» Μάκης Μαλαφέκας (εκδόσεις Μελάνι)
Η Κ. ήταν εκείνη που μου μίλησε με ενθουσιασμό για τον Μαλαφέκα. Στην επόμενη βόλτα στο βιβλιοπωλείο αναζήτησα τα βιβλία του. Διάλεξα τη Μεσακτή· αναμενόμενο, ήταν η εποχή της Σάμου, του Νήσος Μύκονος. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό· ένα καλό παλπ μυθιστόρημα με στακάτο ρυθμό και αρκετή δόση συγχρονίας, πειστική αποτύπωση της συνθήκης καλοκαίρι στην Ικαρία και έναν ιδιόρυθμα συμπαθή πρωτοπρόσωπο αφηγητή, αρκούντως αντιηρωικό και αντιφατικό, τον Μιχάλη Κρόκο. Το Δε λες κουβέντα μπήκε πάραυτα στα προσεχώς· όμως, παρότι η Κ. φρόντισε εγκαίρως να μου δανείσει το βιβλίο ώστε να μην έχω ικανές δικαιολογίες, χρειάστηκα την αφορμή μιας λέσχης ανάγνωσης παρουσία του συγγραφέα. Είναι και οι συγκυρίες στο πρόγραμμα, ο Κρόκος θα συμφωνούσε.
Η συγκυρία για τον, από χρόνια μετανάστη στη Γαλλία, Μιχάλη Κρόκο δεν έμοιαζε η κατάλληλη. Στο αεροπλάνο άπαντες και σε διάφορες γλώσσες μιλούσαν για τέχνη, κατευθυνόμενοι στην Αθήνα που το καλοκαίρι του ’17 φιλοξενούσε ένα μέρος της διάσημης έκθεσης μοντέρνας τέχνης Ντοκουμέντα, την εκδοχή νούμερο 14, για την ακρίβεια, που για πρώτη φορά θα εγκατέλειπε τη θαλπωρή της γερμανικής κωμόπολης Κάσελ. Ο Κρόκος ερχόταν από το Παρίσι στην Αθήνα· είχε μόλις κυκλοφορήσει το βιβλίο του με θέμα τον Κολτρέιν και επιθυμούσε μια παρουσίαση. Δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις: μια απλή παρουσίαση, λίγοι φίλοι, αρκετό άγχος, μπόλικη ματαιοδοξία, ισχνές πωλήσεις και τελική καταφυγή σε κάποια κοντινή μπάρα. Ωστόσο: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· υπερκαύσωνας, υπερτουρισμός, υπερμοντέρνα τέχνη. Όπως και να το δει κανείς, δύσκολος συνδυασμός, απάλευτος. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την ικανότητα του Κρόκου να μπλέκει σε παράλογες καταστάσεις, πιθανώς θανατηφόρος.
Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ώρες που ο Κρόκος πατάει έδαφος αθηναϊκό, τα μηνίγγια του ακόμα του υπενθυμίζουν την πτήση. Τσεκάρει πως το σπίτι στην Ασκληπιού είναι στη θέση του όρθιο, αντίθετα με το αμάξι που είναι έγκλειστο σε κάποιο συνεργείο της Ριανκούρ, βάζει ένα ποτό, βάζει ένα δεύτερο, στη μία κλείνει την πόρτα πίσω του και κατεβαίνει για ένα ακόμα στον Ένοικο. Κάπου εδώ εμφανίζεται μια μοιραία γυναίκα. Η Κρις. Χριστίνα Δεληγιάννη. Το απόλυτο παιδί. Λίγο γραφίστρια, λίγο δημοσιογράφος. Υπερ-χίσπτερ και σ’ ένα διαρκές τριπ. Πανέμορφα γοητευτική. Κάθεται στη μπάρα με τη Μέτε που δουλεύει για την έκθεση. Είναι και ένας τύπος που φαινομενικά πίνει μόνος του, στενός κορσές παρότι με την πλάτη γυρισμένη, είδος που ευδοκιμεί σε μέρη όπως αυτό χωρίς να εγείρει περαιτέρω υποψίες πέρα από την κατηγορία πιθανός πέφτουλας. Η Μέτε γρήγορα θα χαιρετήσει και θα φύγει. Λίγα ποτά μετά, η Κρις θα του πει για ένα πάρτι στην Ύδρα, για την αφρόκρεμα της καλλιτεχνικής διεθνούς, για μια κατάσταση εκτός ελέγχου, για έναν πίνακα που έκλεψε φεύγοντας· εκείνος μπορεί να τη βοηθήσει, ισχυρίζεται, του χαμογελά γλυκά. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Ο Κρόκος, που απλά ήθελε να κανονίσει με τον εκδότη του μια παρουσίαση για το βιβλίο του, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ιστορία σκοτεινή.
