» Μάκης Μαλαφέκας (εκδόσεις αντίποδες)
Αν έχεις, σκέφτοµαι, έναν ήρωα όπως τον Μιχάλη Κρόκο, τότε δεν µπορεί παρά να επιστρέφεις ανά τακτά χρονικά διαστήµατα στη θέση µπροστά στη λευκή σελίδα. Ο Κρόκος, στο άκουσµα του χαρακτηρισµού ήρωας, ίσως και να ξεκαρδιζόταν στα γέλια, σίγουρα θα ξεκαρδιζόταν στα γέλια, έστω και άηχα, σίγουρα µειλίχια, κουρασµένος, άυπνος και έρµαιο της υψηλής ζέστης του αθηναϊκού καλοκαιριού. Τέσσερα χρόνια µετά τη Μεσακτή, ο Κρό…, συγγνώµη, ο Μαλαφέκας επέστρεψε. Και αυτό το βιβλίο το περίµενα.
Τρίτο βιβλίο, λοιπόν, µε πρωταγωνιστή –το αστείο µε τον ήρωα παρατράβηξε– τον Μιχάλη Κρόκο. Είχαν προηγηθεί το ∆εν λες κουβέντα, µε την αθηναϊκή βερσιόν της Ντοκουµέντα στο επίκεντρο ενός ανελέητου γλεντιού σάτιρας, και η Μεσακτή, µε το Νήσος Μύκονος, που πιάνει διαδοχικά Μύκονο και Ικαρία, να προσφέρει ένα µοναδικό, πλην όµως επαναλαµβανόµενο µέσα στα χρόνια, κοινωνιολογικό πείραµα καταµεσής του Αιγαίου. ∆ιευκρινίζω πως και τα τρία βιβλία διαβάζονται ανεξάρτητα και εν µέρει αυτόνοµα, παρότι παράπλευρα της κεντρικής κάθε φορά ιστορίας προωθείται και η πλοκή της ζωής του Κρόκου.
Κάτοικος Εξαρχείων, συγγραφέας κάποιων βιβλίων, λάτρης της τζαζ, οξυδερκής παρατηρητής του γύρω κόσµου, ευαίσθητος στις µεταβολές του, περιπατητής και γνώστης της βαθιάς νύχτας, αλλεργικός στην κατ’ ευφηµισµό πρόοδο και την τουριστική επέλαση στο κορµί της Αθήνας που αγαπά να σιχτιρίζει, σίγουρα όχι πρότυπο, ίσως µάλιστα και αντιπαράδειγµα για µεγάλο µέρος του γονεϊκού πληθυσµού, γοητευτικός ακριβώς γιατί δεν το πολυπιστεύει, επιρρεπής σε διαφόρων ειδών µπλεξίµατα, χαρακτηριστικό δείγµα του πρώτα ζούµε και ύστερα γράφουµε, αυτός είναι εν ολίγοις ο Κρόκος, ένας τύπος που βλέπει τον κόσµο γύρω του να τρέχει µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς και εκείνος, χωρίς κανένα σοβαρό θεωρητικό οπλοστάσιο, απλώς σταµατάει σε ένα τυροπιτάδικο για να παραγγείλει έναν ακόµα καφέ.
Συχνά γίνεται η ταύτιση συγγραφέα και πρωτοπρόσωπου αφηγητή, ειδικά όταν αυτός περνάει από βιβλίο σε βιβλίο, συνηθίζεται να αποκαλείται συγγραφικό άλτερ έγκο, εδώ όµως, νιώθω, πως ο Μαλαφέκας είναι ένας θερµός θαυµαστής του Κρόκου, κάποιος σαν τον οποίο θα ήθελε να είναι, κάποιος τη ζωή του οποίου θα ήθελε να ζει, έτσι όπως είναι ανοιχτή στο αναπάντεχο και το τυχαίο, που πια, ίσως και πάντοτε, βέβαια, κάτι τέτοιο µόνο µέσα στις σελίδες ενός µυθιστορήµατος µπορεί να συµβεί.
Μια εισαγγελέας θα πλευρίσει τον Κρόκο, θα τον παραπλανήσει και θα τον µπλέξει σε µια ιστορία µε έντονη εσάνς θεωριών συνωµοσίας και τεχνολογικής υπεραιχµής, µε καστ από ογκώδη, πλην ανθρωπόµορφα, πλάσµατα, χωρίς σβέρκο, καλλίγραµµες νεαρές και µεσήλικες γυναίκες, αδίστακτους πλούσιους που επιθυµούν την περαιτέρω ανέλιξη στην κοινωνικοπολιτική επιρροή. Συµβάντα από απόσταση ευτράπελα µα από µέσα ιδιαιτέρως επικίνδυνα, για µια ακόµα φορά εκείνος θα βάλει το κεφάλι του στον ντορβά, θα τα παίξει όλα για όλα, είναι άλλωστε τέσσερα χρόνια που δεν έχει βγάλει κάποιο βιβλίο, ίσως αυτή να είναι µια καλή ιστορία για να αφηγηθεί εκ των υστέρων, αν έχει καταφέρει, βέβαια, να τη σκαπουλάρει τελικά.
