρος-Γιαλό, Φραγκοκάστελλο, Πύργο Αληδάκη στο Εμπρόσνερο Αποκορώνου) και από κει στο Ηράκλειο, μαζί με την κόρη του τη Μαρία, που τους παραδίνουν στον Πασά. Εκεί στο Μεγάλο Κάστρο ο Αρχηγός και η κόρη του θα ζήσουν για λίγο σε χρυσή φυλακή, ενώ οι άλλοι αιχμάλωτοι (ο Πρωτόπαπας κ.ά.) θα φυλακιστούν στα υγρά υπόγεια του Μεγάλου Κουλέ, όπου βασανιζόμενοι θα κάνουν καταναγκαστικά έργα. Αλλά ο Πασάς, παρά τις μεγάλες πονηριές του, δε θα καταφέρει να πείσει τους αδελφούς του Δασκαλογιάννη να έλθουν από τα Κύθηρα, για να πέσουν στα νύχια του. Έτσι ο Πασάς αρχίζει πρώτα με μαργιολιές να «ψαρέψει» το Δασκαλογιάννη. Στο σημείο αυτό όμως ας δούμε πως τα περιγράφει ο Μπάρμπα Μπατζελιός στο τραγούδι του(3):
…Διατάζει τότες, ο πασάς σκαμνιά για να καθίσου,
φαητό να τωνε δώσουσι, κρασί να τσοι ποτίσου.
Φέρνουν τζιμπούκι γιασεμί και φαρφουρί(4) φλυτζάνι,
και δίδουσίν του τον καβέ του Δάσκαλου του Γιάννη.
«Σα θέλεις, Δάσκαλε Γιαννιό, να μη κακοποδώσεις,
’πες μου ίντα ’το γή αφορμή πόλεμο να σηκώσεις;
Οι Σφακιανοί δοσίματα χαράτσια δεν εδίδα,
’πες μου ποιός είνε αφορμή ’που πέσαν στην παΐδα
και Σφακιανός δοσίματα δεν έδιδε ποτές του,
κι ο βασιλειάς τα χάριζε για χάρη τση νενές(5) του.
…
μόνο ’σηκώθης Δάσκαλε, με το Μωριάν αντάμι,
για να χαθεί τόσος λαός, κι εσύ να βγάλεις ναμι
τ’ ασκέργια τα βασιλικά ν’ αδικοσκοτωθούσι,
κι απού τση Κρήτης την Τουρκιά χιλιάδες να χαθούσι,
πάνω ’ς τα όρη ’ς τα βουνά, εις τσ’ έρημες μαδάρες
χιλιάδες απομείνασι γιανίτσαροι κι αγάδες.»
Ο Δάσκαλος τόνε γροικά, γυρίζει και του κάνει,
(καπνόν απού το στόμα του κι απού τ’ ρθούνια βγάνει)
«Καλέ Πασά, ίνταν’ αυτά, που κάθεσαι και λέεις;
Και τον λαόν που χάθηκε περίσσια τονε κλαίεις;
’που ’πέρασαν οι γεκατό (χρόνοι) απούρθετε ’ς την Κρήτη,
κι εκάμετε τσοι Κρητικούς και δεν ορίζου σπίτι,
μουδέ και τσ’ απατούς τωνε, μουδέ και τα παιδιά των,
μουδέ και την ζωήν τωνε, μουδέ τα πράμματά των.
Ουλημερνίς εις τσ’ εγκάριαίς, ’ς τα βάσανα και κόπους
και σαν τα ζα τσοι διάχνετε(6), δε τσοι θωρείτ’ ανθρώπους.
Πάντα γυρεύγετ’ αφορμή το γαίμα των να πχίτε,
και να σκοτώσετε Ρωμιό πολλά το ’πεθυμείτε
κ’ ένε κ’ η μονή σας χαρά να ιδήτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους ’ς τα στενά κι’ αιματοκυλισμένους
όπου δε τσι στιμάρετε(7) μουδέ σαν κλωσσοπούλια,
για να τσοι θάψουν ύστερα, τσοι βάνου ’ς τα σακκούλια.
