«Είναι ένας τόπος μυστικισμού… είναι σχεδόν σαν ένας τόπος λατρείας, της ίδιας της φύσης». «Είναι ένα μέρος στο οποίο μπορείς να έρθεις σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό σου, ένα μέρος εσωτερικής μεταμόρφωσης».
Nαι είναι όλα αυτά και άλλα τόσα. Γιατί είναι μια τοποθεσία σημαδεμένη από κάτι τι …. αρχέγονο, μυστηριακό. Κάτι που δεν ξέρω πώς να το ονομάσω, ούτε πώς να το αιτιολογήσω, ούτε πώς να το περιγράψω. Όμως είναι γεγονός. Οι Δελφοί είναι ένας τόπος ιδιαίτερης σημασίας και ομορφιάς.
Τέτοια σκεφτόμουν, όταν στο προηγούμενο κείμενό μου έγραφα για την 7η συμφωνία του Μπετόβεν που απολαύσαμε από το αρχαίο τους θέατρο. Σίγουρα όλα αυτά τα είχαν αντιληφθεί και οι πρόγονοί μας, αυτοί που επέλεξαν το μέρος τούτο για την θεμελίωση του πιο διάσημου ιερού μαντικής και λατρείας των αρχαίων χρόνων.
Ο Ζεύς, λένε, οι παλιοί μύθοι άφησε δυο αετούς να πετάξουν. Ο ένας προς την Ανατολή και ο άλλος προς την Δύση. Οι δυό αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς κι ο Δίας έριξε στο σημείο αυτό ένα ιερό βράχο, «τον ομφαλό της Γής» που είναι το κέντρο του κόσμου.
Θυμάμαι την ιστορία αυτή από τα μαθητικά μου χρόνια. Και την πέτρα αυτή, «τον ομφαλό της Γής», που την είδα όταν επισκέφτηκα πριν χρόνια το Μουσείο της περιοχής. Εκείνο που δεν ήξερα και που το έμαθα σχετικά πρόσφατα είναι η σχέση της Κρήτης και των Κρητικών με το ξακουστό αυτό μαντείο. Γιατί έχωμε κι εμείς παίξει έναν ρόλο σε τούτο το ξεχωριστό μέρος.
Στα πρώτα χρόνια τα παμπάλαια, λένε οι παραδόσεις, στην περιοχή υπήρχε ένα ιερό αφιερωμένο στην χθόνια θεά Γαία που το φύλαγε ο φοβερός δράκος Πύθων. Στη συνέχεια έρχεται εδώ ο Απόλλων που με το τόξο και τα βέλη του σκοτώνει το τρομερό τέρας. Πριν όμως εγκατασταθεί στον τόπο και κυριαρχήσει με την νέα του θρησκεία ο θεός του φωτός πρέπει να εξαγνιστεί για το έγκλημα που έχει διαπράξει. Πηγαίνει σε ένα πολύ γνωστό μαντείο πάνω στο Λιβυκό πέλαγος. Στο μαντείο της πόλης Τάρρα, που σήμερα ταυτίζεται με την Αγιά Ρουμέλη των Σφακίων. Εκεί βρισκόταν ένας σπουδαίος ιερέας, ο Καρμάνωρ, που ανέλαβε το βαρύ έργο να εξαγνίσει τον θεό. Εννέα χρόνια έμεινε ο Απόλλωνας στην Τάρρα κι όταν τέλειωσε η υποχρέωσή του και έφευγε, λένε, ότι μεταμορφώθηκε σε δελφίνι και οδήγησε ένα πλοίο με Κρητικούς που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης προς το πέλαγος.
Μπροστά το δελφίνι – Απόλλωνας και πίσω το Κρητικό πλοίο έφτασε την Πελοπόννησο, την περιέπλευσε, μπήκε στον Κορινθιακό κόλπο και κάπου εκεί το δελφίνι σταμάτησε, πήρε την μορφή του θεού και υπέδειξε στους ταξιδιώτες το μέρος όπου επιθυμούσε να του κτίσουν ένα μαντείο. Όχι κοντά στην θάλασσα, μα πάνω στα βουνά. Και βρήκαν τούτοι οι άνθρωποι στην πλαγιά του Παρνασσού κάτω από δυό πελώριους βράχους, τις Φαιδριάδες πέτρες, ένα φρύδι τόπου και έφτιαξαν την πόλη και το ιερό του θεού. Απέναντι ήταν κι άλλα βουνά κι ο τόπος φαινότανε άγριος μα σ ένα άνοιγμα ανάμεσα στα όρη, ο κάμπος με τις ελιές απλωνότανε ήμερος και το μάτι έφτανε μέχρι την θάλασσα. Εκεί που είχε αράξει το πλοίο από την Κρήτη. Και τους έδωσε, λένε, το προνόμιο να είναι αυτοί οι ιερείς του καινούργιου ναού. Κι όταν τούτοι δω απορημένοι τον ρώτησαν, πώς θα ζούσαν ο θεός τους απάντησε: με τις προσφορές των πιστών. Ανέβηκαν λοιπόν στο βουνό οι Κρητικοί του πλοίου και πάνω στα παλιά ερείπια ανέστησαν την νέα θρησκεία του φωτοδότη Απόλλωνα. Και από ναυτικοί και έμποροι γινήκανε ιερείς του πιο περίφημου μαντείου. Κι επειδή στο μέρος αυτό τους οδήγησε ένα δελφίνι είπανε τον τόπο από το όνομά του ζώου, Δελφούς.
