Οψές αργά ξεκίνησα, στο σπίτι μας να πάω
Εξέχασα για μια στιγμή, ήντα θα πα να κάνω!
Απούναι σφαλιχτό γερά , πάνω από δέκα χρόνους
Και κλείνει μέσα δάκρυα, αβάσταχτους τσοι πόνους!
Έκανα πέτρα τη καρδιά, τη πόρτα για ν’ ανοίξω
Μα δεν εβάσταξα γερά, μέσα για να ξανοίξω
Άλλες φορές εθώρουνα, από μακρά την πόρτα
ορθάνοιχτη κι η μάνα μας, να καθαρίζει χόρτα
Της Παναγιάς εσήμωνε, και κάναμε νηστεία
Την άλλη μέρα το πρωί, όλοι στην εκκλησία
Να μεταλάβουμε μαζί, ΜΑΝΑ παιδιά κι εγγόνια
Να ευχηθούμε γκαρδιακά, να ‘ναι πολλά τα χρόνια
Σαν άνοιξα αντίκρισα, μόνο φωτογραφία
Της ΜΑΝΑΣ άπου έλειπε, μα έμοιαζε Παναγία
Λέω της ΜΑΝΑ ήρθαμε, μα απάντηση καμία!
Ετότεσας γονάτισα, μπρος στη φωτογραφία
Λέω τση…
Σήκω μανούλα μου γλυκιά, τση Παναγιάς σιμώνει
Άνοιξε πόρτες διάπλατα να μπούνε οι γειτόνοι,
ως έκανες αλλοτινά με τα τσικαλικά σου
ήρθαν κοπέλια του χωριού, μαζί και τα δικά σου.
Μέρα και νύχτα μάνα μου, τση Παναγιάς το λέω
απούναι Μάνα και γροικά και κάθομαι και κλαίω
Και ξαφνικά τα μάθια της μια στάξη δάκρυ εστάξαν
και θάμπωσε μου τη θωριά, και στη καρδιά εφτάξαν
Μη κλαις μανούλα μου καλή, γιατ΄ οι ψυχές δε κλαίνε
Μόνο σε σπίτια τριγυρνούν, και τό ονομά τους λένε
Εγώ Μανούλα μου γλυκιά, θερμά παρακαλώ ΣΕ
Τση Παναγιάς, άνε την ιδείς, καλό τραπέζι στρώσε
Στρώσε τραπέζι που ’στρωνες, άλλοτε τέτοια μέρα
Και κάλεσε και το μπαμπά, έτσι οι καιροί τα φέρα.
Κι εμείς μανούλα μου γλυκιά, να ξέρεις πως μπορούμε
έτσι τραπέζι μεσ’ στο νου, μέρα γιορτής να ζούμε.
Κάθε δεκαπενταύγουστο, οι θύμησες με πνίγουν
Βαθύ πηγάδι η καρδιά, και δύσκολο θα φύγουν.
Μάνα γλυκιά, μοναδική γυναίκα …!!!
Ήλιο φεγγάρι στη ζωή σ’ είχα πριχού κλειστούνε
τα μάτια σου, που και σβηστά ακόμη μ’ οδηγούνε !
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΣΕΣ ΚΑΙ ΟΣΟΥΣ ΓΙΟΡΤΑΖΑΝ ΠΡΟΧΤΕΣ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ!!!
Νικόλαος Φλεμετάκης