Και η γ’ αιτία είστε σεις, κι γι’ άνομοι πασάδες,
π’ αφίνετ’ αχαλίνωτους τσι γιανιτσαράδες
π’ αφίνετε τσοι χρισθιανούς, σε τέτοια τυραννία
πλειότερη τ’ άγρια θεριά, έχουσιν εσπλαχνία.
Αλήθεια λες, οι Σφακιανοί δοσίματα δε δίδου,
και τ’ άρματά τωνε κιανούς ποτές δε παραδίδου.
Τση Κρήτης τσ’ άλλους Χρισθιανούς απούνιε ’ς του Σουλτάνο
δεν τσέχετε για τίβοτσι ’ς τον κόσμο τον απάνω
γι’ αυτά κι εγώ ’ποφάσισα την Κρήτη να σηκόσω
κι’ απού τα νύχια των Τουρκώ να την ελευθερώσω,
πρώτο για την πατρίδα μου, δεύτερο για την πίστι
τρίτο για τσ’ άλλους χρισθιανούς που κάθονται ’ς την Κρήτη
γιατί κι αν είμαι Σφακιανός, παιδί τση Κρήτης είμαι,
και να θωρώ τσοι Κρητικούς ’ς τα βάσανα πονεί με.»
…
Και ο Πασάς τον εγροικά, τα χείλη του δαγκάνει
τα σωθικά του χοχλακιούν και βράζουν σαν καζάνι.
Τουρκολογά κι’ αγριεύται, η γι’ όψι του μαυρίζει
γδαρτό να τόνε κάμουσι, γλήγωρο διορίζει.
«Για ’δέτε τον Γκιαούρμπαση, που θε να ’ποκοτήση
και μέσα στο σεράγιο μου για να με φοβερίση!
Γλήγωρα πάρετέ τονε, να φύγ’ από μπροστά μου
να τον ιδώ χωρίς πετσί, να δροσιστ’ η καρδιά μου.»
Έτσι πρόσταξε ο Χουσεΐν Πασάς του Ηρακλείου κι αυτό έγινε. Ο Δασκαλογιάννης είχε φρικτό και μαρτυρικό τέλος. Οδηγήθηκε στην πλατεία ΑΤ-Μεϊντάν (την έλεγαν τότε) και μπροστά στο βάρβαρο και εξαγριωμένο Τουρκικό όχλο, που ξεστόμιζε κάθε λογής βρισιές και κατάρες, τον έδεσαν σταθερά σε εκρίωμα (πατάρι, εξέδρα), ώστε να μην μπορεί να κινηθεί, για να γίνει μαρτυρική εκτέλεση. Εκεί ο δήμιος με κοφτερό μαχαίρι έκοβε κι αφαιρούσε από το δέρμα του λωρίδες-λωρίδες, αλλά μαζί με το δέρμα αποσπούσε και κομμάτια ζωντανή σάρκας του ήρωα, που πετούσε στα αλλάζοντα στίφη των Τούρκων λέγοντας: «Πάρτε καλό πετσί για τα στιβάνια σας»!
Και οι θηρίοψυχοι Τούρκοι χοροπηδούσαν ενθουσιασμένοι κι ευχαριστημένοι! Το τραγικό θύμα μουγκρίζει μεν υπόκωφα, μα δε ζητά χάρη ούτε κραυγάζει. Κάποια στιγμή του μαρτυρίου οι καννίβαλοι Μουχαμέτηδες του παρουσιάζουν μεγάλο καθρέφτη, για να δει το χαλί του, κι ο Εθνομάρτυρας θα μουγγρίσει πιο πολύ από ψυχικό πόνο. Του παρουσιάζουν και τον αδελφό του Σγουρομάλλη, ο οποίος όμως δεν θ’ αντέξει και θα τρελλαθεί ψιθυρίζοντας μόνο ένα ακαταλαβίστικο «και… και… και». Οι Τούρκοι, θα του χαρίσουν τη ζωή, γιατί σεβόταν τους τρελούς, αλλά εκείνος δε θα ξαναβρεί πότε τα λογικά του. Εν τω μεταξύ οι Τουρκαλάδες τούρκεψαν βίαια κι έκαναν χανούμισσες τις δύο θυγατέρες του Δασκαλογιάννη. Και ως προς αυτό ο Μπάρμπα Μπατζέλιος χαρακτηριστικά γράφει:
Δασκαλογιαννοπούλες μου, έτσά τονε γραφτό σας
Τούρκας παιδί να μυριστή τση νειότης τον αθό σας.
