Επί ευκαιρίας της πρόσφατης -απόλυτα επιτυχημένης- εκδήλωσης για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Χανιώτη ποιητή και πεζογράφου Γιώργη Μανουσάκη, θα ήθελα να παραθέσω την προσωπική μου αίσθηση σαν αγγίζω την λογοτεχνική του κληρονομιά.
Κατ’ αρχάς, η σχέση μου με τα γραπτά του συγκεκριμένου ποιητή μου θυμίζει εκείνη την βόλτα εντός των μεσαιωνικών τειχών της παλιάς πόλης της Ρόδου στην οδό Σωκράτους, νότια παράλληλη της οδού των Ιπποτών. Σε εκείνη την οδό υπάρχει ένας καταπληκτικός καφενές και καθώς περνούσα -τότε στα χρόνια της θητείας μου- κάθισα να απολαύσω έναν καφέ και την ομορφιά του χώρου.
Όμως, λίγο μετά την παραγγελιά, ένιωσα μια περίεργη αναστάτωση με εκείνον τον χώρο. Το βλέμμα μου παρατηρούσε με ανησυχία το εσωτερικό του καφενέ, το ψηφιδωτό πάτωμα με τα μικρά βότσαλα και τα περίτεχνα σχέδια, την ξύλινη τοξωτή είσοδο με τα σκαλιστά φύλα, τους μικρούς πολυέλαιους με τα κεριά, τα δεκάδες μεταλλικά και κεραμικά συμπράγκαλα που ήταν αναρτημένα στους τοίχους.
Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά.
Τα ξανακοιτούσα ξανά και ξανά μέχρι που έκπληκτος διαπίστωσα πως ο χώρος ήταν εκείνος που είχα ζωγραφίσει από μια καρτ ποστάλ πριν δύο χρόνια!
Ε ναι λοιπόν!! Βρισκόμουν μέσα στη ζωγραφιά μου!!
Ακριβώς αυτό το συναίσθημα ένιωσα και με τη γραφή του Γιώργη Μανουσάκη. Αυτό που αναζητούσα λογοτεχνικά, παρουσιάστηκε με την ποίηση του και προσφέρθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να το βιώσω την πραγματική του διάσταση. Με έβαλε μέσα στην ποίηση και τη γραφή. Μου πρόσφερε ένα τραπεζάκι και μια καρέκλα, με κέρασε ένα καφέ και με άφησε να παρατηρώ το συναίσθημα από μέσα και τούτο ήταν τόσο συγκλονιστικό!
Δύο χαρακτηριστικά της γραφής του μόνον θα ήθελα να αναφέρω μια που η πίεση του χώρου στην αρθρογραφία δεν μου επιτρέπει να παραθέσω το σύνολο των αξιοθαύμαστων σημείων του έργου του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ευθύτητα. Στην ποίηση και την πεζογραφία του Γιώργη Μανουσάκη δεν κάνεις κύκλους για να φτάσεις στον στόχο. Δεν συμπεραίνεις μέσω κάποιας λαβυρινθώδους διαδρομής. Δεν φτάνεις σε αδιέξοδα του «ίσως να εννοεί και αυτό». Λαμβάνεις στο μέγιστο την ικανοποίηση ακριβώς όπως την λαμβάνει ένας τοξοβόλος τον οποίο τόσο ευχαριστεί να παρατηρεί το βέλος του να σκίζει τον αέρα με ευθύτητα και -ω τι ευτυχές- να βρίσκει και τον στόχο. Αντίθετα, ο τοξοβόλος, δεν θα είχε την ίδια ικανοποίηση αν το βέλος του ήταν τηλεκατευθυνόμενο και μετά από δεκάδες στροφές και παρακάμψεις κατέληγε έστω και στον στόχο, μ’ έναν τέτοιο τεχνητό τρόπο.
Ενδεικτικά των όσων προαναφέρθηκαν θα ήθελα να παραθέσω τρία τμήματα της γραφής του :
“Τα Ρολόγια” από την ποιητική συλλογή “Χώροι Αναπνοής”, εκδ. Πρόσπερος (1988):
Τα ρολόγια.
«Σταμάτησε στο σπίτι του όλα τα ρολόγια.
Σκέψη τρελή ενός γέρου που φαντάστηκε
πως θ’ αποκοίμιζε το χρόνο αν έπαυε να τον μετρά.
Ξέχασε πως το σώμα του
ήτανε το ρολόι που λειτουργούσε
με την μεγαλύτερη ακρίβεια.
Κι έδειχνε κιόλας παρά πέντε».
Ομοίως στο “Η Βοή της Πόλης” από την συλλογή τριάντα δύο μικρών πεζών “Ενα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα”, εκδ. “Οι εκδόσεις των Φίλων” (1999):
Η βοή της πόλης.
«Αυτός ο ακατάπαυστος βόμβος, που ανεβαίνει από την κίνηση του δρόμου, είν’ ο σφυγμός από τις αρτηρίες της πόλης.
Ακούγεται νυχτοήμερα, μονότονος(…), καθησυχαστικός μέσα από την έντασή του, βεβαιώνοντας ότι η ζωή συνεχίζεται το ίδιο πάντα τερατώδης κι απάνθρωπη,(…).
Ενα βράδυ τούτος ο θόρυβος κόπηκε ξαφνικά, ποιος ξέρει για ποιόν λόγο. (..)
Τινάχτηκα, περιχυμένος από κρύον ιδρώτα, με την αίσθηση του πνιγμού,(…).