Όλη η Ανατολική Μεσόγειος μέχρι τα βάθη της Ασίας ζητούσε να μάθει για τα μελλούμενα από το μαντείο. Οι χρησμοί δίνονταν στην αρχή μόνο μια φορά τον χρόνο, την 7η του μήνα Βύσσιου, την γενέθλιο ημέρα του Απόλλωνα. Μα όταν το μαντείο έγινε γνωστό και το πλήθος που προσέτρεχε στον θεό μεγάλωσε, οι μαντείες άρχισαν να δίδονται την 7η κάθε μήνα, εκτός από τους τρείς χειμωνικούς μήνες που τότε ο Απόλλων βρισκόταν στους υπερβόρειους. Η Πυθία καθισμένη στον ιερό τρίποδα αφού εξαγνιζόταν στα νερά της Κασταλίας, μασούσε φύλλα δάφνης και άκουγε τα ερωτήματα. Τα λόγια της, λένε, ήταν ακατάληπτα μα τα έπαιρναν μετά οι ιερείς τα κατέγραφαν και τα ερμήνευαν. Οι υπαινικτικές και αμφίσημες απαντήσεις της μάντισσας είχαν τόση ισχύ που αποχτούσαν δύναμη νόμου. Και έκαναν το μαντείο ρυθμιστή για πολύ σημαντικά πράγματα στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάποιος πόλεμος ή ένας νέος αποικισμός και να μην πάρουν οι υπεύθυνοι, την γνώμη του θεού. Έτσι η σπουδαιότητα και ο πλούτος του ιερού και της πόλης αύξαινε.
Το μαντείο το κατάργησε με διάταγμά του, όπως όλα τα αρχαία ιερά μέρη, συνήθειες, αγώνες, φιλοσοφία και τρόπο ζωής ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄ το 395 μ.Χ.
Αργότερα στο μέρος εκείνο, όταν η παλιά του δόξα είχε πια λησμονηθεί, χτίστηκε ένα χωριό που το είπανε Καστρί. Οι κάτοικοι δεν χρειάζονταν να ταλαιπωρηθούν για να φτιάξουν τα σπίτια τους. Ούτε να διασχίσουν το βουνό χρειάζονταν κουβαλώντας οικοδομικά υλικά. Γιατί τις περισσότερες φορές τα χρειαζούμενα τα έπαιρναν από το χώμα του χωριού τους που ήτανε σπαρμένο με κολώνες και μάρμαρα. Ξένοι περιηγητές έρχονταν, με τους αρχαίους συγγραφείς υπό μάλης, και έψαχναν να ανακαλύψουν αν ότι διάβαζαν ήταν αλήθεια ή ένας ακόμα γοητευτικός μύθος.
Ώσπου η Επανάσταση του 1821 έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Από το 1830 αποκτήσαμε κρατική οντότητα. Μέσα σε όλα που έπρεπε να γίνουν ήταν κι αυτό. Να ξαναβρεθούν οι αρχαίοι τόποι, να ταυτιστούν μέρη, πόλεις, ιερά. Το καινούργιο κράτος όμως, ήταν φτωχικό. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούσαν να δώσουν χρήματα για τον πολιτισμό. Προείχαν άλλες ανάγκες. Τότε ήρθαν οι αρχαιολογικές σχολές. Ξένα κράτη χρηματοδότησαν ανασκαφές σε όλη την Ελλάδα. Πρώτη η Γαλλική αρχαιολογική σχολή αναλαμβάνει την «μεγάλη ανασκαφή» του χώρου των Δελφών.
Ο αρχαιολογικός τόπος είναι ταυτοποιημένος από παλιά. Αλλά το Καστρί είναι κτισμένο από πάνω του και η επιλογή της απαλλοτρίωσης, απλώς δεν είναι δυνατή. Το 1870 όμως, ένας ισχυρός σεισμός πλήττει την περιοχή και καταστρέφει το μεγαλύτερο μέρος του χωριού. Αυτό που μέχρι χθες έμοιαζε μόνο φαντασία, ξαφνικά γίνεται πραγματικότητα. Ο αρχαιολογικός χώρος ελευθερώνεται, το χωριό μεταφέρεται κάποιες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα και παίρνει το αρχαίο όνομα. Ονομάζεται πλέον: Δελφοί
Την είπανε, λένε, μεγάλη ανασκαφή, για λόγους πολλούς. Για την διάρκειά της, για την έκταση του χώρου, για την δυσκολία της, για τον αριθμό των ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν, αλλά και για τον αριθμό και την σημασία των ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν.
Φαίνεται πως σε αυτόν τον χώρο τίποτα δεν μπορεί να είναι μικρού μεγέθους ή μικρής σημασίας. Όλα που τον αφορούν είναι σε υπερθετικό βαθμό. Όχι αδίκως, νομίζω.