Ο τραγικός ήρωας και θηλυκός Πολέμαρχος, μέσα σε φριχτούς πόνους και από ακατάσχετη αιμορραγία, θα παραδόσει την ψυχή του στον πλάστη. Ήταν Παρασκευή 17 Ιουνίου 1771.
Χαρά στον που ψυχομαχεί την Παρασκευή το βράδυ,
να τόνε κατεβάζουνε Σάββατο εις τον Άδη.
Το σεπτό σκήνωμα του ήρωα έμεινε δεμένο στο πατάρι 2-3 μέρες. Και όταν έγινε επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία από αποσύνθεση ο Πασάς επέτρεψε να ενταφιασθεί.
Εν τω μεταξύ Τούρκοι για τιμωρία και παραδειγματισμό ερήμαξαν τα Σφακιά. Χιλιάδες οι σκοτωμένοι ή πεθαμένοι από κακουχίες. Άλλοι πάλι έφυγαν, χωρίς να ξαναγυρίσουν ποτέ. Οι δε λίγοι που έμειναν ήταν σωματικά και ψυχικά ερείπια. Χαρακτηριστικά και πολύ παραστατικά περιγράφει όλ’ αυτά τα τραγικότατα συμβάντα ο Μπάρμπα Πατζελιός στο τραγούδι του:
…πείνα και φτώχεια κι ερημειά, κλάυματα, μοιρολόγια
ακούγασιν εις τση γιαλιαίς και’βλέπαν εις τ’ Αγώρια(8)
…
Άλλους έφα’ ο πόλεμος κι άλλοι ’ξενητευτήκα
κι έρημα κι παντέρημα και τα Σφακιά αφήκα.
Έρημ’ αφήκαν τα Σφακιά, κλιτά και γρυνιασμένα
κι ούλα τ’ Αγώρια και Γιαλιές κατατροχαλιασμένα.
Επίλογος
Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη δεν υπήρξε μόνο μια μέγιστη θυσία, αλλά και μια αυτοθυσία και ηθική νίκη, που λυτρώνει και εξαγνίζει. Διότι η επανάσταση του 1779 δεν ήταν μόνο στην Κρήτη του Δασκαλογιάννη, αλλά Πανελλήνια. Κι έτσι έδωσε τη δυνατότητα στους Ρώσους διπλωμάτες να επιτύχουν ευνοϊκούς όρους για τους Χριστιανούς στη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (Ιούλιος 1774). Έτσι εξασφαλίσθηκε γενική αμνηστία σ’ όλους που έλαβαν μέρος στον πόλεμο. Η Υψηλή Πύλη υποχρεώθηκε να προστατεύσει επισήμως η χριστιανική θρησκεία και τις χριστιανικές εκκλησίες. Επιτράπηκε στα Ελληνικά πλοία να πλέουν με Ρωσική σημαία και εδίνετο το δικαίωμα στη Ρωσία να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Τουρκίας, για να προστατεύει τους Χιστιανούς. Οι όροι αυτής της συνθήκης έθεσαν τις βάσεις και τις προϋποθέσεις για να εκραγεί η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Αυτός ήταν ο περιώνυμος και δοξασμένος ήρωας και Εθνομεγαλομάρτυρας Σφακιανός Γιάννης Δασκαλογιάννης, του οποίου το τετιμημένο ήθος και ύφος, και ο ένδοξος βίος και πολιτεία, πρέπει να είναι φάρος αείφωτος όλων ημών των μεταγενέστερων απλών ανθρώπων. Αιωνία η μνήμη σου αξιομακάριστε και αοίδιμε πατέρα και αδελφέ μας Δασκαλογιάννη.
Αναγκαία προσθήκη: 160 χρόνια πριν από το Δασκαλογιάννη, δηλαδή το 1611, για τους ίδιους λόγους είχε το ίδιο μαρτυρικό τέλος ο Επίσκοπος Τρίκκης (Τρικάλων) και Λαρίσης Διονύσιος, ο σκωπτικά αποκαλούμενος, αντί Φιλόσοφος, Σκυλόσοφος.