Ο Μαλαφέκας είναι χαρακτηριστικός θιασώτης µιας όχι και τόσο ιδιαίτερα αναπτυγµένης στα καθ’ ηµάς λογοτεχνικής σκηνής, εκείνης της παλπ λογοτεχνίας που οι Γάλλοι, κυρίως αυτοί, τόσο υπέροχα δείγµατα µέσα στα χρόνια µας δίνουν. Ένας αντιήρωας –εντάξει, τέτοιος είναι όντως ο Κρόκος– µπλεγµένος άσχηµα στη µητρόπολη που µας αναλογεί στο σύνορο δύσης και ανατολής, εδώ που ούτε ο καπιταλισµός δεν µοιάζει να λειτουργεί σωστά, ποτέ δεν το έκανε, γιατί να το κάνει τώρα. Το είδος, συµπεριλαµβανοµένου του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, είναι το ιδανικό όχηµα για µια αστική, µε όρους πολεοδοµικούς και σε καµία περίπτωση ταξικούς, λογοτεχνία.
Ο Μαλαφέκας δεν παραµελεί την πλοκή του, παρότι είναι το εµφανές πρόσχηµα ώστε να συµπεριληφθούν διάφορες ιδιαιτερότητες και κακώς κείµενα της τωρινής Αθήνας. Και αυτό, δευτερευόντως µετά τον Κρόκο, το σουλατσάρισµα στην καυτή Αθήνα είναι το κυρίως δυνατό χαρτί του Deepfake, που του επιτρέπει να υπερβεί τους ειδολογικούς περιορισµούς και να προσελκύσει, ίσως και να γοητεύσει, ένα ετερογενές αναγνωστικό κοινό, αρκεί αυτό να µην πάσχει από µια διάχυτη σοβαροφάνεια.
Το κέντρο των πόλεων πολύ συχνά γίνεται σκηνικό αφηγηµατικής πλοκής. Εκείνο που δυστυχώς δεν συµβαίνει συχνά είναι ο συγγραφέας, ή ο αφηγητής τέλος πάντων, να πείθει πως το γνωρίζει καλά και µε αυτό το γνωρίζει καλά δεν αναφέροµαι στη γνώση των ονοµάτων των οδών ή κάποιων µαγαζιών. Ο Κρόκος το γνωρίζει το κέντρο καλά και αυτό επιτρέπει στο όλο κατασκεύασµα να λειτουργήσει και να µην περιπέσει στην καρικατούρα, αλλά να ισορροπήσει, έστω και καµιά φορά από το ποτό και την κούραση τρεκλίζοντας, στο περβάζι της. Και εδώ έγκειται η παραπάνω αναφορά στην οξυδέρκεια που χαρακτηρίζει τη µατιά του Κρόκου, ένας ιδιότυπος φλανέρ σε µια εποχή αποµάγευσης και διάχυτου ζόφου, όχι στον κοελικό ρόλο του παντού κανείς µπορεί να εντοπίσει την οµορφιά, αλλά στον αντίθετο, στον ρόλο εκείνου που νιώθει κοµµάτι της πόλης και της εποχής, ή, τουλάχιστον, ως τέτοιος λειτουργεί και πορεύεται.
Γρήγορος ρυθµός, αµείωτη δράση, αγωνία και ανατροπές, µε διάχυτο χιούµορ, πότε κατάµαυρο πότε πιο ανοιχτόχρωµο, το µυθιστόρηµα διαβάζεται σε ρυθµούς αυτοσχεδιαστικής τζαζ. Η αγάπη για τη λογοτεχνία δεν απουσιάζει, το κλειδί του µυστηρίου, άλλωστε, σε αυτή θα βρεθεί τελικά, και αυτή η αγάπη είναι ένα παράπλευρο αντίδωρο της πλοκής. Το Deepfake είναι ένα άξιο τρίτο µέρος, ξεπερνώντας και αυτό τον συνήθη σκόπελο όπου ενός υποσχόµενου πρώτου µέρους ακολουθούν κακέκτυπα µανιέρας και απόπειρα κεφαλαιοποίησης µιας προηγηθείσας επιτυχίας εν τη απουσία επιθυµίας και έµπνευσης.
Αναµφίβολα, ένα από τα βιβλία του καλοκαιριού (µου).