Ἀφοῦ χάραξε τὴ σύντομη πορεία του μέσα στὴ μέρα, κατρακύλησε πρὸς τὸ δείλι. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο οἱ τελευταῖες του ρανίδες φωτὸς ἔπεφταν στὴ νύχτα κι ἔσβηναν· καὶ βρέθηκε ξανὰ στὸν τόπο ποὺ στριφογύριζε πρὶν ἀπ’ τὴν πρώτη χαραυγή του. Ἐκεῖ ὅπου οἱ μᾶζες σκοταδιοῦ εἶναι τόσο πηχτὲς ποὺ ἂν χύνονταν στὰ πράγματα τοῦ κόσμου θὰ τὰ στεροῦσαν ἀπ’ τὸ σχῆμα τους κι ἀπ’ τὸ χρῶμα τους· ἐκεῖ ὅπου τὰ πράγματα τοῦ κόσμου συνωστίζονται ἀσφυκτικά, μαγκωμένα ἀπ’ τὸ σκοτάδι καὶ στερημένα ἀπ’ τὴν ἀνακούφιση τῆς μέρας.
Κάποτε ὁ παπὰς ξεκίνησε τὸ διαβαστικό. Τὰ μάτια, ἐμᾶς τῶν ἀπ’ ἔξω, τρέχανε σὰν βρύση καὶ θάρρηγες πὼς ὅλος τοῦτος ὁ κλαυθμὸς κι ὁ ὀδυρμὸς γινόταν γιὰ αὐτὸν τὸν ἀπὸ μέσα. Μὰ ἐμεῖς θρηνούσαμε μονάχα γι’ αὐτὰ ποὺ μᾶς περίμεναν, ὅταν φανοῦν στὸ μέτωπό μας καθαρὰ τὰ προμηνύματα τῆς μοίρας.
Ὅμως τὸ καθαρότατο φῶς αὐτῆς τῆς μέρας ἔβαφε ἄσπρους τοὺς τοίχους τῶν πελάγιων σπιτιῶν καὶ γκρίζες τὶς μαδάρες· χάραζε τὸ περίγραμμα τῶν πεύκων καὶ τῶν λιόδεντρων· σήκωνε τὴν ἁρμύρα τῆς θαλάσσης πάνω στοὺς λιόδαρτους τοὺς βράχους κι ἔδειχνε ἀσβεστωμένα τὰ ξωκλήσια.
Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀπ’ ἔξω ὁ κόσμος ἁπλῶς ὑπῆρχε καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν κι ἐμεῖς. Ἔτσι μὲ γρήγορες κινήσεις ἀπομακρυνθήκαμε, εὐτυχισμένοι ποὺ μπορούσαμε ἀκόμα νὰ ξανοίγουμε, γιὰ λίγο ἔστω, αὐτὸ τὸ καθαρότατο φῶς τῆς μέρας!