Ευτυχώς το βουητό ξανάρχισε και μ’ανακούφιση έγειρα πάλι στο κρεβάτι μου. Η ζωή συνεχιζόταν».
Τέλος ας κάνουμε αναφορά και στο “Αόρατο Εργόχειρο” από τα ανέκδοτα ποιήματα του Γ. Μανουσάκη: “Τα ποιήματα 1967-2007” Εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Αόρατο εργόχειρο
«Τα δάχτυλα κινούνται στον αέρα με μιαν απίστευτη πιτηδειοσύνη.
Αναρωτιέσαι μην έχεις μπρος σου μια μεγάλη ηθοποιό που με λεπτότητα κι ευγένεια μιμείται τις κινήσεις του πλεξίματος.
Το βελονάκι δουλεύει αόρατο στα δάκτυλα της.
Κάποτε σταματά. Διπλώνει το πλεκτό.
“Βράδιασε. Αύριο πάλι πρώτα ο Θεός…”
Κάθεται λίγο με τα χέρια σταυρωμένα:
“Παράξενο μου φαίνεται που ακόμη δεν ήρθε ο “κύριός” μου να με πάρει…”.
Λίγο πιο κει, ο πιο γέρος της παρέας Χώνει το πρόσωπό στα δύο του χέρια:
“Λες και δε ζήσαμε μαζί πενήντα χρόνια…”».
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που θα ήθελα να αναφέρω είναι η αποδόμηση των φοβιών και ιδιαιτέρως του φόβου στον θάνατο.
Στην πραγματικότητα καταφέρνει μέσα από την γραφή του να αφαιρέσει από τους τρομακτικούς φόβους μας τις πανοπλίες τους και να τους φέρει μπροστά μας, γυμνούς, όπως και εμείς.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως αφαιρώντας την πανοπλία των φοβιών μας τούς κάνει ανίσχυρους. Όμως έχοντας απέναντι μας τον φόβο χωρίς την πανοπλία του τον αντιμετωπίζουμε χωρίς τρόμο. Κάποιους μπορούμε και να τους νικήσουμε. Κάποιοι άλλοι είναι ανίκητοι, όπως ο θάνατος, μα η τελική μάχη δεν θα γίνει υπό το ψυχοφθόρο καθεστώς του τρόμου το οποίο συχνά οδηγεί και σε πρόωρη κατάρρευση. Αλλωστε όταν αφαιρείς από τους φόβους την πανοπλία τους στην ουσία τους περιορίζεις την επιθετική – πολεμική τους ορμή. Τους ηρεμείς..
Τούτα τα συμπεράσματα έβγαλα από τις λογοτεχνικές αναφορές του Γιώργη Μανουσάκη στους φόβους μας και ιδιαίτερα στον θάνατο.
Πώς όμως να σας παρουσιάσω ενδεικτικά κείμενα του, όταν το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την συνολική ανάγνωση των αναφορών του; Ισα – ίσα θα μπορούσα να πω πως, για έναν περίεργο λόγο, η αποσπασματική ανάγνωση των ποιημάτων του, όσο αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό που πραγματευόμαστε, μπορούν να οδηγήσουν στην αντίστροφη και λανθασμένη εντύπωση ενός φοβικού συνδρόμου.
Ετσι, αντί να σας παρουσιάσω ενδεικτικά για το θέμα αυτό κάποια ποιήματα ή πεζά του γραπτά θα σας παραθέσω τμήματα από τον επίλογο που έγραψε ο ίδιος ο Γιώργης Μανουσάκης στην συλλογή των τριάντα δύο μικρών πεζών “Ενα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα” (Εκδ. “Οι εκδόσεις των φίλων” (1999) με τον τίτλο “Δύο λόγια που ίσως δεν είναι κι αναγκαία”
Δύο λόγια που ίσως δεν είναι αναγκαία.
«Ολοι έχουμε το σκοτεινό μας υπόγειο. Πολλοί, μακάριοι αγνοούν την ύπαρξή του. Αλλοι την υποψιάζονται ή και τη γνωρίζουν και προσπαθούν, σ’ όλη τους την ζωή, να κρατούνε κλειστή την καταπαχτή που οδηγεί σε αυτό.
Κάποτε βέβαια, μην αντέχοντας άλλο την εσωτερική πίεση, η καταπαχτή ανοίγει απότομα, σαν από έκρηξη, κι οι αφελείς κι οι ανυποψίαστοι βλέπουν κατάπληχτοι τον κόσμο των τεράτων που βγαίνουν στο φως.
[Τούτα] (…) δεν είναι παιγνίδια μιας γόνιμης αλλ’ αρρωστημένης φαντασίας, ούτε πρόθεση εντυπωσιασμού μεσ’ από εικόνες και σκηνές παράλογες, εφιαλτικές ή μακάβριες. Είναι οι μορφές που πήρανε, για να ξεφύγουν από την πιεστική αστυνόμευση της λογικής, [από] ανασφάλειες, αδιέξοδα, φόβους κι ενοχές, απραγματοποίητες επιθυμίες που κακοφόρμισαν (…).
Τα βγάζω στην επιφάνεια για να πάρουνε λίγο αέρα, όχι για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτά, αφού πάντα ξαναγυρίζουν που είχανε συνηθίσει να ζούνε, μόνον για να τους δείξω κάποιαν οικειότητα, ώστε να ημερέψουν όσο είναι δυνατόν, να μη μου δείχνανε τόσο συχνά τα νύχια τους».