Αντίθετα, για το άλτερ έγκο του Μιχάλη Κρόκου, τον Μάκη Μαλαφέκα, η συγκυρία έμοιαζε να είναι ιδανική: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· υπερκαύσωνας, υπερτουρισμός, υπερμοντέρνα τέχνη· ιδού πεδίο δόξης λαμπρό. Όλα τα συστατικά ήταν εκεί, το μαγείρεμα έμενε, το κατάλληλο μπλέντερ, η παράδοξη σύνθεση απιθανοτήτων. Για το Δε λες κουβέντα αρκεί κανείς να πει: Αθήνα, καλοκαίρι, Ντοκουμέντα· και να: οι προσδοκίες γεννιούνται, οι ορίζοντες σκιαγραφούνται με ευκρίνεια λεπτομερή. Προφανώς και το αποτέλεσμα θα μπορούσε χαλαρά να είναι κακό, πολύ κακό και ακόμα παραπέρα. Αλλά δεν είναι. Ίσως γιατί ο Μαλαφέκας διαθέτει μια ζηλευτή οξυδέρκεια στην παρατήρηση. Αυτό μοιάζει να είναι το βασικό συγγραφικό ατού του, τουλάχιστον στα χωράφια της παλπ λογοτεχνίας. Το γεγονός δε πως μπορεί να επισκέπτεται την Αθήνα με τη διπλή ταυτότητα του Αθηναίου τουρίστα του επιτρέπει να παρατηρεί μικροπράγματα που η καθημερινότητα χωνεύει και απαλύνει.
Η Αθήνα, η άσχημα όμορφη μητρόπολη που μας αναλογεί, δεν έχει πρωταγωνιστήσει όσο της πρέπει λογοτεχνικά. Μιλώ για την Αθήνα και όχι για μια ρεπλίκα αυτής στο φαντασιακό του εκάστοτε επίδοξου συγγραφέα/φλανέρ. Στο Δε λες κουβέντα, η Αθήνα κρατά τον πρώτο ρόλο, τα πολύπαθα Εξάρχεια κυρίως, αλλά και το εξωτικό Πολύγωνο και η κακόφημη οδός Φυλής. Και ο Μαλαφέκας το κάνει αυτό χωρίς να πουλά εξωτισμό, η Αθήνα είναι απλά η πόλη στην οποία λαμβάνει χώρα η περιπέτεια του Κρόκου, το πλαίσιο εντός του οποίου συμβαίνει η Ντοκουμέντα. Γιατί είναι η Αθήνα που επιτρέπει την ετερόκλητη αυτή συνύπαρξη προσώπων και καταστάσεων και προσφέρει έδαφος γόνιμο στη συγγραφική φαντασία. Όμως, χωρίς τον Κρόκο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε πολλή σημασία. Αυτός είναι το πραγματικό συγγραφικό επίτευγμα του Μαλαφέκα, έτσι όπως ισορροπεί οριακά, γαμάτος αλλά και λίγο μαλάκας, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, διαθέτοντας μια ικανοποιητική εικόνα εαυτού, μην πασχίζοντας να επιδείξει γαματοσύνη, πόσο μάλλον άμεμπτη ηθική.
Η πλοκή στις ιστορίες του Κρόκου είναι με τον τρόπο της δευτερεύουσα. Καλοστημένη και λειτουργική, με ευρήματα και ανατροπές, αλλά όχι ευαγγέλιο ιερό, όχι στοιχείο εντυπωσιασμού. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι πειστικοί και όσο πρέπει στερεοτυπικοί. Εγώ τη Ματίνα αγάπησα περισσότερο απ’ όλους, να ξέρετε. Η στερεοτυπία είναι μια αναγκαία συνθήκη στην παλπ, με ροπή προς το νουάρ, λογοτεχνία. Έτσι και εδώ έχουμε έναν παράδοξα συμπαθή αντιήρωα, μια μοιραία γυναίκα, κάποιους κακούς, μια εξιχνίαση, συμφέροντα και θεωρίες συνωμοσίας, μια πόλη σκοτεινή και καυτή· έχουμε επίσης διάχυτο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, μαύρο χιούμορ, κορυφώσεις στην αγωνία. Και όμως, οι συμβάσεις αυτές, εκτός από αναμενόμενες, είναι και ειδολογικά αναγκαίες. Ο Μαλαφέκας το είδος το ξέρει αρκετά καλά και το υπηρετεί με συνέπεια. Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό ωστόσο. Μια ακόμη σύμβαση του είδους είναι η υποχρεωτική έλλειψη σεβασμού προς αυτό, που θα δώσει τον απαραίτητο χώρο για το προσωπικό στίγμα. Και ο Μαλαφέκας προσωπικό στίγμα διαθέτει άφθονο.
Το Δε λες κουβέντα μου πρόσφερε αναγνωστικά περισσότερα απ’ όσα ανέμενα, παρότι πίστευα, έχοντας διαβάσει τη Μεσακτή, πως ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Τώρα, αναμονή μέχρι το επόμενο μπλέξιμο του Κρόκου.