*O Δημήτρης Κ. Γεωργακάκης είναι φιλόλογος
Υποσημειώσεις
(1) Τα ανδρικά σύγχρονα παντελόνια, που δεν μοιάζουν με τις Κρητικές βράκες, στα μάτια των παλαιών φαινότανε σαν ψαλίδι. Γι’ αυτό κι αυτούς που δεν φορούσαν κρητικές βράκες, άλλα ευρωπαϊκά παντελόνια, τους έλεγαν σκωπτικά ψαλιδόκωλους.
(2) Σεμίραμις: Η περιώνυμη βασίλισσα της Ασσυρίας (9ος π.Χ. αιώνας) στην οποία η παράδοση αποδίδει την ίδρυση της Βαβυλώνας και των κρεμαστών κήπων της (ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου).
(3) Η Κρητική Λαϊκή Μούσα (στην προσωπικότητα του Σφακιανού αγράμματου, μα ταλαντούχου τυροκόμου Μπάρμπα Μπατζελιού, που κλαίοντας τα υπαγόρευε τραγουδιστά και τα έγραφε ο Έγγαλονόμος Αναγνώστης του Παπά του Σήφη του Σκορδίλη) εθρήνησε κι έψαλλε το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη και τα παθήματα τότε των Κρητικών, μα των Σφακίων ειδικότερα. (Εγγαλονόμος: είναι αυτός που βόσκει τα έγγαλα, δηλαδή τα αιγοπρόβατα που βγάζουν γάλα και τ’ αρμέγουν). Αυτό το τραγούδι του Δασκαλογιάννη, που αποτελείται από 1032 στίχους 15σύλλαβους με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, το εδημοσίευσε πρώτος ο περίφημος Γάλλος νεοελληνιστής Αιμίλιος Λεγκράν (Emile Legrand) το 1879. Αργότερα όμως, το 1888, το δημοσίευσε και ο αγωνιστής και δημοσιογράφος Εμμανουήλ Βαρβίδης, του οποίου η έκδοση είναι πιο ακριβής και την οποία κι εμείς εδώ είχαμε υπόψη μας, διατηρώντας την ορθογραφία και τη γραφή του).
(4) Φαρφουρί (λέξη τουρκική): φλυτζάνι από πορσελάνη πολυτελείας.
(5) Νενέ (ή Νένα): Τροφός (παραμάνα), παιδαγωγός. Ο ξακουστός λαγουτιέρης Γιώργης Κουτσουρέλης είχε ηχογραφήσει σε παλαιό δίσκο γραμμόφωνου με σόλο λαγούτο και καταπληκτικό παίξιμο το περίφημο Νταμπαχανιώτικο (τουρκοκρητικό) αμανέ «Νενέ μου».
(6) Διάχνω (σιάζω, σιάχνω, φτιάχνω): μεταχειρίζομαι.
(7) Στιμάρω (εκτιμώ): υπολογίζω, θεωρώ.
(8) Αγώρια: Τα ορεινά μέρη, τα ορεινά χωριά. Βλέπε την αντίθεση Γιαλιές (τα παραθαλάσσια μέρη) Αγώρια (τα όρη τα ψηλά μέρη και χωριά). Στο Ρέθυμνο και στα Σφακιά το όρος λέγεται αόρι (το). Το αόρι, πληθ. τα αόρια και με ποσοτική μεταβολή (έκταση) το βραχύ φωνήεν Ο μετατρέπεται σε μακρύ ω, δηλαδή αόρια = αώρια και για λόγους ευφωνίας και προς αποφυγή χασμωδίας μεταξύ του α και ω αναπτύχθηκε το σύμφωνο γ και η λέξη έγινε Αγώρια.
Σημείωση: ο Αντ. Ξανθινάκης, φιλόλογος και γλωσσολόγος, που έγραψε το ερμηνευτικό και ετυμολογικό Λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, διαφωνεί με την παραπάνω γλωσσική άποψή μου, και μου είπε πως η σωστή γραφή είναι αγόρια. Όμως τότε πώς θα ξεχώριζαν τα ψηλά χωριά από τα μικρά αρσενικά παιδιά. Το αγόρι (με ν Αγόριν) προέρχεται από το άγωρος (αρχ. επίθ. Άωρος <α στερ. +ώρα). Ποια σχέση λοιπόν έχουν η ώρα με το όρος που σημαίνει βουνό;